-
21 φοβέ-στρατος
φοβέ-στρατος, Kriegsschaaren schreckend, Hes. frg. im E. M. 797, 54, von der Aegis.
-
22 ἀμφι-πτολεμο-πηδησί-στρατος
ἀμφι-πτολεμο-πηδησί-στρατος, komisches Wort des Eupolis, B. A. 702.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀμφι-πτολεμο-πηδησί-στρατος
-
23 ἀγέ-στρατος
ἀγέ-στρατος, Athene, die Heerführerin, Hes. Th. 925; Nonn. adj. σάλπιγγος ἦχος 26, 15; ἐνυοῠς αὐλός 28, 28.
-
24 Στράτον
Στράτοςmasc acc sg -
25 Στράτου
Στράτοςmasc gen sg -
26 Στράτων
Στράτοςmasc gen plΣτράτωνmasc nom /voc sg -
27 στρατοί
στρατόςarmy: masc nom /voc plστρατόωto be on a campaign: pres subj mp 2nd sgστρατόωto be on a campaign: pres ind mp 2nd sgστρατόωto be on a campaign: pres subj act 3rd sg -
28 στρατούς
στρατόςarmy: masc acc pl -
29 στρατόν
στρατόςarmy: masc acc sg -
30 στρατόφι
στρατόςarmy: masc dat pl (epic) -
31 στρατώ
στρατόςarmy: masc nom /voc /acc dual -
32 πεζός
πεζός, zu Fuße gehend, Fußgänger; Hom. im Ggstz von ἱππεῖς u. ἵπποι, ἀπὸ χϑονὸς ὤρνυτο πεζός Il. 5, 13, πεζὸς πρόσϑ' ἵππων 13, 385, u. oft, von den zu Fuße, Kämpfenden; οἱ μὲν ἐφ' ἵτπων, οἱ δ' ἐπὶ ναῶν πεζοί τε βάδην, Aesch. Pers. 19; πεζούς τε καὶ ϑαλασσίους νᾶες ἤγαγον, 550. So Her. πεζὸς στρατός, Fußheer im Ggstz der ἵπποι, 4, 128. 7, 84, wie Pol. 2, 11, 7 u. öfter, wie sonst. – Zu Lande gehend, im Ggstz zum Seefahrer, ἐν νηῒ ϑοῇ ἢ πεζὸς ὁμαρτέων, Il. 24, 438. 17, 612 Od. 11, 58, u. in der wiederkehrenden Vrbdg οὐ μὲν γάρ τί σε πεζὸν ὀΐομαι ἐνϑάδ' ἱκέσϑαι, wie Od. 1, 173; ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών, Pind. P. 10, 29; ναυτικὸς στρατὸς κακωϑεὶς πεζὸν ὤλεσε στρατόν, Aesch. Pers. 714; καὶ ναυσὶ καὶ πεζοῖσι, Ar. Ach. 597. So bei Her. Landheer mit u. ohne στρατός, 3, 25. 6, 45. 7, 84; auch τὸ πεζόν, 7, 81; Ggstz ναυτικὸς στρατός oder νέες, 4, 97. 6, 95. 7, 121; Thuc. setzt 4, 12 τὰ πεζά gegenüber ταῖς ναυσί (vgl. πεζικός), wie Pol. 3, 95, 3; δύναμις πεζὴ καὶ ναυτική, 2, 24 u. sonst. – Uebh. auf dem Lande, καὶ χερσαῖος, Plat. Tim. 40 a, καὶ ἔνυδρον, Polit. 288 a; ὅσαι τε πεζαὶ καὶ ὅσαι κατὰ ϑάλατταν γίγνονται, Legg. III, 679 d, vgl. τὰ ὀχήματα τά τε πεζὰ καὶ τὰ ἐν τῇ ϑαλάττῃ πλοῖα, Hipp. mai. 295 d; auch τὰ πεζὰ καὶ τὰ πτηνὰ ϑηρία, Conv. 207 a; ἡ πεζὴ ϑήρα, Jagd auf dem Lande, auf Landthiere, Soph. 222 b, wie τὰ πεζὰ ϑηρεύματα, Legg. VII, 823 b. – Uebtr., was sich nicht von der Erde erhebt, auf dem Erdboden bleibt, bes. πεζὸς λόγος, die sich nicht zum poetischen Ausdruck erhebende Rede, Prosa, oratio pedestris, auch wohl von der niederen, sich an den gewöhnlichen Ausdruck haltenden komischen Poesie, im Ggstz der lyrischen u. tragischen, die gewohnte Ausdrucksweise verlassenden, Luc. conscr. hist. 8; τὰ πεζὰ τοῖς ἐμμέτροις προςτιϑείς, Dem. enc. 22 u. a. Sp., bes. Gramm. – In der Musik = ψιλός, entweder vom bloßen Gesange ohne Instrumentalbegleitung, oder von der bloßen Instrumentalmusik ohne begleitenden Gesang, VLL.; so πεζὸς γόος, ohne Sang und Klang, Phot. lex.; μέλη πεζὰ καὶ φορμικτά, Soph. beim Schol. Eur. Alc. 448. – Dah. πεζαὶ ἑταῖραι, Theopomp. bei Ath. XII, 532; auch πεζαὶ μόσχοι, comic. in VLL., Huren der gemeinsten Art, welche ihr Gewerbe ohne alle Verhüllung, ohne Tonkunst, Tanz oder sonst eine schöne Kunst treiben, im Ggstz von ἑταῖραι μουσικαί oder μουσοποιοί. – Adverbial wird πεζῇ gebraucht, zu Fuß, man ergänzt gewöhnlich ὁδῷ; πεζῇ ἕπεσϑαι, zu Lande folgen, Her. 7, 110. 115; πεζῇ μάχεσϑαι, zu Fuße oder zu Lande kämpfen, Thuc. 4, 132 u. A.; πρὸς τὴν τῶν πεζῇ δρόμων ἄσκησιν, Plat. Legg. I, 625 e; gew. zu Lande, κατὰ ϑάλατταν καὶ πεζῇ, Polit. 289 e, πεζῇ μέν – ναυσὶ δέ, Menex. 239 e. – Auch in Prosa, pedestri oratione, Ggstz μετὰ μέτρων, Plat. Soph. 237 a. – In den VLL. wird auch ein compar. πεζότερος u. ein superl. πεζότατος angeführt.
-
33 σύμπαν
σύμπαν, allesammt, alle zusammen; Ἀχιλλῆος ποϑὴ ἵξεται υἷας Ἀχαιῶν σύμπαντας, Il. 1, 241, vgl. 2, 567; κακὰ πόλλ' ἔρεξεν, ὅσ' οὐ σύμπαντες οἱ ἄλλοι, 22, 380; in der Od. 7, 214. 14, 198, ὅσσα γε δὴ ξύμπαντα, wo ohne Versbedürfniß sich ξ für σ erhalten hat; Folgde, gew. im plur., πέντ' ἦσαν οἱ ξύμπαντες, Soph. O. R. 752, fünf zusammen, auch in Prosa öfter. – Bei collectivischen Begriffen auch im sing., χρόνῳ σύμπαντι, Pind. Ol. 6, 56; στρατός τε σύμπας, Soph. Phil. 387. 1210; Ai. 1034; ξύμπας Ἀχαιῶν λαός, Phil. 1227; αἰών, Eur. Hec. 757; σύμπας στρατός, Her. 7, 82; ἀριϑμός, Plat. Rep. VII, 425 a; ἡδονή, Phil. 53 b; πόλις, Rep. IV, 423 d; βίος, 442 b, u. öfter; ἡ σύμπασα ἀργία, Pol. 3, 81, 4; τὸ σύμπαν, das Ganze zusammengenommen, die Hauptsache, Her. 7, 143; bei den Folgdn auch das Weltall; – τὸ σύμπαν adverbial, im Ganzen, überhaupt genommen, Thuc. 4, 63 Xen. An. 1, 5, 9 u. A.; auch im plur., ξύμπαντα δικαιότεροι, Plat. Legg. III, 679 c. – [Auch im neutr. scheint α zuweilen lang gebraucht zu sein, s. Draco p. 29, 26.]
-
34 ναυτικός
ναυτικός, das Schiff oder den Schiffer betreffend; πάντα ναυτικὸν λεών, das Schiffsvolk, Aesch. Pers. 375; στρατός, 714 Ag. 620; ναυτικῶν τ' ἐρειπίων, Schiffstrümmer, 646, wie Eur. Hel. 1086; τὸ ναυτικὸν στράτευμα, I. A. 914; Soph. Phil. 58; ἐπὶ σκηναῖς ναυτικαῖς, Ai. 3; auch ναυτικὰ σκάφη, Schiffe, 1257; ναυτικὴ ἀναρχία, = ναυτῶν, Eur. Hec. 607; ἡ ναυτική, sc. τέχνη, Schifffahrtskunde, Her. 8, 1, wie ναυτικὴ ἐπιστήμη, Plat. Legg. I, 638 a; ναυτικὸς στρατός, im Ggstz det Landheeres, πεζός, Her. 7, 99. 203. 8, 131; ναυτικὴ δύναμις, Plat. Legg. IV, 706 b, wie Pol. 1, 21, 4; τὸ ναυτικόν, die Seemacht, Flotte, Her. 7, 160, wie ἡ ναυτική, 161; Thuc. 1, 36; auch τὰ ναυτικά, Seemacht, 4, 75; Isocr. 4, 90; αἱ διὰ τὰ ναυτικὰ πόλεων δυνάμεις, Plat. Legg. IV, 707 a; Pol. 1, 59, 9; οἱ ναυτικοί, Matrosen, = ναῦται, 4, 41, 3, wie Thuc. 1, 18 u. A.; πόλεμος, Seekrieg, Andoc. 4, 12; – χρήματα ναυτικά, Lys. 32, 7, u. τὸ ναυτικόν allein, Seezins, auf Schiffe ausgeliehene Kapitalien, Bodmerei, Dem. 27, 11 (s. oben ἀμφοτερόπλουν, ἑτερόπλουν); u. adv., ναυτικῶς δανείζειν, sein Geld auf Bodmerei ausleihen, D. L. 7, 13.
-
35 ιπποβαμων
1) сидящий на коне, конный(Ἀριμασπὸς στρατός Aesch.)
διφυής τ΄ ἄμικτος ἱ. στρατός Soph. — двуобразное дикое конное полчище, т.е. Κένταυροι2) используемый как конь, верховой(κάμηλος Aesch.)
3) перен. гордо гарцующий, т.е. высокопарный, напыщенный(ῥήματα Arph.)
-
36 στρατοφι
-
37 στρατώ
στρατάω% 2pres imperat mp 2nd sgστρατάω% 2pres subj act 1st sg (attic epic ionic)στρατάω% 2pres ind act 1st sg (attic epic ionic)στρατάω% 2pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)στρατάω% 2pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)στρατάω% 2imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)στρατόςarmy: masc gen sg (doric aeolic)στρατόωto be on a campaign: pres subj act 1st sgστρατόωto be on a campaign: pres ind act 1st sg——————στρατάω% 2pres opt act 3rd sgστρατόςarmy: masc dat sg -
38 ἔρχομαι
ἔρχομαι (ἔρχομαι, -εται, -οντ(αι); ἐρχόμενον, [-ομένοις]: impf. ἤρχετο: aor. ἦλθον, -ες, -ε(ν), ἦλθ, ἦλθον; ἔλθῃς, -ῃ; ἔλθ, ἐλθέ; ἐλθών, -όντος, -όντα, -όντες, -όντεσσιν, -όντας; ἐλθεῖν; ἤλυθον, -ε(ν), - ον: Dor. causal aor. ἔλευσεν.)1 go, come1 of people.a c.ἐγγύς, παρά, πρός, ὑπό, ἀπό, ἐκ, ἐς· ἐγγὺς ἐλθὼν πολιᾶς ἁλὸς O. 1.71
πὰρ εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον O. 1.111
δέξατ' ἐλθόντ Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν O. 3.27
Ζεῦ, ἱκέτας σέθεν ἔρχομαι O. 5.19
πρὸς Πιτάναν δεῖ σάμερον ἐλθεῖν sc. in the course of my song. O. 6.28ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.43
εὖτ' ἂν δὲ θρασυμάχανος ἐλθὼν Ἡρακλέης κτίσῃ O. 6.67
τιμῶντες δ' ἀρετὰς ἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται O. 6.73
ἔκτανεν Λικύμνιον ἐλθόντ' ἐκ θαλάμων Μιδέας O. 7.29
μαντεύσατο δ' ἐς θεὸν ἐλθών O. 7.31
ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις O. 9.83
ἐκ Λυκίας δὲ Γλαῦκον ἐλθόντα τρόμεον Δαναοί O. 13.60
μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ (codd.: ἴθι byz.) O. 14.21 [ ἀνδράσι ἐς πλόον ἐρχομένοις (v. l. ἀρχομένοις) P. 1.34]φαντὶ δὲ μεταβάσοντας ἐλθεῖν ἥροας ἀντιθέους Ποίαντος υἱὸν τοξόταν P. 1.52
τόδε φέρων μέλος ἔρχομαι P.2.4.ἐλθόντος γὰρ ξένουἀπ' Ἀρκαδίας P. 3.25
“ ξείνοις ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν' ἐπαγγέλλοντι” P. 4.30 “ Ταίναρον εἰς ἱερὰν Εὔφαμος ἐλθών” P. 4.44καὶ κασίγνητοί σφισιν ἀμφότεροι ἤλυθον P. 4.125
“ ἐλθόντας πρὸς Αἰήτα θαλάμους” P. 4.160Ζηνὸς υἱοὶ ἦλθον P. 4.172
σὺν Νότου δ' αὔραις ἐπ Ἀξείνου στόμα πεμπόμενοι ἤλυθον P. 4.204
ἐς Φᾶσιν δ' ἔπειτεν ἤλυθον P. 4.212
ἡρώων ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον P. 9.116
ἤλυθε νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων P. 10.47
ἅλικας δ' ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει N. 5.45
ἦλθέ τοι Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἐέθλων παῖς ἐναγώνιος N. 6.11
Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη N. 10.49
αὐτίκα γὰρ ἦλθε Λήδας παῖς διώκων N. 10.66
Ζεὺς δ' ἀντίος ἤλυθέ οἱ N. 10.79
Φυλακίδᾳ γὰρ ἦλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε κώμων I. 6.57
ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός I. 7.46
Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο I. 9.3
ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν Pae. 6.9
ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες [ἦ]λθον ἄγγελοι ὀπίσω Pae. 6.100
πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν Παρθ. 2. 3. καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν fr. 172. 5. οὐ φίλων ἐναντίον ἐλθεῖν fr. 229. fig.,ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.24
b c. dat.ἦλθε καὶ Γανυμήδης Ζηνὶ O. 1.44
Ζεὺς πατὴρ ἤλυθεν ἐς λέχος ἱμερτὸν Θυώνᾳ P. 3.99
φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν N. 4.22
ὅτε Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόροιο κάρυξ (expectes ἄρχετο, Snell) fr. 140a. 67.c c. acc. οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν P.3.16. “ τάνδε νᾶσον ἐλθόντες” P. 4.52κοί ἦλθον Πελία μέγαρον P. 4.134
ἦλθες ἤδη Λιβύας πεδίον ἐξ ἀγλαῶν ἀέθλων καὶ πατρωίαν πόλιν P. 5.52
ταῦτα, Νικάσιππ, ἀπόνειμον, ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς I. 2.48
καί τοί ποτ' Ἀνταίου δόμους Θηβᾶν ἄπο Καδμειᾶν μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ ἄκαμπτος, προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν (v. l. καίτοι πότ, i. e. ποτί) I. 4.53 c. acc. cogn.,ἀπ' Ἄργεος ἤλυθον δευτέραν ὁδὸν Ἐπίγονοι P. 8.41
d met. σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ walking in the path of justice P. 5.14 μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων i. e. go out of tune, be discordant N. 7.692 of things,a c. dat. pers.τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν O. 1.100
φάμεν Ἐμμενίδαις Θήρωνί τ' ἐλθεῖν κῦδος O. 3.39
ἦλθε δέ οἱμάντευμα P. 4.73
κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος Pae. 2.68
b c. prep.ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον P. 1.34
ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
λαμπραὶ δ' ἦλθον ἀκτῖνες P. 4.198
χειμέριος ὄμβρος, ἐπακτὸς ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος P. 6.10
μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ P. 8.32
ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ P. 8.96
κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδεςπολυπόνων ἀνδρῶν N. 1.32
ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα N. 7.30
3 ἔλευσα, Dor. causal aor., I made to come, brought τὸ μὲν ἔλευσεν (sc. Περσεύς) Δ. 4. 39. but v. λεύω.4 fragg.ἔρχεται δ' ἐνιαυτῷ Pae. 15.9
]εων ἐλθὲ φίλαν δὴ πολεα[ (Π̆{S}: φθον Π.) Δ. 3.. ]ηλυθο[ν P. Oxy. 1792 fr. 8. -
39 σύμπας
σύμπᾱς, σύμπᾱσα, σύμπᾰν, [dialect] Att. [full] ξύμπας ( ξύμπαντα in Od.7.214, 14.198, though the metre does not require it):—A all together, all at once, mostly (in Hom.always) in pl.;υἷας Ἀχαιῶν σύμπαντας Il.1.241
, etc.; σύμπασιν δ' ὑμῖν, opp. εἷς ἕκαστος, Sol.11.6;ξύμπαντά τ' εἰπών A.Fr. 350.3
;αἱ σ. ἡμέραι Antipho 6.44
;σ. τε θεῶν καὶ ἀνθρώπων Pl.Smp. 197e
;συμπάντων κεφάλαιον IG12.91.23
; in [dialect] Att. the Art. is usually added in the case of Numerals, πέντ' ἦσαν οἱ ξ. S.OT 752, cf. X.An.1.2.9, Pl.Prt. 317c; but also without Art.,ξ. ἐγένοντο τετρακισχίλιοι Th.1.107
.II in sg. with collective Nouns, the whole,ὁ σ. στρατός Hdt.7.82
; στρατὸς ς. S.Ph. 387; στρατῷ ξ. Id.Aj. 1055;τῷ σ. στρατῷ Id.Ph. 1257
; ξ. λαός ib. 1243; πόλις ξύμπασα the state as a whole, Th.2.60, 3.62;ὁ σ. δᾶμος IG12(1).847.15
([place name] Lindus);τὴν σ. Ἑλλάδα Sor.Vit. Hippocr.5
;σ. ὁ φόρος IG12.64.8
;σ. ἡ πόλις Pl.R. 423d
, al.; also with some other Nouns,Χρόνῳ σύμπαντι Pi.O.6.56
;αἰῶνα τὸν σύμπαντα E. Hec. 757
; ἡ ς. (sc. γῆ) S.Fr. 411, cf. Ar.Nu. 204; ξ. γνώμη the general scope (of a speech), Th.1.22;σ. ἡ ὁδός X.An.7.8.26
; σ. ἀρετή, σ. πονηρία, Pl.Lg. 630b, Grg. 477c;σ. ἀριθμός Id.R. 525a
;σ. κεφάλαιον IG12.313.148
; κεφάλαιον τόκου ξύμπαντος ib.324.101;τὸ σ. πλάτος Sor.1.68
, cf. 2.89; but, in Arithm., ὁ σύμπας the sum, Dioph.Polyg. 4 (c. gen., ibid.).--For the [dialect] Att. position of the Art., v. πᾶς B. -
40 στρατιά
στρατιά, ᾶς, ἡ① army (so Pind., Hdt.+; ins, pap, LXX, TestAbr A 2 p. 78, 28 [Stone p. 4]; JosAs 14:7 [τοῦ ὐψίστου]; ApcEsdr 6:16f p. 31, 23 Tdf. [ἀγγέλων]; ApcMos 38 [κύριος στρατιῶν]; Philo; Jos., Bell. 7, 31, Ant. 14, 271; Just.; loanw. in rabb.) of Pharaoh’s army 1 Cl 51:5 (cp. Ex 14:4, 9, 17).—στρατιὰ οὐράνιος the heavenly army of angels (s. 3 Km 22:19; 2 Esdr 19: 6.—Pla., Phdr. 246e στρατιὰ θεῶν τε καὶ δαιμόνων; Just., D. 131, 2 τοῦ διαβόλου) Lk 2:13 (for the constr. ad sensum πλῆθος στρατιᾶς … αἰνούντων cp. Appian, Bell. Civ. 5, 64 §272 ὁ στρατὸς αἰσθανόμενοι εἵλοντο). ἡ στρατιὰ τοῦ οὐρανοῦ the host of heaven of the heavenly bodies (cp. Ps.-Demetr. c. 91 after an ancient lyric poet ἄστρων στρατόν; Maximus Tyr. 13, 6e; 2 Ch 33:3, 5; Jer 8:2; PGM 35, 13) Ac 7:42.② occasionally (poets, pap) in the same sense as στρατεία 2 Cor 10:4 v.l., but s. στρατεία on this passage.—DELG s.v. στρατός. M-M. TW.
См. также в других словарях:
στρατός — army masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στράτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και … Dictionary of Greek
Στράτος — Sp Strãtas Ap Στράτος/Stratos L V Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
στρατός — ο το σύνολο των στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας: Ο ελληνικός στρατός απέκρουσε τις επιθέσεις του εχθρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Στρατός της Σωτηρίας — Οργάνωση που ιδρύθηκε το 1878 από τον πρώην μεθοδιστή Ουίλιαμ Μπουθ (1829 1912), με σκοπό να οδηγήσει την ανθρωπότητα στη χριστιανική αντίληψη της ζωής με την παροχή αποτελεσματικής βοήθειας στους παραστρατημένους και των δύο φύλων, και κυρίως… … Dictionary of Greek
Στράτος, Νικόλαος — Έλληνας πολιτικός (Αθήνα 1872 1922). Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής της επαρχίας Βάλτου στις εκλογές του 1902. Διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Δ. Ράλλη (1909), προσχώρησε στο κόμμα των … Dictionary of Greek
Σωτηρίας Στρατός — (Salvation Army). Χριστιανική φιλανθρωπική οργάνωση με στρατιωτική διάρθρωση, που ιδρύθηκε από το Γουλιέλμο Μπουθ το 1865. Αποσκοπούσε στην εφαρμογή των αρχών του χριστιανισμού και της ηθικής, την καταπολέμηση της ανηθικότητας και των κοινωνικών… … Dictionary of Greek
στρατοῖν — στρατός army masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοί — στρατός army masc nom/voc pl στρατόω to be on a campaign pres subj mp 2nd sg στρατόω to be on a campaign pres ind mp 2nd sg στρατόω to be on a campaign pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατούς — στρατός army masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)