-
1 στρατοφι
-
2 στρατόφι
στρατόςarmy: masc dat pl (epic) -
3 στρατός
στρατός, ὁ (στορέννυμι), Lager, Feldlager, Heerlager, gew. das Kriegsheer, Kriegsvolk; οὗτος ἀπὸ στρατοῠ ἔρχεται, Il. 10, 341; ἀγγελίην στρατοῠ ἔκλυεν ἐρχομένοιο, Od. 2, 30. 42, ὅσσοι ἄριστοι ἐνὶ στρατῷ, Il. 15, 296, u. sonst oft, wie Hes., στρατόφι, Il. 10, 347, στρατὸν ἐλαύνων, Pind. Ol. 11. 66; ἁρμόζειν, N. 8, 11. u. oft, wie Tragg.: στείλας στρατόν, Aesch. Pers. 173; στρατὸς γὰρ πᾶς ὄλωλε βαρβάρων, 251; Γιγάντων, Soph. Trach. 1048; die ganze Versammlung, El. 739, vgl. Tr. 797; ναυσιπόρος, Eur. Rhes. 48; in Prosa gew. das Heer; νηΐτης Thuc. 4, 85, ναυτικός 7, 71. – Auch ohne Beziehung auf den Krieg, S haar, Volksmenge, Tragg.: τὸ σὸν πόλισμα καὶ στρατὸν τεύξω μέγαν, Aesch. Eum. 638, vgl. 849, öfter.
-
4 στρατος
ὅ (эп. gen. στρατόφι)1) войско, армия Hom., Her.σ. νηΐτης Thuc. — десантное войско, морская пехота
2) вооруженные силыσ. ναυβάτης или ναυτικός Aesch. — морские силы, флот
3) флотχιλιόναυς σ. Eur. — флот в тысячу кораблей
4) толпа, народ, тж. население Soph.Αἰγέως σ. Aesch. — народ Эгея, т.е. население Аттики
-
5 στρατός
A army, host.ἀνὰ στρατόν Il.1.53
, 384, al.; κατὰ ς. ib. 318, al.;ἐπὶ δεξιόφιν παντὸς στρατοῦ 13.308
, cf. 326;κατὰ σ. εὐρὺν Ἀχαιῶν 1.229
, al.;ἐνὶ στρατῷ 14.371
; ; [dialect] Ep. gen.στρατόφι 10.347
; σ. ἀνδρῶν a military force, Hdt.1.53; without ἀ., SIG1 (Abu Simbel, vi B.C.); of a naval force,σ. ναυβάτας A.Ag. 987
(lyr.); (anap.);νηΐτης Th.4.85
;ναυτικός Id.7.71
, A.Ag. 634; σ. ἰππήων, πέσδων, νάων, Sapph. l.c.; in Prose it is to be supplied with ὁ πεζός, ὁ ναυτικός, Hdt.8.130, etc., cf. 7.124 andπεζὸς στρατός A.Pers. 728
(troch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατός
См. также в других словарях:
στρατόφι — στρατός army masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσειλώ — έω, και επικ. τ. προτιειλέω, Α 1. καταδιώκω, αναγκάζω κάποιον να τραπεί προς μια κατεύθυνση («αἰεὶ μὲν ἐπὶ νῆας ἀπὸ στρατόφι προτιειλεῑν» να τόν στρέψουμε από τον στρατό προς τα πλοία, Ομ. Ιλ.) 2. παθ. προσειλοῡμαι, έομαι περικλείομαι,… … Dictionary of Greek