-
1 παν-ηγυρικός
παν-ηγυρικός, ή, όν, zu einer Volksversammlung, einem Volksfeste gehörig; ὄχλοι, Isocr. 12, 263; festlich, ϑέα, Plut. Rom. 14; κόσμος, Camill. 8; a. Sp. – Bes. λόγος, eine bei einer allgemeinen Volksversammlung, z. B. bei den olympischen Spielen gehaltene Festrede, vorzugsweise eine Lobrede, Isocr. 5, 9, öfter, u. Folgde; – γυνὴ σοβαρὰ καί π., Plut. Luc. 6, dem großen Haufen gefallend oder zu gefallen suchend, vgl. λῆροι π., ed. lib. 9. – Auch adv., πανηγυρικώτερον διῆγε τὰ κατὰ τὴν ἀρχήν, Pol. 5, 34, 2, pomphafter, wie πανηγυρικῶς μᾶλλον ἢ στρατιωτικῶς, Ath. V, 215 f; πόλις πρὸς δίαιταν πανηγυρικῶς κατεσκευασμένη, Plut. Camill. 16, öfter.
-
2 στρατιωτικός
στρατιωτικός, zum Krieger od. Soldaten gehörig; ὅρκος στρ., der Soldateneid; zum Kriegsdienste tauglich, ἡλικία, Xen. Cyr. 6, 2, 18; für Krieger brauchbar, οἰκήσεις, Plat. Rep. III, 415 e; – τὸ στρατιωτικόν, sc. πλῆϑος, die Kriegerschaar, das Heer, Thuc. 8, 83; – τὰ στρατιωτικά, sc. ἔργα, πράγματα, das Soldaten- od. Kriegswesen, Xen. Cyr. 2, 1, 12 Mem. 3, 5, 21, Plat. Ion 540 e; – χρήματα, Geld für das Heer, im Ggstz der ϑεωρικά, oft bei Dem. – Thuc. 2, 83 sagt οἱ Κορίνϑιοι ἔπλεον μὲν οὐχ ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν, ἀλλὰ στρατιωτικώτερον παρεσκευασμένοι ἐς τὴν Ἀκαρνανίαν, mehr zum Landkriege; oft bei Sp., wie Pol., bei denen es auch zuweilen die Bdtg »nach roher Soldaten Weise« annimmt, ἐχρήσατο τῇ τύχῃ στρατιωτικῶς, Pol. 22, 21, 6.
-
3 χειρίζω
χειρίζω, in den Händen od. unter Händen haben, handhaben, behandeln; ἐχείριζον τὸ πλῆϑος στρατιωτικῶς Pol. 5, 63, 14; verwalten, regieren, τὰ ὅλα 10, 24, 5, u. öfter; τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν u. ä., 1, 20, 4. 2, 36, 1. – Vom Wundarzt, operiren, Sp.
См. также в других словарях:
στρατιωτικώς — στρατιωτικώς, ΝΜΑ, και στρατιωτικά Ν επίρρ. βλ. στρατιωτικός … Dictionary of Greek
στρατιωτικῶς — στρατιωτικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιωτικώς — στρατιωτικός of masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιωτικός — ή, ό / στρατιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός άτομο που υπηρετεί … Dictionary of Greek
Ρακτιβάν — Επώνυμο 2 Ελλήνων επιστημόνων και κοινωνικών παραγόντων. 1. Κωνσταντίνος (Μάντσεστερ, Μεγάλη Βρετανία 1865 – Αθήνα 1935). Έλληνας νομομαθής. Η οικογένειά του που καταγόταν από τη Βέροια και ζούσε στην Κωνσταντινούπολη· εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το … Dictionary of Greek
ԶԻՆՈՒՈՐԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0735 Chronological Sequence: 5c մ. στρατιωτικῶς militariter, ut miltem decet Իբրեւ զզինուոր. եւ Զինապէս, զինուք. *Մարտնչելի է բանականապէս, այլ ո՛չ զինուորաբար. Առ որս. ՟Ժ՟Ե … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԶԻՆՈՒՈՐՕՐԷՆ — ( ) NBH 1 0735 Chronological Sequence: 10c մ. στρατιωτικῶς Զինուորաբար. որպէս քաջ զօրական. *Երկիւղածաբար, եւ ոչ զինուորօրէն բարբառեցար. Պտմ. աղեքս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)