-
1 χειρίζω
χειρίζω, in den Händen od. unter Händen haben, handhaben, behandeln; ἐχείριζον τὸ πλῆϑος στρατιωτικῶς Pol. 5, 63, 14; verwalten, regieren, τὰ ὅλα 10, 24, 5, u. öfter; τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν u. ä., 1, 20, 4. 2, 36, 1. – Vom Wundarzt, operiren, Sp.
-
2 χειρίζω
χειρίζω, in den Händen od. unter Händen haben, handhaben, behandeln; verwalten, regieren. Vom Wundarzt: operieren -
3 προ-χειρίζω
προ-χειρίζω, in die Hand geben, kommt wohl nur im med. vor, προχειρίζομαι, zur Hand nehmen, vornehmen, zurecht machen; προχειριοῠμαι κἀξετάσω τὴν οὐσίαν, Ar. Eccl. 729; τὸν προκεχειρισμένον ἐν τῷ νῠν λόγον ὑφ' ἡμῶν, Plat. Legg. I, 643 a; δύναμιν προχειρίσασϑαι, dem vorangehenden παρεσκευάσϑαι entsprechend, Dem. 4, 19; προκεχειρισμένων καὶ ἑτοίμων ὄντων τῶν ἀγαϑῶν, 7, 33; σὺ δ' ἐσϑῆτα καϑαρὰν προχειρισάμενος καὶ σεαυτὸν κοσμιώτατα σχηματίσας ἥκεις, Luc. merc. cond. 14; auch προχειρισάμενος τὴν φρικωδεστάτην ἐπίῤῥησιν, Philops. 31, u. öfter; – vorher behandeln, abhandeln, προχειρισάμενος δὴ περὶ τοῠ πρώτου τῶν σωμάτων οὕτω σκοπῶμεν, Arist. de coel. 1, 5; Meteor. 3, 6; – ernennen, wählen wozu, τινὰ ἐπὶ τὴν κατηγορίαν, Dem. 25, 13; γραμματέα κοινὸν προχειρίζονται, Pol. 2, 43, 1, vgl. 1, 11, 3; oft auch pass., προχειρισϑέντες ὑπ' αὐτοῠ ἀντιστράτηγοι 3, 106, 2, τὰ προκεχειρισμένα τῷ Ποπλίῳ στρατόπεδα, ihm vorher bestimmt, 3, 40, 14; πρός τι u. ἐπί τι, 3, 44, 4. 100, 6 u. Sp., wie Alciphr. 3, 10; auch c. int., bestimmen, beschließen, Pol. 3, 40, öfter.
-
4 συγ-χειρίζω
συγ-χειρίζω, auch dep. med. mit behandeln, verwalten, τῷ βασιλεῖ τὰ κατὰ τὴν βασιλείαν, Pol. 6, 2, 14.
-
5 συν-δια-χειρίζω
συν-δια-χειρίζω, mit od. zugleich in Händen haben, verwalten, verrichten, Her. 9, 103; auch med., Sp.
-
6 κατ-ευ-χειρίζω
κατ-ευ-χειρίζω, VLL. Erkl. von κατευμαρίζω.
-
7 εἰς-χειρίζω
εἰς-χειρίζω, einhändigen, τινί τι, aor., Soph. O. R. 384.
-
8 μετα-χειρίζω
μετα-χειρίζω, handhaben, unter die Hände nehmen u. behandeln, betreiben; χρήματα, Her. 3, 142; πρῶτοι οἱ Κορίνϑιοι λέγονται ἐγγύτατα τοῦ νῦν τρόπου μεταχειρίσαι τὰ περὶ τὰς ναῦς, Thuc. 1, 13, wo der Schol. unnöthig ἐναλλάξαι erklärt, sie sollen zuerst die Schiffsangelegenheiten, Schiffsbau und Lenkung beinahe so gehandhabt haben, wie es jetzt üblich ist; τὰ δημόσια, 6, 16; οἱ Συρακούσιοι χαλεπῶς αὐτοὺς μετεχείρισαν, sie behandelten sie hart, 7, 87; einzeln bei Sp. – Gew. im med., in die Hand nehmen, anfassen; τινός, Plat. Parm. 130 d; καὶ ἅπτεσϑαι χρυσοῦ, Phaedr. 240 d; φονέα, ihm die Hand reichen, Antiph. 1, 20: handhaben, ὁ σὸς νοῦς τὸ σῶμα μεταχειρίζεται ὅπ ως βούλεται, Xen. Mem. 1, 4, 17; τόξον, Plut.; bes. eine Sache, ein Geschäft besorgen, behandeln, καλῶς γ' ἂν οὖν τι πρᾶγμα – μεταχειρίσαιο χρηστῶς, Ar. Equ. 344; τέχνην, ἀστρονομίαν u. ä., Plat. Prot. 316 d Rep. VII, 529 a u. öfter; πόσιν, Antiph. 1, 20; τὰς μεγίστας τιμὰς καὶ ἀρχὰς ἐν τῇ πόλει μετακεχείρισται, Plat. Tim. 20 a; auch pass., μεταχειρισϑῆναι τὸ λόγων γένος πέφυκε, Phaedr. 277 c; Sp., auch = verwalten, Pol. ὁ τὰ τῆς βασιλείας πράγματα μεταχειριζόμενος, 16, 21, 1; τὰ κοινά, Luc. Gymnas. 21. – Auch Menschen, ὅταν ἡ πόλις μεταχειρίζηται ὡς ἀδικοῦντα, wie einen Uebelthäter behandeln, Plat. Gorg. 519 b; τοὺς συγγενεῖς, Dem. Lpt. 109, von einer schlechten Behandlung; – auch ὅπως ὡς ἀλυπότατα μεταχειριοῦνται τὸ πάϑος, Lys. 24, 10, behandeln; u. so von Aerzten, Plat. Rep. III, 408 d u. Sp.
-
9 δια-χειρίζω
δια-χειρίζω, 1) unter den Händen haben, behandeln, verwalten; Plat. Gorg. 526 b; χρήματα, Andoc. 1, 147; πράγματα, 2, 17; τὴν οὐσίαν, Is. 4, 20; Dem. 27, 6; Aesch. 1, 102; ὑπέρ τινος, Lys. 9, 12; auch im med., Hippocr.; πάϑη, leiten, Plut. Pericl. 15. – 2) im med., Hand an Einen legen, ihn ermorden, Pol. 8, 23, 8 u. öfter Sp.
-
10 ἀπο-χειρίζω
ἀπο-χειρίζω, die Hand abnehmen, Suid. im pass.
-
11 ἀντ-εγ-χειρίζω
ἀντ-εγ-χειρίζω, dagegen einhändigen, D. Oass.
-
12 ἀκρο-χειρίζω
ἀκρο-χειρίζω, 1) mit den Fingerspitzen anfassen, Aristaen. 1, 4. – 2) Med., mit den Händen ringen ( Tim. παγκρατιάζειν ἄνευ συμπλοκῆς), Plat. neben προςπαλαίειν, Alc. I, 107 e; Arist. Eth. 3, 1; Luc. Salt. 10; Athen. IV, 154 b verb. σκιαμαχοῦσι καὶ πρὸς ἀλλήλους ἀκρ. Davon
-
13 ἐγ-χειρίζω
ἐγ-χειρίζω, einhändigen, anvertrauen; τὰς ἀρχάς τινι Her. 5, 72; ἀργύριόν τινι Dem. 30, 20; τοῖς ἱερεῦσι τὰ ϑύματα Plat. Legg. X, 909 e; αὑτούς τινι, überliefern, Xen. An. 3, 2, 8; ἐμαυτὸν τῇ ἀτυχίᾳ Antiph. II δ 1; pass., Μεσσήνης αὐτοῖς ἐγχειριζομένης Pol. 1, 10, 8, öfter; τὴν νομὴν τῶν κρεῶν ἐγχειρισϑείς, da ihm die Theilung übertragen, Luc. Prom. 3; Hdn. 3, 4, 12 ἣν ἐγκεχείριστο φρουράν; 2, 5, 4 u. a. Sp. – Med., ἐγχειρίσασϑαι κινδύνους Thuc. 5, 108, Gefahren über sich nehmen; c. inf., D. Cass.
-
14 χειριστέον
χειριστέον, adj., verb. von χειρίζω, zu handhaben, zu behandeln, D. Sic.
-
15 ἀκροχειρίζω
ἀκρο-χειρίζω, (1) mit den Fingerspitzen anfassen. (2) med. mit den Händen ringen -
16 ἀντεγχειρίζω
-
17 ἀποχειρίζω
-
18 διαχειρίζω
δια-χειρίζω, (1) unter den Händen haben, behandeln, verwalten; πάϑη, leiten. (2) Hand an einen legen, ihn ermorden -
19 ἐγχειρίζω
ἐγ-χειρίζω, einhändigen, anvertrauen; αὑτούς τινι, überliefern; τὴν νομὴν τῶν κρεῶν ἐγχειρισϑείς, da ihm die Teilung übertragen; ἐγχειρίσασϑαι κινδύνους, Gefahren über sich nehmen -
20 εἰςχειρίζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χειρίζω — ΜΑ βλ. χειρίζομαι … Dictionary of Greek
χειρίζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. χειρίζω ΜΑ [χείρ, χειρός] (στη νεοελλ. μόνον το μέσ.) διαχειρίζομαι, διοικώ (α. «χειρίζεται τα οικονομικά θέματα τής εταιρείας» β. «χειρίζω ἀνάγνως τὰ ἅγια», Ισίδ. Πηλ. γ. «ἐδόκουν ἐνδεχομένως χειρίζειν τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν»,… … Dictionary of Greek
ἀποκεχειρισμένον — ἀπό χειρίζω handle perf part mp masc acc sg ἀπό χειρίζω handle perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκχειρίζουσιν — ἐκ χειρίζω handle pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκ χειρίζω handle pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεχείριζον — ἐπί χειρίζω handle imperf ind act 3rd pl ἐπί χειρίζω handle imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Leo I. (Byzanz) — Solidus Leos I. Leo I. (griechisch Λέων Α′, mit vollständigem Namen Flavius Valerius Leo; * um 401; † 18. Januar 474) war vom 7. Februar 457 bis 474 Kaiser des Oströmischen Reiches … Deutsch Wikipedia
επιχειρίζομαι — (Α ἐπιχειρίζω Μ ἐπιχειρίζομαι) [χειρίζω] μσν. νεοελλ. 1. επιχειρώ 2. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι 3. συναναστρέφομαι | μσν. επεμβαίνω αρχ. 1. προσβάλλω, επιτίθεμαι 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐπικεχειρισμένος, η, ον αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί… … Dictionary of Greek
καταχειρίζω — και καταχερίζω (AM καταχειρίζω, Μ και καταχερίζω) νεοελλ. χτυπώ, δέρνω κάποιον μσν. επιχειρώ, αρχίζω αρχ. μέσ. καταχειρίζομαι α) εξαφανίζω, φθείρω β) μεταχειρίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χειρίζω «μεταχειρίζομαι»] … Dictionary of Greek
μεταχειρίζομαι — (ΑΜ μεταχειρίζομαι, Α σπαν. και ενεργ μεταχειρίζω, Μ και μεταχειρίζω και μεταχερίζομαι και ματαχερίζομαι) 1. χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, χειρίζομαι («μεταχειρίστηκα το φτυάρι για να σκαλίσω τη γη») 2. (συν. με επίρρ.) φέρομαι σε κάποιον με τον έναν… … Dictionary of Greek
παραχειρίζω — ναυτ. τραβώ σχοινί «παρὰ χεῑρα», δηλ. χωρίς να μετακινούμαι και πιάνοντας το με κανονική εναλλαγή τών χεριών, τραβώ χέρι (παρά) χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χειρίζω «μεταχειρίζομαι»] … Dictionary of Greek
συγχειρίζω — Α 1. διαχειρίζομαι από κοινού με άλλον 2. παθ. συγχειρίζομαι (σχετικά με νόσο) θεραπεύομαι με τον ίδιο τρόπο ή με την ίδια μέθοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χειρίζω «διαχειρίζομαι, εγχειρίζω»] … Dictionary of Greek