Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

χειρίζω

См. также в других словарях:

  • χειρίζω — ΜΑ βλ. χειρίζομαι …   Dictionary of Greek

  • χειρίζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. χειρίζω ΜΑ [χείρ, χειρός] (στη νεοελλ. μόνον το μέσ.) διαχειρίζομαι, διοικώ (α. «χειρίζεται τα οικονομικά θέματα τής εταιρείας» β. «χειρίζω ἀνάγνως τὰ ἅγια», Ισίδ. Πηλ. γ. «ἐδόκουν ἐνδεχομένως χειρίζειν τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν»,… …   Dictionary of Greek

  • ἀποκεχειρισμένον — ἀπό χειρίζω handle perf part mp masc acc sg ἀπό χειρίζω handle perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκχειρίζουσιν — ἐκ χειρίζω handle pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκ χειρίζω handle pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεχείριζον — ἐπί χειρίζω handle imperf ind act 3rd pl ἐπί χειρίζω handle imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Leo I. (Byzanz) — Solidus Leos I. Leo I. (griechisch Λέων Α′, mit vollständigem Namen Flavius Valerius Leo; * um 401; † 18. Januar 474) war vom 7. Februar 457 bis 474 Kaiser des Oströmischen Reiches …   Deutsch Wikipedia

  • επιχειρίζομαι — (Α ἐπιχειρίζω Μ ἐπιχειρίζομαι) [χειρίζω] μσν. νεοελλ. 1. επιχειρώ 2. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι 3. συναναστρέφομαι | μσν. επεμβαίνω αρχ. 1. προσβάλλω, επιτίθεμαι 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐπικεχειρισμένος, η, ον αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί… …   Dictionary of Greek

  • καταχειρίζω — και καταχερίζω (AM καταχειρίζω, Μ και καταχερίζω) νεοελλ. χτυπώ, δέρνω κάποιον μσν. επιχειρώ, αρχίζω αρχ. μέσ. καταχειρίζομαι α) εξαφανίζω, φθείρω β) μεταχειρίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χειρίζω «μεταχειρίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • μεταχειρίζομαι — (ΑΜ μεταχειρίζομαι, Α σπαν. και ενεργ μεταχειρίζω, Μ και μεταχειρίζω και μεταχερίζομαι και ματαχερίζομαι) 1. χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, χειρίζομαι («μεταχειρίστηκα το φτυάρι για να σκαλίσω τη γη») 2. (συν. με επίρρ.) φέρομαι σε κάποιον με τον έναν… …   Dictionary of Greek

  • παραχειρίζω — ναυτ. τραβώ σχοινί «παρὰ χεῑρα», δηλ. χωρίς να μετακινούμαι και πιάνοντας το με κανονική εναλλαγή τών χεριών, τραβώ χέρι (παρά) χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χειρίζω «μεταχειρίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συγχειρίζω — Α 1. διαχειρίζομαι από κοινού με άλλον 2. παθ. συγχειρίζομαι (σχετικά με νόσο) θεραπεύομαι με τον ίδιο τρόπο ή με την ίδια μέθοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χειρίζω «διαχειρίζομαι, εγχειρίζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»