-
1 στρατιωτικώς
-
2 στρατιωτικῶς
-
3 στρατιωτικώς
στρατιωτικόςof: masc acc pl (doric) -
4 πανηγυρικός
A of or for a public festival or assembly,οἱ ὄχλοι οἱ π. Isoc.12.263
; πολυτέλεια, κόσμος, Plu. 2.608f.II generally, solemn, festive, λόγος festival oration, such as those pronounced at the Olympic games, panegyric, Isoc.5.9,84, al.; Ἰσοκράτης ἐν τῷ π. in his Panegyric, Arist.Rh. 1408b15; π. εἶδος [τῆς ῥητορικῆς] Phld.Rh.2.251 S.;τὰ π. Plu.2.79b
: [comp] Comp. - ώτερος, of Isocrates himself, D.H.Vett.Cens.5.2; - ώτεραι διηγήσεις Aps.p.257 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανηγυρικός
См. также в других словарях:
στρατιωτικώς — στρατιωτικώς, ΝΜΑ, και στρατιωτικά Ν επίρρ. βλ. στρατιωτικός … Dictionary of Greek
στρατιωτικῶς — στρατιωτικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιωτικώς — στρατιωτικός of masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιωτικός — ή, ό / στρατιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός άτομο που υπηρετεί … Dictionary of Greek
Ρακτιβάν — Επώνυμο 2 Ελλήνων επιστημόνων και κοινωνικών παραγόντων. 1. Κωνσταντίνος (Μάντσεστερ, Μεγάλη Βρετανία 1865 – Αθήνα 1935). Έλληνας νομομαθής. Η οικογένειά του που καταγόταν από τη Βέροια και ζούσε στην Κωνσταντινούπολη· εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το … Dictionary of Greek
ԶԻՆՈՒՈՐԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0735 Chronological Sequence: 5c մ. στρατιωτικῶς militariter, ut miltem decet Իբրեւ զզինուոր. եւ Զինապէս, զինուք. *Մարտնչելի է բանականապէս, այլ ո՛չ զինուորաբար. Առ որս. ՟Ժ՟Ե … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԶԻՆՈՒՈՐՕՐԷՆ — ( ) NBH 1 0735 Chronological Sequence: 10c մ. στρατιωτικῶς Զինուորաբար. որպէս քաջ զօրական. *Երկիւղածաբար, եւ ոչ զինուորօրէն բարբառեցար. Պտմ. աղեքս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)