Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

στρατιωτικῶς

См. также в других словарях:

  • στρατιωτικώς — στρατιωτικώς, ΝΜΑ, και στρατιωτικά Ν επίρρ. βλ. στρατιωτικός …   Dictionary of Greek

  • στρατιωτικῶς — στρατιωτικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιωτικώς — στρατιωτικός of masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιωτικός — ή, ό / στρατιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός άτομο που υπηρετεί …   Dictionary of Greek

  • Ρακτιβάν — Επώνυμο 2 Ελλήνων επιστημόνων και κοινωνικών παραγόντων. 1. Κωνσταντίνος (Μάντσεστερ, Μεγάλη Βρετανία 1865 – Αθήνα 1935). Έλληνας νομομαθής. Η οικογένειά του που καταγόταν από τη Βέροια και ζούσε στην Κωνσταντινούπολη· εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το …   Dictionary of Greek

  • ԶԻՆՈՒՈՐԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0735 Chronological Sequence: 5c մ. στρατιωτικῶς militariter, ut miltem decet Իբրեւ զզինուոր. եւ Զինապէս, զինուք. *Մարտնչելի է բանականապէս, այլ ո՛չ զինուորաբար. Առ որս. ՟Ժ՟Ե …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԶԻՆՈՒՈՐՕՐԷՆ — ( ) NBH 1 0735 Chronological Sequence: 10c մ. στρατιωτικῶς Զինուորաբար. որպէս քաջ զօրական. *Երկիւղածաբար, եւ ոչ զինուորօրէն բարբառեցար. Պտմ. աղեքս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»