Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στραγγαλίς

См. также в других словарях:

  • στραγγαλίς — ίδος, ἡ, ΜΑ πολύπλοκος κόμπος αρχ. 1. σοφιστική, παγιδευτική ερώτηση 2. σκλήρωμα σε κάποιο σημείο τού σώματος 3. είδος κοσμήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγάλη* + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • στραγγαλίδας — στραγγαλίς intricate knot fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγαλίδες — στραγγαλίς intricate knot fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγαλίδων — στραγγαλίς intricate knot fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՄԵՀԵՒԱՆԴ — (ի, աց կամ ից.) NBH 2 0246 Chronological Sequence: Early classical, 13c գ. χλιδών, στραγγαλίς, ψέλλιον կամ ἑμπλόκιον torques, monile եւն. Բահուանդ. զարդ կանացի, որպէս քայռ, մանեակ, քօղէք, լանջագեղ կամար. ապարանջանք բազկաց եւ սրունից. *Ոսկի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»