Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στρέφω+την

  • 21 внимание

    внимани||е
    с
    1. ἡ προσοχή:
    достойный \вниманиея ἀξιοπρόσεκτος, ἀξιοσημείωτος· обращать \внимание δίνω προσοχή, στρέφω τήν προσοχή μου· ре обращайте \вниманиея (на э́то) μή δίνετε σημασία· привлекать чье-л. \вниманиее τραβάω (или ἐπισύρω) τήν προσοχή· принимать во \внимание παίρνω ὑπ' ὀψη· оставлять без \вниманиея что-л. δέν δίνω προσοχή, δέν δίνω σημασία· \внимание1 προσοχή!·
    2. (предупредительность) ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα, ἡ περιποίηση:
    оказывать кому́-л. \вниманиее φροντίζω (или μεριμνώ) γιά κάποιον окружать кого-л. \вниманиеем
    περιβάλλω κάποιον μέ φροντίδα, περιποιούμαι.

    Русско-новогреческий словарь > внимание

  • 22 разворачиваться

    στρέφω, γυρίζω
    - на земле ав. - κατά την τροχοδρόμηση
    - по ветру ав. - κατά την κατεύθυνση του ανέμου
    мор. πριμάρω
    - против ветра ав. ενάντια στην κατεύθυνση του ανέμου
    мор. ορτσάρω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разворачиваться

  • 23 обратить

    -ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•

    -йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•

    обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•

    обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•

    обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.

    || αλλάζω, μεταφέρω•

    -разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    || τραβώ, προσελκύω•

    обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.

    2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•

    обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•

    обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.

    3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•

    обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•

    обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).

    || τρέπω•

    обратить в бегство τρέπω σε φυγή•

    обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.

    4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•

    обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.

    εκφρ.
    в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.
    1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•

    обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•

    обратить вспять πισωγυρίζω.

    || κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•

    глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.

    || καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•

    обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.

    2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•

    он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.

    || περιφέρομαι.
    3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•

    обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•

    он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.

    4. οξύνω, εντείνω•

    обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•

    обратить в зр-ние εντείνω την όραση.

    || τρέπομαι•

    обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обратить

  • 24 свернуть

    -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. περιτυλίγω•

    свернуть ковр περιτυλίγω το χαλί, συστέλλω, μαζεύω.

    2. στρίβω, συστρέφω•

    свернуть папиросу στρίβω τσιγάρο.

    3. συμπτύσσω, περιστέλλω, συμμαζεύω• μειώνω, ελαττώνω την έκταση ή το μέγεθος•

    свернуть фронт συμπτύσσω την έκταση του μετώπου.

    || καταργώ προσωρινά.
    4. (στρατ.) κλιμακώνω κατά βάθος.
    5. στρίβω, στρέφω, κόβω•

    свернуть налево κόβω αριστερά.

    6. μτφ. αλλάζω•

    свернуть разговор γυρίζω αλλού την κουβέντα.

    7. στρέφω•

    свернуть голову направо στρέφω το κεφάλι δεξιά.

    || εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλίζω•

    свернуть ногу στραμπουλίζω το πόδι.

    8. μετακινώ, σπρώχνω χτυπώντας. || στραβώνω χτυπώντας•

    свернуть ему -ли челюсть в драке του στράβωσαν το σιαγόνι στον καυγά.

    9. (απλ.) με πιάνει καλλάζουσα ασθένεια. || ξεστρίβω, βγάζω. || χαλνώ, φθείρω, καταστρέφω•

    свернуть резьбу гайки χαλνώ την ελικοειδή εγκοπή του περικοχλίου•

    свернуть ключ χαλνώ το κλειδί από το συχνό στρίψιμο.

    εκφρ.
    свернуть голову ή шею – (για πτηνά, ζώα)• θανατώνω με στρίψιμο του κεφαλιού ή του λαιμού.
    1. περιτυλίγομαι. || κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι•

    собака -лась калачиком το σκυλί κουλουριάστηκε.

    2. συμπυκνώνομαι, πήζω• κόβω•

    кровь -лась το αίμα έπηξε•

    молоко -лось το γάλα έκοψε.

    3. μτφ. συμπτύσσομαι, συμμαζεύομαι• σμικρύνομαι.
    4. (στρατ.) κλιμακώνομαι κατά βάθος.
    5. καταργούμαι προσωρινά.
    6. περιστρέφομαι, γυρίζω-αλλάζω (για ομιλία κ.τ.τ.).
    7. στραβώνω από το χτύπημα.
    8. (απλ.) πέφτω χάμω, σωριάζομαι•

    пьяный -лся ο μεθυσμένος σωριάστηκε καταγής.

    9. πεθαίνω (από αρρώστεια).
    10. φθείρομαι (από το συχνό στρίψιμο και ξεστρίψιμο).

    Большой русско-греческий словарь > свернуть

  • 25 обернуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрнутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. (περι)τυλίγω•

    обернуть шарф вокруг шя περιτυλίγω το κασχόλ γύρω στο λαιμό.

    2. περικαλύπτω, ντύνω.
    3. (κυρλξ. κ. μτφ.)• γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    обернуть лицо στρέφω το πρόσωπο•

    обернуть дело в свою пользу γυρίζω την υπόθεση με το μέρος μου (προς όφελος μου).

    4. μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταμορφώνω.
    5. παλ. θέτω, βάζω σε κυκλοφορία
    деньги βάζω σε κυκλοφορία χρήματα.
    6. βλ. обернуться (2 σημ.).
    ανατρέπω, αναποδογυρίζω•

    обернуть лодку αναποδογυρίζω τη βάρκα.

    || εκτελώ, κάνω όλες τις απαραίτητες δουλειές.
    εκφρ.
    - вокруг (кругом) пальца – παίζω στα δάχτυλα, (τον, την κλπ.) έχω του χεριού μου, υποχείριο, κάνω όπως θέλω.
    1. γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    он -лся в сторону, назад αυτός γύρισε πλάγια, πίσω.

    || περιστρέφομαι, κάνω στροφές. || μτφ. παίρνω τροπή, κατεύθυνση•

    дела -лись хорошо τα πράγματα πήραν καλή τροπή.

    2. πηγαίνω με επιστροφή, επιστρέφω, γυρίζω.
    3. τα καταφέρω, τα βολεύω, τα βγάζω πέρα.
    4. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, μεταμορφώνομαι.
    5. ξοδεύομαι, πηγαίνω, αντιστοιχώ κυκλοφορώ (για χρήματα).
    6. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι, (περι) καλύπτομαι, σκεπάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обернуть

  • 26 вертеть

    верчу, вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. верченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.δ.
    1. μ. στρέφω, περιστρέφω, γυρίζω•

    вертеть колесо γυρίζω τον τροχό.

    || στρίβω, στρέφω κλωστή κ.τ.τ.
    τρυπανίζω.
    2. μτφ. παίζω στα δάχτυλα, κάνω όπως θέλω κάποιον•

    она -ла мужем как хотела αυτή τον έκανε τον άντρα της όπως ήθελε, τον έπαιζε στα δάχτυλα.

    εκφρ.
    вертеть хвостом – κάνω πονηριές, πονηρεύομαι, μηχανεύομαι•
    как ни -и – να μη έρθουν έτσι τα πράγματα, να μη συμβεί, να μη γίνει.
    1. περιστρέφομαι, γυρίζω.
    2. στριφογυρίζω, περιφέρομαι•

    он –лся около моего дома αυτός στριφογύριζε κοντά στο σπίτι, μου.

    || μτφ. έχω σχέση, σχετίζομαι•

    разговор -лся вокруг η κουβέντα περιστρέφονταν γύρω απο...

    3. (απλ.) αποφεύγω, υπεκφεύγω•

    не -ись, говори правду μη προσπαθείς να ξεφύγεις, λέγε την αλήθεια.

    εκφρ.
    -ится в голове ή на языке – στριφογυρίζει στο μυαλό μου, στο νου μου και δεν μπορώ να το συλλάβω (να το θυμηθώ)•
    вертеть под ногами ή на глазах ή перед глазами – κολλώ σε κάποιον (ενοχλώ με την παρουσία μου)•
    как ни -ись – ό,τι και να κάνεις.

    Большой русско-греческий словарь > вертеть

  • 27 ἀποστρέφω

    ἀποστρέφω fut. ἀποστρέψω; 1 aor. ἀπέστρεψα. Pass.: fut. ἀποστραφήσομαι LXX; 2 aor. ἀπεστράφην; pf. ἀπέστραμμαι (Hom.+).
    gener. to turn someth. away from someth., turn away, freq. τὶ ἀπό τινος (BGU 955, 1; Ex 23:25; Job 33:17; Pr 4:27; Sir 4:5 al.) lit. of bodily gestures ἀπὸ τ. ἀληθείας τ. ἀκοὴν ἀ. turn away one’s ear fr. the truth=be unwilling to listen to the truth 2 Ti 4:4. ἀ. τὸ πρόσωπον (oft. LXX) turn away one’s face 1 Cl 18:9 (Ps 50:11). ἀπέστραπται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ his face is turned away 16:3 (Is 53:3). ἀπεστραμμένοι ἦσαν they (i.e. their faces) were turned away Hv 3, 10, 1.
    to cause change in belief or behavior, fig. ext. of 1.
    positive turn, turn away, ἀ. ψυχὴν εἰς τὸ σωθῆναι turn a soul to salvation 2 Cl 15:1 (cp. PsSol 18:4). τ. ὀργὴν ἀπό τινος (cp. 1 Macc 3:8) turn away wrath fr. someone Hv 4, 2, 6. ἀποστρέψει ἀσεβείας ἀπὸ Ἰακώβ will remove ungodliness fr. Jacob Ro 11:26 (Is 59:20). Prob. also Ac 3:26 (w. numerous translators; cp. Job 33:17), but some interpret intr. (cp. Ezk 3:18, 19, 20; Sir 8:5; 17:26: B-D-F §308; Rob. 800).
    neg. mislead ἀ. τὸν λαόν mislead the people, cause them to revolt Lk 23:14 (cp. 2 Ch 18:31; Jer 48:10); Ac 20:30 D (foll. by ὀπίσω ἑαυτῶν). τ. γυναῖκας κ. τὰ τέκνα mislead, alienate Lk 23:2 v.l. (Marcion).
    turn away from by rejecting, reject, repudiate mid. (also 2d aor. pass. in act. sense) ἀ. τινά or τὶ (so w. acc. since Aristoph., Pax 683; X., Cyr. 5, 5, 36; PSI 392, 11 [III B.C.] ὁ δεῖνα οὐκ ἀπεστραμμένος αὐτόν; PGM 13, 620 Σάραπι, … μὴ ἀποστραφῇς με; Hos 8:3; Jer 15:6; 3 Macc 3:23; 4 Macc 1:33; 5:9; τὴν δέησιν ἡμῶν PsSol 5:5; EpArist 236; Philo, Det. Pot. Ins. 93 al.; Jos., Ant. 4, 135; 6, 340; 20, 166) ἀ. με πάντες everybody has turned away fr. me 2 Ti 1:15. ἀ. τὸν ἐνδεόμενον turn away fr. the needy D 4:8; 5:2; B 20:2. ἀ. τὸν θέλοντα ἀπὸ σοῦ δανείσασθαι turn away fr. him who wants to borrow fr. you Mt 5:42. ἀ. τὸν ἀπʼ οὐρανῶν reject the one fr. heaven Hb 12:25. τὴν ἀλήθειαν Tit 1:14 (Appian, Bell. Civ. 5, 25 §99 τὴν πολιτείαν=reject the form of government; Jos., Ant. 2, 48 τὴν ἀξίωσιν; 4, 135). ὅτι οὐκ ἀπεστράφη ἐπʼ αὐτούς because (God) did not turn away (in wrath) against them GJs 8:1; but the unusual phrase has undergone other interpretation, s. 5. For Ac 3:26 s. 2a.
    to return someth. to its customary place, return, put back τὶ Mt 27:3 v.l.; ἀ. τ. μάχαιραν εἰς τ. τόπον αὐτῆς Mt 26:52 (cp. Jer 35:3).
    turn back w. 2 aor. pass. in act. sense (Heraclides Pont., Fgm. 49 Wehrli: the statue of Hera ἀπεστράφη=turned around; Noah’s raven οὐκ ἀπεστράφη πρὸς αὐτὸν εἰς τὴν κιβωτόν, cp. ApcMos 42) fig. ἀπεστράφησαν ἐν τ. καρδίαις εἰς Αἴγυπτον Ac 7:39 D. Various forms of GJs 8:1 (s. 3 end; the text of Tdf. and the vv.ll. in de Strycker) point to the rendering because (Mary) did not turn back to go with them.—DELG s.v. στρέφω. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀποστρέφω

  • 28 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

  • 29 сбить

    собью, собьшь, προστκ. сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о.
    1. καταρρίπτω χτυπώντας•

    сбить яблоки с ветки ρίχνω κάτω τα μήλα από το κλαδί•

    сбить человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βαδίζοντα)•

    сбить самолт καταρρίπτω αεροπλάνο.

    || αποσπώ• σπάζω•

    сбить замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας.

    || απωθώ, εκδιώκω, βγάζω•

    сбить полк с позиции βγάζω το σύνταγμα από τις θέσεις (που κατέχει),

    2. φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα•

    сбить каблук χαλνώ το τακούνι•

    сбить подковы φθείρω τα πέταλα.

    || γρατσουνιζω, εκδέρω.
    3. κινώ, κουνώ, μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. || χαλνώ, ανατρέπω•

    сбить прицель χαλνώ τη σκόπευση•

    сбить планы χαλνώ τα σχέδια.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέπω• παρεκκλίνω•

    сбить с дороги εκτρέπω της οδού.

    5. (για σκέψη, συνομιλία)• στρέφω, γυρίζω αλλού.
    6. μπερδεύω, συγχύζω• περιπλέκω•

    сбить на допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση•

    на экзамене μπερδεύω στην εξέταση.

    7. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• χαμηλώνω, κατεβάζω•

    сбить температуру жаропонижающими средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντ ιπυρετικά φάρμακα.

    || χτυπώ., προκαλώ πτώση•

    сбить цену χτυπώ την τιμή.

    8. συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κάνω, σκαρώνω•

    сбить полы φτιάχνω πατώματα•

    сбить ящик из досок φτιάχνω κιβώτιο από σανίδια.

    9. μαζεύω, συγκεντρώνω•

    сбить всех в кучу συγκεντρώνω όλους σωρό.

    || δημιουργώ• οργανώνω, ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονομώ.
    10. χτυπώ, δέρνω•

    сбить желтки χτυπώ τους κρόκους.

    || (για μαλλιά)• ανακατώνω.
    11. εξάγω, βγάζω•

    сбить масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα).

    || ετοιμάζω, φτιάχνω•

    сбить шерсть ξένω το μαλλί•

    сбить печь φτιάχνω φούρνο.

    εκφρ.
    сбить спесь (гонор, форсκ.τ.τ.) с кого κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)•
    сбить с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.
    1. μετακινούμαι, ξεφεύγω (από τη θέση)•

    бинт -лся ο επίδεσμος ξέφυγε•

    галстук -лся η γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)•

    шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια•

    пристрелка орудия -лась η σκόπευση του πυροβόλου ξέφυγε.

    || αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (χάθηκε).

    2. χτυπιέμαι, βλάπτομαι• αχρηστεύομαι. || φθείρομαι• στραβοπατιέμαι.
    3. ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω από το δρόμο, παραστρατώ• περιπλανιέμαι•

    сбить с дороги ξεστρατίζομαι,.

    ξεφεύγω, παρεκκλίνω (από το θέμα κ.τ.τ.).
    4. περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι• μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι.
    5. μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω•

    он -лся на экзаменах αυτός τά χασέ στις εξετάσεις.

    6. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. || ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι• οργανώνομαι. || (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι• αποταμιεύομαι.
    7. (για ρευστά) πηχτώνω από το χτύπημα. || (για μαλλιά) ανακατεύομαι.
    εκφρ.
    сбить с ног – μου κόβονται τα πόδια (από την κούραση)•
    сбить с ноги – χάνω το βήμα (κατά το βηματισμό)•
    сбить с пути – ξεφεύγω από τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > сбить

  • 30 тянуть

    тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.δ.
    1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•

    тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•

    тянуть за руку τραβώ από το χέρι.

    2. τεντώνω• απλώνω•

    тянуть руку απλώνω το χέρι•

    тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.

    || κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•

    тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•

    тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.

    || κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).
    3. μ. έλκω•

    пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•

    трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.

    || κατευθύνομαι, πηγαίνω.
    4. κάνω βαριά δουλειά•

    одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.

    || διατρέφω•

    вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.

    || βοηθώ•

    тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.

    5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.
    6. μ. παίρνω•

    тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•

    тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.

    || μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•

    тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•

    тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.

    7. προσελκύω•

    меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•

    его -ет природа τον τραβάει η φύση.

    8. τείνω, έχω τάση•

    -ет ко сну νυστάζω•

    тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.

    9. βγάζω•

    тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•

    тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•

    тянуть жребий τραβώ κλήρο.

    10. αναρροφώ•

    насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.

    || πίνω• ρουφώ•

    тянуть вино τραβώ κρασί.

    || καπνίζω, φουμάρω•

    тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.

    11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•

    тянуть деньги τραβώ χρήματα.

    12. κλέβω. || πετώ•

    журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.

    || (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).
    13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.
    14. φυσώ, πνέω•

    с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.

    || φέρω, παρασύρω•

    ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.

    || απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•

    -ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•

    -ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•

    -ет жаром έρχεται ζέστη.

    15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•

    тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.

    || συνεχίζω, εξακολουθώ•

    тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.

    16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).
    17. είμαι βαρύς•

    ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.

    || βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•

    груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•

    18. σφίγγω, πιέζω•

    тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•

    рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.

    εκφρ.
    тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•
    тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•
    тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•
    тянуть за душуκ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•
    тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•
    кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).
    1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•

    резина -ется το λάστιχο τεντώνει•

    кожа -ется το δέρμα τεντώνει.

    || εκτείνομαι•

    за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.

    2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•

    тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.

    3. στρέφω, γυρίζω•

    цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.

    4. με τραβάει, με ελκύει•

    тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.

    5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).
    6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.
    7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.
    8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.
    9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > тянуть

  • 31 заворотить

    -рочу, -ротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завороченный, βρ: чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. στρέφω, στρίβω, γυρίζω, κόβω’ γυρίζω πίσω•

    как проедешь мост заворотитьй направо μόλις περάσεις τη γέφυρα, στρίψε δεξιά•

    тележка -ла на двор το αμάξι έστριψε για την αυλή.

    2. μ. κατευθύνω, μπάζω.
    3. μαζεύω, αναστρέφω•

    заворотить рукава μαζεύω τα μανίκια.

    1. στρέφω, στρίβω• γυρίζω.
    2. αναστρέφομαι, μαζεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > заворотить

  • 32 насторожить

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. настороженный, βρ: -жен, -а, -о κ. настороженный, βρ: -жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. καθιστώ επιφυλακτικόν, προσεκτικόν.
    2. (κυνηγ.) στήνω•

    насторожить капкан στήνω την παγίδα.

    || στρέφω, γυρίζω, σκοπεύω•

    насторожить ружь στρέφω το όπλο.

    εκφρ.
    насторожить уши – αφουγκράζομαι, ακουρ-μαίνομαι, τεντώνω τ αυτιά, στήνω τ αυτί• (για ζώα) αλαφιάζομαι, στήνω όρθια ταυτιά.
    γίνομαι προσεκτικός.,
    επιφυλακτικός• διαβλέπω κίνδυνο, ανησυχώ, φοβούμαι• αλαφιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > насторожить

  • 33 разговор

    α.
    1. συνομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη• διάλογος• συζήτηση•

    длинный μακρά συνομιλία•

    короткий разговор βραχεία (σύντομη) συνομιλία•

    прервать разговор κόβω (σταματώ) την κουβέντα•

    переменить разговор αλλάζω την κουβέντα• γυρίζω (στρέφω) αλλού την κουβέντα ή τη συζήτηση•

    вести разговор συνομιλώ, κουβεντιάζω•

    вступить в разговор παίρνω μέρος στη συνομιλία•

    разговор между адвокатом и доктором διάλογος μεταξύ δικηγόρου και γιατρού•

    возобновить επαναλαβαινω τη συνομιλία•

    телефонный разговор τηλεφωνική συνδιάλεξη.

    2. πλθ. -ры παλ. βλ. разговорник.
    εκφρ.
    без -ов – χωρίς κουβέντες (να μη χάνομε καιρό)•
    и -а (разговору) нет ή не может быть – α) ούτε συζήτηση (κουβέντα) δε γίνεται ή δε χωράει καμιά συζήτηση. β) συμφωνώ απόλυτα.

    Большой русско-греческий словарь > разговор

  • 34 перекрутить

    -учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекрученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. στρίβω•

    перекрутить нитку στρίβω την κλωστή.

    || (περί)πλέκω•

    перекрутить шерстяную нитку с шлковой συστρίβω τη μάλλινη κλωστή με μεταξωτή.

    2. παραστρίβω, παρασφίγγω χαλνώ•

    перекрутить винт παρασφίγγω τη βίδα•

    перекрутить завод у часов παρακουρτίζω το ρολόγι•

    перекрутить кран παρασφίγγω την κάνουλα.

    || κόβω στρίβοντας•

    перекрутить проволку κόβω το σύρμα στρίβοντας το.

    3. περιδένω περιτυλίγω.
    4. (απλ.) στρίβω (όλο, πολύ).
    5. γυρίζω, στρέφω•

    перекрутить ключ в обратную сторону στρίβω το κλειδί ανάποδα.

    1. στρίβομαι, (περι)τυλίγομαι.
    2. παραστρίβομαι, αχρηστεύομαι; χαλνώ, φθείρομαι. || κόβομαι στα δυό•

    проволока перекрутитьлась το σύρμα κόπηκε από το πολύ στρίψιμο.

    3. περιστρέφομαι, γυρίζω,φέρνω γύρω.
    4. μτφ. τα βολεύω, τα βγάζω πέρα, τα γυρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > перекрутить

  • 35 ἐπιστρέφω

    ἐπι-στρέφω, [tense] pf.
    A

    ἐπέστροφα Diog.

    (v. infr. 1.2a):—turn about, turn round, νῶτον Orac. ap. Hdt.7.141;

    δεῦρ' ἐ. κάρα E.Heracl. 942

    , cf. X.Cyn.10.12;

    στροφεῖς HeroAut. 23.3

    ; ἐ. τὰς ναῦς tack (cf.

    ἐπιστροφή 11.1

    ), Th.2.90; also, put an enemy to flight, X.HG6.4.9; wheel about,

    τοὺς ἱππεῖς Plu.Sull.19

    ; wheel through a right angle, Ascl.Tact.10.5 ([voice] Act. and [voice] Pass.), etc.; intr., ib.12.11, etc.
    b. intr., turn about, turn round, ἕλκε δ'

    ἐπιστρέψας Il.3.370

    ; here only in Hom., and perh. trans., whirl, but v. Hdt.2.103, S.Tr. 566;

    ἀλλὰ πᾶς ἐπίστρεφε δεῦρο Ar.V. 422

    ; of ships, put about, Plb.1.47.8,50.5; of a wild boar, turn upon the hunter,

    ἐπί τινα X.Cyn.10.15

    ; return, ἀπὸ τῆς στρατείας Epist. Philipp. in IG9(2).517.37 ([place name] Larissa), cf. Ev.Matt.12.44, etc.; of an illness, recur, f.l. for ὑπο-, Hp.Coac. 124: as Hebraism, c. inf., as periphrasis of

    πάλιν, ἐπιστρέψει.. εὐφρανθῆναι LXXDe.30.9

    , cf. 2 Es. 9.14, al.; so with καί and finite Verb, ἐπέστρεψεν καὶ ᾠκοδόμησεν ib.2 Ch.33.3, cf. Ma.1.4, al.
    2. turn towards,

    νόημα Thgn.1083

    ;

    ἦθος κατά τινα Id.213

    ; ἐ. τινά turn his attention towards one, Luc. Tim.11; τινὰ πρός τι, εἰς ἑαυτόν, Plu.2.21c,69f, cf. Hdn.5.3.8; οἱ τὴν

    Ἑλλάδα ἐπεστροφότες ἐπὶ σοφίαν Diog.Ep.34.1

    ; ἐ. πίστιν press a pledge upon one, S.Tr. 1182; ἐ. τὴν φάλαγγα bring it into action, Plu. Ant.42: hence,
    b. intr., turn (oneself) towards, X.Eq.8.12, etc.; ἐ. εἰς or πρὸς ἑαυτόν, of νοῦς, reflect, Plot.5.3.1, Procl.Inst.15; τὸ ἐπιστρέφον βαθρικόν the steps leading to the sarcophagus, Judeich Altertümervon Hierapolis 152.
    3. turn or convert from an error, correct, cause to repent, Luc.Hist.Conscr.5, Plu.Alc.16;

    πλημμελοῦντας Id.Cat.Mi.14

    ; warn, Philostr.VS1.7.1; coerce, Cod.Just.4.20.15.1.
    b. [voice] Pass., to be converted, return,

    ἐπὶ Κύριον LXXDe.30.2

    ; intr., repent, ib.Ju.5.19, al., Ev.Matt.13.15,Ev.Luc.22.32, etc.
    4. curve, twist, ὀδύνη σε περὶ τὰ σπλάγχν' ἔοικ' ἐπιστρέφειν v.l. in Ar.Pl. 1131;

    ἐ. ἐπισκύνιον AP11.376.8

    (Agath.):—[voice] Pass., to be distorted,

    ἢν τράχηλος ἐπιστραφῇ Hp. Aph.4.35

    ; of hair, curl,

    οἷς ἐπέστραπται τὸ τρίχιον Arist.Pr. 963b10

    ; ἐπεστραμμένος, of a tree, crooked, Thphr.HP3.8.4; of fir-needles, bent, ib.3.9.6.
    II. [voice] Med. and [voice] Pass., esp. in [tense] aor. 2 [voice] Pass. ἐπεστράφην [ᾰ], also

    ἐπεστρέφθην Opp.C.4.179

    : [dialect] Dor. [ per.] 3sg. [tense] fut. [voice] Pass.

    - στραφησεῖται GDI3089.27

    ([place name] Callatis):—turn oneself round, turn about, ἤϊε ἐπιστρεφόμενος constantly turning, as if to look behind one, Hdt. 3.156: and with acc., πολλὰ θάλαμον ἐξιοῦσ' ἐπεστράφη turned to gaze on it, E.Alc. 187; so of a lion retreating, Arist.HA 629b15; δι' οὗ πάσας ἐπιστρέφεσθαι τὰς περιφοράς by which all the revolving spheres are turned, Pl.R. 616c; δόξα τῇδ' ἐπεστράφη thus turned about, changed, S.Ant. 1111.
    2. go back-and forwards,

    πάντῃ h.Hom.27.10

    ; κατ'

    ἄλσος A.Supp. 508

    : c.acc., γαῖαν ἐπιστρέφεται wanders over the earth, with collat. sense of observing, studying it, Hes.Th. 753, Thgn.648; so

    ἐ. ὀρέων κορυφάς Anacr.2.4

    : also c. acc. loci, turn to a place, πόθεν γῆς τῆσδ' ἐπεστράφης πέδον; E.Hel.83, cf. 89, 768, Ion 352 (also εἰς

    χώρας X.Oec.4.13

    ): c.acc. cogn., [διεξόδους] ἐπιστρέφεσθαι walk in.., Pl.Phdr. 247a; of the sun, revolve, D.P.584.
    3. turn the mind towards, pay attention to, regard (cf.

    ἐπιστροφή 11.3

    ),

    τινός Anacr.96

    , S. Ph. 599, Phld.Lib.p.15 O., AP5.47 (Rufin.); τῶν ἰδίων οὐδὲν ἐ. Thgn. 440;

    εἴς τι Alex.Aphr.in Sens.57.18

    : abs., return to oneself, pay attention,

    ἐπιστραφείς Hdt.1.88

    ;

    οὐκ ἦλθες,.. οὐδ' ἐπεστράφης E.Rh. 400

    ; οὐκ ἐπεστράφη, = οὐκ ἐφρόντισε (just above), D.23.136, cf. 10.9, AP11.319 (Autom.).
    b. conduct oneself, behave,

    ἀξίως τᾶς τιμᾶς SIG539

    A22 (Decr. Amphict., iii B.C.).
    5. [tense] pf.part. [voice] Pass. ἐπεστραμμένος, = ἐπιστρεφής, earnest, vehement,

    λέγειν ἐπεστραμμένα Hdt.8.62

    ;

    ἀφέλεια -στραμμένη Philostr.VS1.7.1

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστρέφω

  • 36 ἐπιστρέφω

    ἐπιστρέφω fut. ἐπιστρέψω; 1 aor. ἐπέστρεψα. Pass.: fut. ἐπιστραφήσομαι; 2 aor. pass. ἐπεστράφην (s. next entry and στρέφω; Hom.+) gener. ‘to turn to’
    to return to a point where one has been, turn around, go back
    act. intr. (X., Hell. 4, 5, 16; Polyb. 1, 47, 8; Aelian, VH 1, 6; LXX; En 99:5f; ParJer 7:31) abs. Lk 8:55 (cp. Judg 15:19); Ac 15:36; 16:18; Rv 1:12b; εἴς τι (SIG 709, 11 [c. 107 B.C.]; 2 Km 15:27; 1 Esdr 5:8; 1 Macc 5:68; 3 Macc 7:8 εἰς τὰ ἴδια ἐ.) Mt 12:44 (exorcism of evil spirits so that they never return: Jos., Ant. 8, 45; 47 μηκέτʼ εἰς αὐτὸν ἐπανήξειν); Lk 2:39. εἰς τὰ ὀπίσω Mk 13:16; Lk 17:31; also ἐ. ὀπίσω Mt 24:18. ἐπί τι (SIG 709, 20) 2 Pt 2:22. ἐπί τινα Lk 10:6 D. πρός τινα to someone Lk 17:4. W. inf. foll. to denote purpose (Jdth 8:11 v.l.; ApcMos 31 ἐπιστρέψῃ τοῦ ἐλεῆσαι ἡμᾶ) βλέπειν Rv 1:12a (s. φωνή 2e). Also simply turn πρὸς τὸ σῶμα Ac 9:40 (for ἐ. πρός w. acc. cp. Aesop, Fab. 141 P.=248 H., Ch. 202, H.H. 146 I and III [ἐστράφη II]; 1 Macc 7:25; 11:73).
    aor. pass. in act. sense (Eur., Alc. 188; 1 Macc 4:24) εἰς τὰ ὀπίσω (Lucian, Catapl. 14) Hv 4, 3, 7. Of a greeting, which is to return unused Mt 10:13.
    to change direction, turn around, aor. pass. in act. sense (Hdt. 3, 156; X., Cyr. 6, 4, 10, Symp. 9, 1 al.; Jos., Ant. 7, 265; 16, 351) ἐπιστραφεὶς ἐν τῷ ὄχλῳ he turned around in the crowd Mk 5:30. ἐπιστραφεὶς καὶ ἰδών 8:33 (Jos., Bell. 2, 619 ἐπιστραφεὶς κ. θεασάμενος).—J 21:20 (the only occurrence in J; s. M-EBoismard, Le chapitre 21 de StJean: RB 54, ’47. 488). MPol 12:3. μὴ ἐπιστραφείς without turning about= without troubling himself (about it) 8:3.
    to cause a pers. to change belief or course of conduct, with focus on the thing to which one turns, turn act. trans., in a spiritual or moral sense (Plut., Mor. 21c ἐ. τινὰ πρὸς τὸ καλόν; Jos., Ant. 10, 53) τινὰ or τὶ ἐπί τινα someone or someth. to someone (2 Ch 19:4; Jdth 7:30; PsSol 8:27) πολλοὺς ἐπὶ κύριον Lk 1:16. καρδίας πατέρων ἐπὶ τέκνα vs. 17 (cp. Sir 48:10 and s. Hes., Op. 182). τινὰ ἔκ τινος turn someone fr. someth. (cp. Mal 2:6) Js 5:20; cp. vs. 19. Of God τοὺς πλανωμένους ἐπίστρεψον bring back those who have gone astray 1 Cl 59:4; cp. Hm 8:10. Sim. of presbyters Pol 6:1; cp. 2 Cl 17:2. ὅταν τις ἡμᾶς … ἐπιστρέψῃ ἀπὸ τῆς ἀδικίας εἰς τὴν δικαιοσύνην 2 Cl 19:2. τὸν οἶκον… εἰς τὸν κύριον Hv 1, 3, 1. Cp. Ox 850, 7.
    to change one’s mind or course of action, for better or worse, turn, return
    intr. act. (Ps 77:41; 2 Esdr 19:28; ApcSed 12:4f) turn back, return Ac 15:16 D. Repent Hs 9, 26, 2. ἐπί τι to someth. 1 Cl 9:1; Pol 7:2; Gal 4:9. ἔκ τινος from someth. (cp. 3 Km 13:26) 2 Pt 2:21 v.l. Esp. of a change in a sinner’s relation with God turn (oft. LXX) ἐπί w. acc.: ἐπὶ κύριον τὸν θεόν Theoph. Ant. 3, 11 [p. 226, 25]) ἐπὶ τὸν κύριον Ac 9:35; 11:21; Hs 9, 26, 3. ἐπὶ τὸν θεόν 26:20; cp. 1 Cl 18:13; 2 Cl 16:1. πρὸς (τὸν) κύριον (1 Km 7:3; Hos 5:4; 6:1; Am 4:6 al. LXX) 2 Cor 3:16; Hm 6, 1, 5; Hm 12, 6, 2. πρὸς τὸν θεόν 1 Th 1:9 (non-Pauline terminology for conversion, acc. to GFriedrich, TZ 51, ’65, 504). Here and occasionally elsewh. the thing from which one turns is added, w. ἀπό and the gen. (2 Ch 6:26; Bar 2:33 v.l. ἀπὸ πασῶν τῶν ἁμαρτιῶν Theoph. Ant. 3, 11 [p. 228, 10]) Ac 14:15; perh. 15:19. ἐ. ἀπὸ σκότους εἰς φῶς καὶ τῆς ἐξουσίας τ. σατανᾶ ἐπὶ τ. θεόν 26:18. Abs. Mt 13:15; Mk 4:12; Ac 28:27 (all three Is 6:10); Lk 22:32 (s. CPickar, CBQ 4, ’42, 137–40); (w. μετανοεῖν) Ac 3:19.
    aor. pass. in act. sense, turn to ἐπὶ τὰ εἴδωλα to images (of deities) B 4:8; εἰς τὴν διχοστασίαν toward disunity Hs 8, 7, 5; in good sense turn (about) (Ps.-Demosth. 10, 9; Epict. 2, 20, 22 οἱ πολῖται ἡμῶν ἐπιστραφέντες τιμῶσι τὸ θεῖον; Dt 30:10; Jer 3:14; Ps 7:13 al.; ApcSed 14:6 πρὸς τὸν ἐμὸν βάπτισμα) ἐ. ἐπί τινα (Is 55:7) 1 Pt 2:25. ἐπὶ τὸν δεσπότην 1 Cl 7:5. πρός τινα (Diog. L. 3, 25 all Greeks to Pla.; Synes., Provid. 1, 9, 97c πρὸς τὸν θεόν) πρὸς τ. κύριον (Hos 14:2f; Jo 2:13 al.) Hm 12, 6, 2. πρός με (Am 4:8; Jo 2:12 al.) 1 Cl 8:3 (scripture quot. of unknown orig.). Abs. be converted J 12:40 v.l.; Hm 12, 4, 6. ἐγγὺς κύριος τοῖς ἐπιστρεφομένοις the Lord is near to them who turn (to him) v 2, 3, 4.—ANock, Conversion ’33; EDietrich, Die Umkehr (Bekehrung u. Busse im AT u. Judentum) ’36.—M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐπιστρέφω

  • 37 καταστρεφω

        1) загибать вниз
        2) переворачивать вниз, опрокидывать, валить
        

    (τὰς εἰκόνας Diog.L.; τὰς τραπέζας καὴ τὰς καθέδρας NT.; ὄστρακον κατεστραμμένον Arst.)

        3) (тж. κ. εἴσω Plut.) поворачивать внутрь
        

    (βώλους, ἃς ἀνίστησι τὸ ἄροτρον Plut.)

        τὸ σπέρμα κ. Xen.заделывать (в землю) семя

        4) накручивать, натягивать
        5) закруглять
        

    (ἥ λέξις κατεστραμμένη ἥ ἐν περιόδοις, sc. ἐστίν Arst.)

        6) ставить вверх дном
        

    (τέν πόλιν Arph.)

        7) развертывать до конца, т.е. кончать
        

    (λόγους, τήν βίβλον ἐπί τινος Polyb.; τὸν βίον Plut. и τοῦ ζῆν Diog.L.)

        ποῖ καταστρέφεις λόγων τελευτήν ; Aesch. — к чему ты клонишь свою речь?;
        καταστρέψαι τοὺς λόγους εἴς τι Aeschin.закончить свою речь чем-л.

        8) подходить к концу, кончаться
        9) заканчиваться (чем-л.), переходить
        

    (εἰς ταὐτόν Arst.; εἰς γάμον Plut.)

        10) кончать свою жизнь, погибать
        11) преимущ. med. подчинять, покорять
        

    (τέν ἄλλην Μακεδονίην Her.; τὰς νήσους Thuc.; τέν Ἰουδαίαν Plut.)

        ὡς οἱ Λυδοὴ τάχιστα κατεστράφατο ὑπὸ Περσέων Her.как только лидийцы были покорены персами

        12) заставлять, принуждать

    Древнегреческо-русский словарь > καταστρεφω

  • 38 поворачиваться

    поворачивать||ся
    γυρίζω (άμετ.), στρέφομαι, περιστρέφομαι:
    \поворачиватьсяся спиной γυρίζω τήν πλάτη μου, στρέφω τά νώτα

    Русско-новогреческий словарь > поворачиваться

  • 39 спина

    спин||а
    ж τά νώτα, ἡ ράχη [-ις], ἡ πλάτη:
    стоять \спинао́й στέκομαι μέ (γυρισμένη) τήν πλάτη· поверну́ться \спинао́й к кому́-л. прям., перен στρέφω τά νώτα σέ κάποιον, γυρίζω τίς πλάτες μου σέ κάποιον· делать что́-л. за \спинао́й у кого́-л. перен κάνω κάτι κρυφά ἀπό κάποιον плыть на \спинае́ κολυμβώ ἀνάσκελα (или ὑπτίως)· лежать на \спинае εἶμαι ξαπλωμένος ἀνάσκελα· упасть на́ спину πέφτω ἀνάσκελα· гнуть спи́ну перед кем-л. перен σκύβω τή ράχη, κύπτω τόν αὐχένα.

    Русско-новогреческий словарь > спина

  • 40 восстановить

    -овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восстановленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ, ανορθώνω, επανορθώνω• αναστηλώνω• ανακαινίζω, επαναδημιουργία ζαναφτιάνω•

    восстановить разрушенное войной хозяйство επανορθώνω το καταστραμμένο από τον πόλεμο νοικοκυριό•

    восстановить здоровье αποκατασταίνω την υγεία•

    восстановить прежних отношений αποκατασταίνω τις προηγούμενες σχέσεις.

    2. μτφ. αναπαρασταίνω, επαναφέρω•

    восстановить происшествие в память επαναφέρω στη μνήμη το συμβάν.

    3. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ•

    восстановить в должности, в правах αποκατασταίνω στο αξίωμα, στα δικαιώματα.

    4. (προ)διαθέτω εχθρικά, ξεσηκώνω, στρέφω•

    он -ил против себя всех знакомых ξεσήκωσε έναν τίο του όλους τους γνωστούς (τα χάλασε με όλους).

    1. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι, επανορθώνομαι.
    2. μτφ. αναπαρασταίνομαι, επανέρχομαι, επαναφέρομαι (στη μνήμη, φαντασία).
    3. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι•

    восстановить в правах αποκατασταίνομαι στα δικαιώματα.

    Большой русско-греческий словарь > восстановить

См. также в других словарях:

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • στρέφω — έστρεψα, στράφηκα, στραμμένος 1. γυρίζω κάτι προς κάποια κατεύθυνση: Στρέφω το κεφάλι προς τα δεξιά. – Έστρεψε το όπλο εναντίον τους. – Στρέφω την προσοχή μου. – Οι εχθροί έστρεψαν τα νώτα. 2. κάνω κάτι να γυρίσει γύρω από τον άξονά του: Στρέφω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… …   Dictionary of Greek

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • επιστρέφω — (AM ἐπιστρέφω) [στρέφω] επανέρχομαι, γυρίζω πίσω («θα επιστρέψω σε μία ώρα») μσν. νεοελλ. στέλνω κάτι πίσω («επέστρεψα τα βιβλία») μσν. 1. ανταποδίδω 2. απομακρύνω, αποτρέπω από κάτι κακό 3. μεταβάλλω 4. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη 5. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • επερείδω — (AM ἐπερείδω) στηρίζω πάνω σε κάτι αρχ. μσν. σπρώχνω, μπήγω κάπου («ἐπέρεισε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη [ἔγχος] νείατον ἐς κενεῶνα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. πιέζω με δύναμη («τῇ χειρὶ ἐπερείδειν», Ιπποκρ.) 2. σπρώχνω την πόρτα για να κλείσει καλά 3. εντείνω… …   Dictionary of Greek

  • σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • μνώμαι — μνώμαι, άομαι (Α) 1. σκέπτομαι κάτι, συλλογίζομαι κάποιον («μνώοντ ὀλοοῑο φόβοιο», Ομ. Ιλ.) 2. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι («οἱ δ ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος;», Ομ. Ιλ.) 3. επιδιώκω να κερδίσω την αγάπη γυναίκας 4. ζητώ γυναίκα σε γάμο 5.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»