-
61 καταστρέφω
κατα-στρέφω, (1) umkehren, umwenden; vom Pflügen des Ackers; umstürzen, hinstürzen; vom Ringer; zerstören; κατέστρεψε λόγους εἰς φιλανϑρωπίαν, zurückwenden. (2) hinwenden; endigen, beschließen; häufig ohne Zusatz, κατέστρεψεν αἷμα ταύρειον πιών, er endigte sein Leben; intrans., εἴς τι, in etwas endigen, mit etwas aufhören; ἡ Ἀράτου σύνταξις ἐπὶ τούτους καταστρέφει τοὺς καιρούς, hört mit dieser Zeit auf; trans., καταστρέφειν τὴν βίβλον, das Buch beendigen; οὕτω κατέστρεψεν ἡ τύχη ταῦτα, ὡς τἀναντία γίνεσϑαι τοῖς προςδοκωμένοις, das Schicksal wandte alles so. (3) Med. Andere sich unterwerfen, unterjochen, zwingen; ἀκούειν. σου κατέστραμμαι τάδε, ich bin gezwungen; τὰ κατεστραμμένα ἔϑνη, die unterworfenen. Κατεστραμμένη λέξις, periodischer Ausdruck mit verschlungenen Sätzen -
62 ἀναστροφή
ἀναστροφή, ῆς, ἡ (in var. mgs. since Aeschyl., Pre-Socr. et al.; ins, pap, LXX; Jos., Ant. 18, 359 al.; Just., A I, 10, 2) conduct expressed according to certain principles way of life, conduct, behavior (Polyb. 4, 82, 1 [FKälker, Quaest. de elocut. Polyb.=Leipz. Stud. III/2, 1880, 301]; Teles p. 41, 2; Diog. L.; Epict. 1, 9, 24; 1, 22, 13; ins: SIG index; IG XII/1, 1032, 6 [II B.C.]; IMagnMai 91b, 6; IPergamon 86; PTebt 703, 270 [IIIB.C.] Tob 4:14; 2 Macc 6:23; EpArist 130; 216) ἠκούσατε τ. ἐμὴν ἀ. ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ you have heard of my conduct when I was still in Judaism Gal 1:13. κατὰ τὴν προτέραν ἀ. according to your former (i.e. pre-Christian) way of life Eph 4:22 (GDI 4320, 5f κατὰ τὰν ἄλλαν ἀναστροφάν [Rhodes]). ἡ ἐν φόβῳ ἁγνὴ ἀ. 1 Pt 3:2; cp. vs. 1. ἡ ἀγαθὴ ἐν Χριστῷ ἀ. vs. 16. ἡ καλὴ ἀ. Js 3:13; 1 Pt 2:12. ἡ ματαία ἀ. πατροπαράδοτος the futile (i.e. directed toward futile ends) way of life handed down by your fathers 1:18. ἡ ἐν ἀσελγείᾳ ἀ. 2 Pt 2:7. ἡ ἔκβασις τῆς ἀ. Hb 13:7. ἅγιον ἐν πάσῃ ἀ. γίνεσθαι be holy in all your conduct 1 Pt 1:15. W. λόγος, ἀγάπη κτλ. 1 Ti 4:12. Pl. ἅγιαι ἀ. καὶ εὐσέβειαι holy conduct and piety (pl. to include all varieties; cp. EpArist 130) 2 Pt 3:11.—DDaube, Alexandrian Methods of Interpretation and the Rabbis: Festschr. HLewald ’53, 27–44.—DELG s.v. στρέφω. M-M. TW. Spicq.
См. также в других словарях:
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek
στρέφω — έστρεψα, στράφηκα, στραμμένος 1. γυρίζω κάτι προς κάποια κατεύθυνση: Στρέφω το κεφάλι προς τα δεξιά. – Έστρεψε το όπλο εναντίον τους. – Στρέφω την προσοχή μου. – Οι εχθροί έστρεψαν τα νώτα. 2. κάνω κάτι να γυρίσει γύρω από τον άξονά του: Στρέφω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… … Dictionary of Greek
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek
επιστρέφω — (AM ἐπιστρέφω) [στρέφω] επανέρχομαι, γυρίζω πίσω («θα επιστρέψω σε μία ώρα») μσν. νεοελλ. στέλνω κάτι πίσω («επέστρεψα τα βιβλία») μσν. 1. ανταποδίδω 2. απομακρύνω, αποτρέπω από κάτι κακό 3. μεταβάλλω 4. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη 5. μέσ.… … Dictionary of Greek
τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… … Dictionary of Greek
επερείδω — (AM ἐπερείδω) στηρίζω πάνω σε κάτι αρχ. μσν. σπρώχνω, μπήγω κάπου («ἐπέρεισε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη [ἔγχος] νείατον ἐς κενεῶνα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. πιέζω με δύναμη («τῇ χειρὶ ἐπερείδειν», Ιπποκρ.) 2. σπρώχνω την πόρτα για να κλείσει καλά 3. εντείνω… … Dictionary of Greek
σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek
μνώμαι — μνώμαι, άομαι (Α) 1. σκέπτομαι κάτι, συλλογίζομαι κάποιον («μνώοντ ὀλοοῑο φόβοιο», Ομ. Ιλ.) 2. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι («οἱ δ ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος;», Ομ. Ιλ.) 3. επιδιώκω να κερδίσω την αγάπη γυναίκας 4. ζητώ γυναίκα σε γάμο 5.… … Dictionary of Greek