Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στόχασις

См. также в других словарях:

  • στόχασιν — στόχασις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόχαση — η / στόχασις, άσεως ΝΑ [στοχάζομαι] νεοελλ. 1. σκέψη, νους («δεν ήρθε στη στόχασή μου) 2. περίσκεψη, φρόνηση («μιλάει χωρίς στόχαση») αρχ. 1. το να σημαδεύει κανείς κάτι, σκόπευση 2. (κατ επεκτ.) πρόθεση, επιδίωξη 3. εικασία, δοξασία …   Dictionary of Greek

  • στοχάσεως — στοχάσεω̆ς , στόχασις fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχάσῃ — στοχάσηι , στόχασις fem dat sg (epic) στοχάζομαι aim aor subj mp 2nd sg στοχάζομαι aim fut ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»