Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στοναχή

См. также в других словарях:

  • στοναχή — groaning fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοναχή — η, ΝΑ, και στεναχή, Α το να στενάζει κανείς, στεναγμός, θρήνος με αναστεναγμούς αρχ. (σχετικά με θάλασσα) ρόχθος, βουητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενάχω (πρβλ. ἰαχή). Ο φωνηεντισμός τού τ. στοναχή κατά το στόνος] …   Dictionary of Greek

  • στοναχῇ — στοναχέω groan pres subj mp 2nd sg στοναχέω groan pres ind mp 2nd sg στοναχέω groan pres subj act 3rd sg στοναχή groaning fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοναχαῖς — στοναχή groaning fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοναχαῖσι — στοναχή groaning fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοναχαῖσιν — στοναχή groaning fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοναχαί — στοναχή groaning fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοναχᾶς — στοναχή groaning fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοναχήν — στοναχή groaning fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόναχος — ὁ, Α στοναχή, στεναγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοναχή, κατά τα αρσ. σε ος] …   Dictionary of Greek

  • μυχμός — μυχμός, ὁ (Α) αναστεναγμός («μυχμῷ τε στοναχῇ τε δόμων προπάροιθ Ὀδυσῆος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυγμός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»