Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στιπτοί

См. также в других словарях:

  • στιπτοί — στιπτός trodden down masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιπτός — ή, ό / στιπτός, ή, όν, ΝΑ, και στυφτός και στιφτός, ή, ο, Ν, και στειπτός, ή, όν, Α νεοελλ. στιμμένος αρχ. 1. στερεά πατημένος, πεπιεσμένος («στιπτὴ φυλλὰς», Σοφ.) 2. φρ. α) «στιπτοὶ γέροντες» μτφ. τραχείς, σκληραγωγημένοι γέροντες (Αριστοφ.) β)… …   Dictionary of Greek

  • πρίνινος — ίνη, ον, Α 1. κατασκευασμένος από πρίνο, πουρναρένιος 2. μτφ. δυνατός και τραχύς, όπως ο πρίνος («Ἀχαρνικοί, στιπτοὶ γέροντες, πρίνινοι», Αριστοφ.) 3. φρ. «μύκητες πρίνινοι» μανιτάρια που φύονται στις ρίζες τών πρίνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος +… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»