-
1 στιπτοί
στιπτόςtrodden down: masc nom /voc pl -
2 στιπτός
στιπτός, auch στειπτός, eigtl. festgetreten, fest zusammengedrückt, fest, solid; γέρων, Ar. Ach. 180, nach Einigen von ἄνϑρακες στιπτοί, eine besondere Kohlenart, welche die Acharner bereiten, richriger πεπατημένος, B. A. 8, 16, wo es neben πρίνινος steht, ein handfester Kerl, Schol. στερεός, πεπιλημένος, od. ἀπὸ τῶν ἐσϑήτων, αἵτινες ὑφανϑεῖσαι εἰς πυκνότητα συνάπτονται.
-
3 στεριφνός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεριφνός
-
4 στιπτός
A trodden down, στιπτὴ φυλλάς,= στιβάς, S.Ph.33: metaph., σ. γέροντες tough, sturdy old fellows, Ar. Ach. 180 (perh. with allusion to στιπτοὶ ἄνθρακες, hard charcoal, Thphr.Ign.37). (In some codd. of S. written στειπτός, as also ἄ-στειπτος for ἄ-στιπτος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιπτός
-
5 στριφνός
A firm, hard, solid, Hp.VM15 cod. M ( στρυφν- cett.);γυναῖκες -ότεραι Id.Mul.2.111
(codd. boni, v.l. στρυφν-), Nat.Mul. 1 (v.l. στριφρ-, στρυφν-) ; ὁ ἐγκέφαλος συνέστηκε καί ἐστι στριφνός (v.l. στιφρός, στρυφνός) Id.Morb.Sacr.10; δέρμα ς. Plu.2.642e codd.;ὀστέα στριφνότατα Hp.Carn.3
(v.l. στρυφν-) ; ἀλεκτρυὼν μάλα ς. Men. Epit. 168; οὐρὴ σ. τ' ἐκτάδιός τε, v.l. for στρυφνή in Opp.C.1.411: στριφνός is Hellenistic for [dialect] Att. στιφρός acc. to Moer. p.342 P., cf. Gloss. Oxy.1803.1: στριφνός = acerbus (leg. στρυφνός), Gloss.; also = rigidus and strigosus, ibid.;στριφνοὶ γέροντες Ar.Ach. 180
(as cited by Erot. s.v. στριφνούς ( στεριφνοί codd.); στιπτοί codd. Ar.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στριφνός
-
6 στιπτός
στιπτός, eigtl. festgetreten, fest zusammengedrückt, fest, solid; von ἄνϑρακες στιπτοί, eine besondere Kohlenart, welche die Acharner bereiten; πρίνινος, ein handfester Kerl
См. также в других словарях:
στιπτοί — στιπτός trodden down masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιπτός — ή, ό / στιπτός, ή, όν, ΝΑ, και στυφτός και στιφτός, ή, ο, Ν, και στειπτός, ή, όν, Α νεοελλ. στιμμένος αρχ. 1. στερεά πατημένος, πεπιεσμένος («στιπτὴ φυλλὰς», Σοφ.) 2. φρ. α) «στιπτοὶ γέροντες» μτφ. τραχείς, σκληραγωγημένοι γέροντες (Αριστοφ.) β)… … Dictionary of Greek
πρίνινος — ίνη, ον, Α 1. κατασκευασμένος από πρίνο, πουρναρένιος 2. μτφ. δυνατός και τραχύς, όπως ο πρίνος («Ἀχαρνικοί, στιπτοὶ γέροντες, πρίνινοι», Αριστοφ.) 3. φρ. «μύκητες πρίνινοι» μανιτάρια που φύονται στις ρίζες τών πρίνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος +… … Dictionary of Greek