-
1 στηλ-ουργός
στηλ-ουργός, s. σταλουργός.
-
2 στηλίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στηλίδιον
-
3 στηλίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στηλίον
-
4 στηλίς
-
5 στηλόω
A set up as a στήλη or monument,πέτρον στάλωσε ἐπ' ἠρίῳ AP7.394
(Phil.); τάφον Epigr. in POxy.662.28 ([place name] Amyntas);σωρὸν λίθων ἐπί τινα LXX 2 Ki.18.17
:—[voice] Pass., to be so set up, stand firm, ib.Jd.18.16, etc.:—[voice] Med., στηλοῦσθαί τινι devote oneself to another, Suid.2 inscribe on a στήλη, OGI221.15 (Ilium, iii B.C.):—[voice] Pass., Milet.6.36 ([place name] Didyma). -
6 στηλύδριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στηλύδριον
-
7 στήλωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στήλωμα
-
8 στήλωσις
A recording on a tablet,τοῦ ψηφίσματος CIG3600.20
([place name] Ilium): practically = στήλη, LXX 2 Ki.18.18 (cod. A).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στήλωσις
-
9 στηλουργος
-
10 σταλουργός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταλουργός
-
11 στυλοειδής
στῡλο-ειδής, ές,A like a stilus, styloid, ( στηλ- codd.);ἀπόφυσις Gal.2.252
,271;ἐκφύσεις Id.UP7.19
. ( βαρβαρίζοντες -ειδεῖς προσαγορεύουσι (cf.στῦλος 4
) Gal.UPl.c., who glosses it by γραφιοειδής: but Lat. stilus has [ icaron], not ȳ.)II Adv. - δῶς in pillar form, cj. in Epicur.Ep.2p.47U.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυλοειδής
-
12 στήλη
Grammatical information: f.Meaning: `column, among others peace-, treaty-column', from there `law, treaty'; also `buttress' (IA. since Il.).Compounds: Rarely as 1. member, e.g. στηλο-γραφέω `to write on a column' (hell. a. late).Derivatives: 1. Diminutives στηλ-ίον, - ίδιον, - ίς, - ῖδος, - ύδριον (hell. a. late). 2. - ίτης, f. - ῖτις `whose name is written on a column as a denouncement, publicly dishonoured' (Att.; Redard 114 f.) with - ιτεύω, - ίτευμα (late), also `column-shaped, belonging to columns' (Luc., AP). 3. - όω, - όομαι, also w. ἀνα-, κατα-, ἐν-, περι-, `to erect (a column), to designate by columns, to demarcate, to write on a column' with - ωσις, - ωμα (hell. a. late).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: PGr. *στάλ-νᾱ (on the treatment of the group - λν- Schwyzer 283 f.); so to στέλλω (s.v.) with zero grade as in ἐπί-σταλ-μα a.o. (s. also στάλιξ). The same formation shows OHG OS stollo m. (n-st.) `scafold, upport, post', NHG Stollen, IE *stl̥-n-. Here also Phryg. starna with change l \> r (Haas Sprache 6, 14 a. 7, 80) ? -- Risch 102 considers as alternative a basic form *στα-σλᾱ (cf. Lat. scālae \< * scand-slae); to ἵστημι. -- Lyc. LW [loanword] sttala (Kretschmer Glotta 28, 103).Page in Frisk: 2,795-796Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στήλη
См. также в других словарях:
Στηλ, σερ Ρίτσορντ — (Steel). Άγγλος συγγραφέας, δοκιμιογράφος και πολιτικός (Δουβλίνο 1672 Κάμαρθεν 1729). Σπούδασε στην Οξφόρδη, ακολούθησε όμως το επάγγελμα του στρατιωτικού και το 1700 έγινε λοχαγός. Ασχολήθηκε έπειτα με τη δημοσιογραφία και την πολιτική και… … Dictionary of Greek
λογύδριο — το (AM λογύδριον) μικρός, σύντομος λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. στηλ ύδριον)] … Dictionary of Greek
ποιμνίτης — ὁ, Α ο ποιμενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνη + επίθημα ίτης (πρβλ. στηλ ίτης)] … Dictionary of Greek
σταυρίτης — ο, Ν ονομασία τού μήνα Σεπτεμβρίου, γιατί η πιο μεγάλη γιορτή κατά τη διάρκειά του είναι τής Υψώσεως τού Τιμίου Σταυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + επίθημα ίτης (πρβλ. στηλ ίτης)] … Dictionary of Greek
Σουίφτ, Τζόναθαν — (Swift). Ιρλανδός συγγραφέας και πολιτικός (Δουβλίνο 1667 1754). Σπούδασε στο Trinity College του Δουβλίνου και, μολονότι Άγγλος στην καταγωγή και στα αισθήματα, ενδιαφέρθηκε πάντα ζωηρά για τα κοινωνικά προβλήματα της Ιρλανδίας. Γραμματέας από… … Dictionary of Greek