Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στηλ-όω

См. также в других словарях:

  • Στηλ, σερ Ρίτσορντ — (Steel). Άγγλος συγγραφέας, δοκιμιογράφος και πολιτικός (Δουβλίνο 1672 Κάμαρθεν 1729). Σπούδασε στην Οξφόρδη, ακολούθησε όμως το επάγγελμα του στρατιωτικού και το 1700 έγινε λοχαγός. Ασχολήθηκε έπειτα με τη δημοσιογραφία και την πολιτική και… …   Dictionary of Greek

  • λογύδριο — το (AM λογύδριον) μικρός, σύντομος λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. στηλ ύδριον)] …   Dictionary of Greek

  • ποιμνίτης — ὁ, Α ο ποιμενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνη + επίθημα ίτης (πρβλ. στηλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σταυρίτης — ο, Ν ονομασία τού μήνα Σεπτεμβρίου, γιατί η πιο μεγάλη γιορτή κατά τη διάρκειά του είναι τής Υψώσεως τού Τιμίου Σταυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + επίθημα ίτης (πρβλ. στηλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • Σουίφτ, Τζόναθαν — (Swift). Ιρλανδός συγγραφέας και πολιτικός (Δουβλίνο 1667 1754). Σπούδασε στο Trinity College του Δουβλίνου και, μολονότι Άγγλος στην καταγωγή και στα αισθήματα, ενδιαφέρθηκε πάντα ζωηρά για τα κοινωνικά προβλήματα της Ιρλανδίας. Γραμματέας από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»