-
1 στεφάνωμα
1 crownπροθύροισιν δ' Αἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν N. 5.54
Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων at the Isthmian games I. 2.15 Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκράτει παιδὶ Πυθαγγέλω στεφάνωμα ?fr. 333a. 7. met.,τιμὰν οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει, πλούτου στεφάνωμ' ἀγέρωχον P. 1.50
γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας P. 9.4
δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ P. 12.5
κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ, παγκρατίου στεφάνωμ' ἐπάξιον I. 4.44
δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν (v. νεόδματος) I. 4.62 -
2 στεφάνωμα
στεφάνωμα, τό, Umgebung; von den Ringmauern einer Stadt, στ. πύργων, Soph. Ant. 122. – Gew. Bekränzung, Kranz, Theogn. 994; bes. Ehren- oder Siegeskranz, παγκρατίου, Pind. I. 3, 62; πλούτου, P. 1, 50, u. öfter; auch übh. Preis, Lohn, Schmuck, Κυράνας, 9, 4; μεγάλαιν ϑεαῖν ἀρχαῖον στεφάνωμα, Soph. O. C. 690; vgl. Plut. Symp. 3, 1; auch στεφάνωμα μόχϑων, Eur. Herc. Fur. 355.
-
3 στεφανωμα
1) ограда, кольцо, круг(βωμῶν Pind.)
σ. πύργων Soph. — крепостные башни2) венок, венец(σελίνων Pind.)
3) досл. победный венок, перен. награда(παγκρατίου Pind.; μόχθων Eur.)
-
4 στεφάνωμα
στεφάνωμαthat which surrounds: neut nom /voc /acc sg -
5 στεφάνωμα
στεφάνωμα, τό, Umgebung; von den Ringmauern einer Stadt. Gew. Bekränzung, Kranz; bes. Ehren- oder Siegeskranz; auch übh. Preis, Lohn, Schmuck -
6 στεφάνωμα
τό1) венчание, увенчание (венком и т. п.); 2) венчание; πλ. свадьба;προσκαλώ στα στεφάνώματα — приглашать на свадьбу;
3) коронация, венчание на царство;4) перен. увенчание, завершение;στεφάνωμα των προσπαθειών — увенчание усилий
-
7 στεφάνωμα
[стэфанома] ουσ ο увенчание, венчание, брачная церемония. -
8 στεφάνωμα
A that which surrounds, crown, wreath, Thgn.1001;βωμῶν Pi.I.4
(3). 62(80); μεγάλαιν θεοῖν ἀρχαῖον ς. S.OC 684 (lyr.); σ. πύργων [the city's] coronal of towers, the encircling towers, Id.Ant. 122 (lyr.).3 pl., the place where crowns or garlands were sold, Ar.Ec. 303(lyr.), Pherecr.2.II reward, honour, glory, πλούτου, Κυράνας, Pi.P.1.50, 9.4;παγκρατίου Id.I.4(3).44(62)
; παῖδα Διὸς ὑμνῆσαι, σ. μόχθων as a reward for.., E.HF 355 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφάνωμα
-
9 στεφάνωμα
duvak takma -
10 στεφάνωμ'
στεφάνωμα, στεφάνωμαthat which surrounds: neut nom /voc /acc sg -
11 στεφανωμάτων
στεφάνωμαthat which surrounds: neut gen pl -
12 στεφανώμασι
στεφάνωμαthat which surrounds: neut dat pl -
13 στεφανώμασιν
στεφάνωμαthat which surrounds: neut dat pl -
14 στεφανώματα
στεφάνωμαthat which surrounds: neut nom /voc /acc pl -
15 στεφανώματι
στεφάνωμαthat which surrounds: neut dat sg -
16 στεφανώματος
στεφάνωμαthat which surrounds: neut gen sg -
17 στεφανώμαθ'
στεφανώματα, στεφάνωμαthat which surrounds: neut nom /voc /acc plστεφανώματι, στεφάνωμαthat which surrounds: neut dat sgστεφανώματε, στεφάνωμαthat which surrounds: neut nom /voc /acc dual -
18 στεφανώματ'
στεφανώματα, στεφάνωμαthat which surrounds: neut nom /voc /acc plστεφανώματι, στεφάνωμαthat which surrounds: neut dat sgστεφανώματε, στεφάνωμαthat which surrounds: neut nom /voc /acc dual -
19 αὐτός
1 emphatic adj., himself, herselfa nom.,Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.48
ἐπεὶ πολιᾶς εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν O. 7.62
αὐτὸς ὑπαντίασεν, Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά P. 4.135
ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297
χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.56
δέος πλᾶξε γυναῖκας · καὶ γὰρ αὐτὰ ὅμως ἄμυνεν N. 1.50
τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι N. 4.91
ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54
“εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν>” N. 10.84 τετράτῳ δ' αὐτὸς ἐπεδάθη fr. 135.b c. subs.αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν Γλαυκῶπις O. 7.50
οἱ αὐτὰ Ζηνὸς παῖς ἔπορεν O. 13.76
Ἰάσων αὐτὸς P. 4.169
Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213
θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας P. 11.31
ἀγάλματ' ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.1
ἀνὰ δ' αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (Ceporinus: αὐτὸν codd.) N. 9.8c c. pron.κατὰ γαἶ αὐτόν τε νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6
d c. reflex. pron. [κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον, τάν οἱ πάτηρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (codd.: ἅν τοι Fennel: ἅν οἱ Hermann) O. 1.57] ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς (v. Trypho, fr. 34 de Velsen; Schwyz. 2. 198 (θ)) fr. 163.2 reflex. pron.ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76
καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς) P. 4.265 “ ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” ( αὐγαῖς coni. Bergk e Σ paraphr.) P. 9.62 τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτοῦ, τοσαῦτα codd. Theocriti: τὸ σαυτῷ Ahrens) fr. 97.3 him, her, it pers. pron.ἄταν ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον O. 1.57
ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73
ἤδη γὰρ αὐτῷ διχόμηνις ὅλον ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19
ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24
ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40
χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27
δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.45
Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49
νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων (sc. ἐστί) O. 8.65αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88
σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος O. 9.98
γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3
Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν O. 10.32
δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων O. 13.32
τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ αὐτῶν ἔοικεν ἤδη πάροιθε λελέχθαι O. 13.101
Σικελία τ' αὐτοῦ πιέζει στέρνα P. 1.19
δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39
καιομένα δ' αὐτῷ διέφαινε πυρά P. 3.44
“ πεύθομαι δ' αὐτὰν ἐναλίαν βᾶμεν” P. 4.38ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω P. 4.67
ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων P. 4.121
αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος P. 4.128
“τὰ μὲν λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόν” P. 4.155κάρυξε δ' αὐτοῖς P. 4.200
τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210
Ἑλλὰς αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν δονέοι P. 4.218
κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ (αὐτῷ Σ̆{γρ}. σὺν τῇ Μηδείᾳ θελούσῃ καὶ ἐνεργούσῃ) P. 4.250 πότμου παραδόντος αὐτόν (sc. πλοῦτον) P. 5.3ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε P. 9.118
ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸςἀνέειπεν P. 10.8
ὁχάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ (Tricl. e Σ: αὐτοῖς codd.) P. 10.27ἔνεπεν· αὐτὸν μὰν σεμνὸν αἰνήσειν νόμον N. 1.69
δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ N. 4.68
πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.49
εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι (i. e. τὸ τῆς γειτνιάσεως ἀγαθόν) N. 7.89θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.36
νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις, Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.15
ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46
αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37
ἄνδωκε δ' αὐτῷ φέρτατος οἰνοδόκον φιάλαν I. 6.39
ἦ γὰρ [α]ὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[θῆ]κε (Π̆{S}: ἀνδρ[ῶν] Π̆{ac}) Δ. 4. 40. τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων fr. 74. φοινικορόδοις δἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν Θρ.. 3. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190. ]τ' ἐς αὐτόν[ Δ. 4f. 6.4 ὁ αὐτός v. ὁ C. 7. -
20 σέλῑνον
σέλῑνον, τό, Eppich, ein Pflanzengeschlecht, zu dem Sellerie u. Petersilie gehört, lat. apium; ἐλεόϑρεπτον, Il. 2, 776; λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου ϑήλεον, Od. 5, 72; die Alten aßen die Wurzeln und brauchten die Blätter wegen ihres kräftigen, erquickenden Geruchs gern zu Kränzen, mit denen bes. die isthmischen u. die nemeischen Sieger gekränzt wurden; πλόκος σελίνων, Pind. Ol. 13, 33; Δωρίων σελίνων στεφάνωμα, I. 2, 16, vgl. 7, 64; Ar. Vesp. 480; Theocr. 3, 22; und in Prosa, σελίνων πεπλεγμένος, Luc. gymn. 9. Man schmückte auch die Grabsteine damit, dah. sprichwörtlich von einem gefährlichen Kranken σελίνου δεῖται, er braucht Eppich, d. i. er wird bald sterben, Diogen. 8, 57 u. Suid.; vgl. Euphor. bei Plut. Symp. 5, 3, 3 u. Mein. dazu p. 82. – Wegen der krausen Blätter des Eppichs heißt krauses Haar σελίνων οὐλοτέρη, Philodem. 10 (V, 121); deshalb leiten es Einige von ἑλίσσω, ἕλιξ ab; Andere führen es auf ἕλος zurück, da der Eppich am liebsten in wasserreichen Gegenden wächst. – Nach Hesych. auch die weibliche Schaam. – [Ep. ad. 643 (VII, 621) ist ι kurz gebraucht.]
См. также в других словарях:
στεφάνωμα — στεφάνωμα, το και στεφάνωση, η 1. περιβολή με στεφάνι. 2. επιβράβευση, ανταμοιβή. 3. στέψη: Το στεφάνωμά τους έγινε από το δεσπότη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στεφάνωμα — that which surrounds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφάνωμα — το, ΝΜΑ [στεφανῶ, ώνω] η τέλεση τού μυστηρίου τού γάμου, η στέψη, ο γάμος νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού στεφανώνω, τοποθέτηση στεφάνου στο κεφάλι κάποιου 2. τοποθέτηση στεφάνου σε ηρώο, σε ανδριάντα ή σε άλλο μνημείο σε ένδειξη τιμής και σεβασμού… … Dictionary of Greek
στεφάνωμ' — στεφάνωμα , στεφάνωμα that which surrounds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανωμάτων — στεφάνωμα that which surrounds neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανώμασι — στεφάνωμα that which surrounds neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανώμασιν — στεφάνωμα that which surrounds neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανώματα — στεφάνωμα that which surrounds neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανώματι — στεφάνωμα that which surrounds neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανώματος — στεφάνωμα that which surrounds neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανώμαθ' — στεφανώματα , στεφάνωμα that which surrounds neut nom/voc/acc pl στεφανώματι , στεφάνωμα that which surrounds neut dat sg στεφανώματε , στεφάνωμα that which surrounds neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)