Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

στερώ

  • 1 στερώ

    [старо] р. лишать, отнимать.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στερώ

  • 2 лишить

    -шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лишённый, βρ: -шён, -шена, -шею
    ρ.σ.μ.
    στερώ, αποστερώ αφαιρώ•

    лишить свободы στερώ της ελευθερίας•

    лишить гражданских прав στερώ των πολιτικών δικαιωμάτων•

    -возможности στερώ της δυνατότητας•

    лишить чина καθαιρώ του αξιώματος•

    лишить наследства αποκληρώνω•

    лишить удобного случая στερώ της κατάλληλης ευκαιρίας.

    εκφρ.
    лишить слова – στερώ του λόγου (δε δίνω το λόγο να μιλήσει)•
    лишить жизни – αφαιρώ τη ζωή (φονεύω).
    στερούμαι, χάνω•

    лишить чувств χάνω τις αισθήσεις•

    лишить разума χάνω το λογικό•

    чувства слуха χάνω την ακοή, κουφαίνρμαι•

    доверия χάνω την εμπιστοσύνη.

    εκφρ.
    лишить рассудка – χάνω τα λογικά μου (παραφρονώ).

    Большой русско-греческий словарь > лишить

  • 3 лишить

    лишить στερώ \лишиться στερούμαι· \лишиться зрения χάνω την ώρασή μου
    * * *

    Русско-греческий словарь > лишить

  • 4 осиротить

    -очу, -отишь
    ρ.σ.μ.
    ορφανεύω, αφήνω ορφανό, στερώ των γονέων. || στερώ κάποιον από προσφιλή πρόσωπο.

    Большой русско-греческий словарь > осиротить

  • 5 хлеб

    -а, πλθ. хлебы κ. хлеба α.
    1. ψωμί•

    пшеничный хлеб σιταρίσιο ψωμί•

    белый хлеб άσπρο ψωμί•

    чрный хлеб μαύρο ψωμί•

    ржаной хлеб βρίζινο ψωμί•

    кусок -а κομμάτι ψωμιού•

    ломоть -а η φέτα ψωμιού•

    чрстый хлеб μπαγιάτικο ψωμί•

    пеклеванный хлеб μαύρο βρίζινο ψωμί•

    домашний -σπιτίσιο ψωμί.

    2. το σιτάρι. || πλθ. -а τα σιτηρά, τα δημητριακά• τα γεννήματα. || τα αγρωστοειδή, -ώδη, τα σιτοειδή, -ώδη.
    3. πλθ. хлеба τροφή• διατροφή.,
    4. μτφ. μέσα ύπαρξης, συντήρησης•

    добывать хлеб βγάζω το ψωμί•

    отбивать хлеб у кого κόβω στερώ (στερώ) το ψωμί κάποιου•

    лёгкий хлеб εύκολη απόκτηση ψωμιού (των μέσων συντήρησης).

    εκφρ.
    насущный хлеб – α) ο επιούσιος άρτος, β) το πιο βασικό για την ύπαρξη• —соль; хлеб да соль; хлеб и соль καλή όρεξη (ευχή)• —соль α) τρατάρισμα, προσφορά, κέρασμα, β) φροντίδα, μέριμνα• κηδεμονία;•
    водить —соль с кем – πιάνω φιλία, σχέσεις με κάποιον•
    жить на -ах у кого – α) ζω οικότροφος σε κάποιον, β) παρασιτώ σε κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > хлеб

  • 6 собственность

    1. (имущество, принадлежащее кому-л.) η περιουσί/α
    η κυριότητα
    лишать - и στερώ/αφαιρώ την -
    2. (принадлежность кому-, чему-л. с правом полного распоряжения) η ιδιοκτησί/α, η περιουσία
    передача права - и μεταβίβαση των δικαιωμάτων - ας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > собственность

  • 7 задержать

    задержать, задерживать 1) καθυστερώ; σταματώ (остановить) \задержать противника στα ματώ τον εχθρό \задержать ответ κα θυστερώ την απάντηση меня задержали με καθυστέρησαν 2) (арестовать) συλλαβαίνω, πιάνω 3) (приостановить) κρατώ \задержать дыхание κρατώ την αναπνοή \задержаться αργώ, καθυ στερώ; где вы так задержа лись? πού αργήσατε τόσο; Я немного задержусь θ' αργήσω λίγο
    * * *
    = задерживать
    1) καθυστερώ; σταματώ ( остановить)

    задержа́ть проти́вника — σταματώ τον εχθρό

    задержа́ть отве́т — καθυστερώ την απάντηση

    меня́ задержа́ли — με καθυστέρησαν

    2) ( арестовать) συλλαβαίνω, πιάνω

    задержа́ть дыха́ние — κρατώ την αναπνοή

    Русско-греческий словарь > задержать

  • 8 дисквалнфяцировать

    дисквалнфя||ци́ровать
    сов и несов στερώ τά δικαιώματα, κηρύττω ἀναρμόδιο[ν], ἀποκλείω (ἀθλητή κ.λ.π.).

    Русско-новогреческий словарь > дисквалнфяцировать

  • 9 кров

    кров
    м ἡ σκεπή, ἡ στέγη:
    остаться без \крова μένω ἄστεγος· лишать \крова στερῶ στέγης· не иметь \крова εἶμαι ἄστεγος· под \кровом κάτω ἀπό τή σκέπη.

    Русско-новогреческий словарь > кров

  • 10 лишать

    лишать
    несов (кого-л., чего-л.) στερώ, ἀποστερώ, ἀφαιρώ:
    \лишать гражданских прав ἀποστερώ τῶν πολιτικών δικαιωμάτων \лишать свободы φυλακίζω· \лишать наследства ἀποκληρώνω· \лишать кого-л. жизни σκοτώνω κάποιον, ἀφαιρώ τή ζωή κάποιού \лишать себя жизни αὐτοκτονω.

    Русско-новогреческий словарь > лишать

  • 11 обезличивать

    обезли́ч||ивать
    несов στερώ (или ἀφαιρώ) τήν ἀτομικότητα ἀπό κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > обезличивать

  • 12 отказать

    отказать
    сов, отказывать несов
    1. (кому-л. в чем-л.) ἀρνιέμαι, ἀπορρίπτω:
    \отказать в просьбе ἀπορρίπτω παράκληση· \отказать в визе ἀρνοῦμαι νά θεωρήσω (διαβατήριο)· \отказать кому́-л. в иске юр. ἀπορρίπτω ἀγωγήν ни в чем себе не отказывать δέν στερώ τόν ἐαυτό μου ἀπό τίποτε· отказывать себе в чем-л. στεροῦμαν отказывать себе во всем τά στεροῦμαι ὅλα·
    2. (о механизме и т. п.) σταματώ·
    3. (завещать) уст. ἀφήνω κληρονομιά, κληροδοτώ· ◊ не откажите в любезности ἔχετε τήν καλοσύνη· ему́ нельзя отказать в таланте δέν μπορεί κανείς νά ἀμφισβητήσει τό ταλέντο του· \отказать от дома кому́-л. уст. παύω νά δέχομαι κάποιον στό σπίτι μου, κλείνω τήν πόρτα σέ κάποιον \отказать от должности уст. ἀπολύω ἀπ· τήν θέση (ἀπ' τήν ὑπηρεσία).

    Русско-новогреческий словарь > отказать

  • 13 право

    прав||о I
    с
    1. τό δικαίωμα:
    \право голоса τό δικαίωμα ψήφου· всеобщее избирательное \право δικαίωμα ψήφου γιά ὅλους· гражданские \правоа́ τά πολιτικά δικαιώματα· поражение в \правоа́х ἡ στέρησις τῶν δικαιωμάτων восстановление в \правоах ἡ ἀποκατάσταση τῶν δικαιωμάτων получить \право гражданства прям., перен πολιτογρα-φοῦμαι· отстаивать свой \правоа́ διεκδικώ τά δικαιώματα μου· иметь \право на что́-л. ἔχω δικαίωμα γιά κάτν лишать \правоа στερώ τών δικαιωμάτων вступать в свой \правоа μπαίνω σέ ἰσχύ, τίθεμαι ἐν ίσχύϊ· весна вступила в свой \правоа Εφτασε ἡ ἀνοιξη· с полным \правоом μέ πλήρες δικαίωμα· по какому \правоу? μέ ποιο δικαίωμα;· по \правоу δικαιωματικά· 2· юр. τό δίκαιο[ν]:
    гражданское \право τό ἀστικό δίκαιο· уголовное \право τό ποινικό δίκαιο· международное \право τό διεθνές δίκαιο·
    3. (свидетельство) ἡ ἄδεια:
    водительские \правоа ἄδεια ὀδηγοῦ αὐτοκινήτου.
    право II
    вводн. сл. μά τήν ἀλήθεια:
    я, \право-, не знаю μά τήν ἀλήθεια δέν ξέρω.

    Русско-новогреческий словарь > право

  • 14 хлеб

    хлеб
    м
    1. (печеный) τό ψωμί, ὁ ἄρτος:
    белый (пшеничный) \хлеб τό ἄσπρο ψωμί· черный (ржаной) \хлеб τό μαῦρο ψωμί· черствый \хлеб τό μπαγιάτικο ψωμί· каравай \хлеба τό καρβέλι· ломо́ть \хлеба ἕνα κομμάτι ψωμί·
    2. (зерно и растение) τό σιτάρι, ὁ σίτος/ τά σιτηρά (хлеба):
    ссыпать \хлеб в амбары ἀποθηκεύω τό σιτάρι· озимые \хлеба τά πρώιμα (или τά φθινοπωριάτικα) σιτηρά· яровые \хлеба τά ἀνοιξιάτικα σιτηρά·
    3. (пропитание; средства к существованию) разг τό ψωμί, ὁ ἄρτος:
    зарабатывать себе на \хлеб βγάζω τό ψωμί μου· лишать кого́-л. куска \хлеба στερώ τό ψωμί κάποιου· ◊ \хлеб да соль! καλή δρεξη!· \хлеб насущи́ый ὁ ἐπιούσιος ἄρτος· отбивать \хлеб у кого́-л. παίρνω τό ψωμί κάποιου· жить на чужих \хлеба́х μέ ταΐζουν ἄλλοι· перебиваться с \хлеба на квас τρώγω ψωμί καί σουγιά.

    Русско-новогреческий словарь > хлеб

  • 15 обезличивать

    [αμπιζλίτσιβατ'] ρ. στερώ την ατομικότητα από κάποιον

    Русско-греческий новый словарь > обезличивать

  • 16 обезличивать

    [αμπιζλίτσιβατ'] ρ στερώ την ατομικότητα από κάποιον

    Русско-эллинский словарь > обезличивать

  • 17 бесславить

    -влю, -вишь ρ.δ.μ.
    στερώ της δόξας, ντροπιάζω, αισχύνω.

    Большой русско-греческий словарь > бесславить

  • 18 возможность

    θ.
    δυνατότητα, ενδεχόμενο, πιθανότητα•

    большие -и μεγάλες δυνατότητες•

    нет никакой -и όχι δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα•

    дать возможность кому δίνω τη δυνατότητα σε•

    лишить -и στερώ τη δυνατότητα.

    || ευκαιρία•

    нет у меня -и δεν έχω ευκαιρία, δεν είμαι εύκαιρος.

    εκφρ.
    до последней -и – με κάθε δυνατότητα, μ’ όλα τα δυνατά, μ’ ό,τιείναι δυνατόν•
    по -и ή по мере -и – κατά το δυνατόν, στο μέτρο των δυνατοτήτων•
    при первой ή ближайшей -и – με την πρώτη ευκαιρία•; нет -и δεν υπάρχει δυνατότητα, είναι αδύνατον.

    Большой русско-греческий словарь > возможность

  • 19 выбросить

    -ошу, -осишь, προστκ. выбрось, κ. выброси, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выброшенный, βρ: -шен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ έξω•

    он -ил окурок в окно αυτός πέταξε τη γόπα έξω από το παράθυρο•

    выбросить мусор πετώ έξω τα σκουπίδια.

    || μτφ. διαγράφω, σβήνω, περικόπτω, απορρίπτω•

    в цензуре -ли основное η λογοκρισία απέρριψε το βασικό.

    || μτφ. σπαταλώ, ξοδεύω, δαπανώ άσκοπα, σκορπώ•

    выбросить зря деньги σπαταλώ τα χρήματα•

    выбросить на ветер сто рублей σκορπίζω στον αέρα (εξανεμίζω) εκατό ρούβλια.

    2. προτείνω, προβάλλω, τεντώνω, τινάζω•

    выбросить руку вправо τεντώνω το χέρι δεξιά•

    -винтовку выбросить προτείνω το τουφέκι.

    3. προπέμπω, προαποστέλλω, εξαποστέλλω.
    4. αναδίδω, εκφύω, βλαστίζω.
    5. βγάζω, ρίχνω•

    выбросить товары на рынок ρίχνω εμπορεύματα στην αγορά.

    εκφρ.
    выбросить из головы, сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι (νου), την καρδιά, τη μνήμη (ξεχνώ)•
    -лозунг ή призыв – ρίχνω σύνθημα•
    выбросить на улицу – α) ρίχνω, πετώ στο δρόμο, διώχνω από το σπίτι, β) στερώ των μέσων ύπαρξης, πετώ στο δρόμο.
    ρίχνομαι, πηδώ κάτω•

    он -ился из окна αυτός ρίχτηκε (έπεσε) κάτω από το παράθυρο.

    || εξοκέλλω• προσαράσσω. || ξεσπώ, βγαίνω, πετάγομαι απότομα, με δύναμη (για καπνό, φλόγα, νερό κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > выбросить

  • 20 выхолостить

    -лощу, -лостишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выхолощенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    ευνουχίζω. || μτφ. στειρεύω, κάνω στείρο, στερώ της ζωτικότητας, της ζωντάνιας.

    Большой русско-греческий словарь > выхолостить

См. также в других словарях:

  • στερώ — στερῶ, έω, ΝΜΑ αφαιρώ από κάποιον κάτι (α. «τού στέρησαν την ελευθερία του» β. «στερεῑν μισθόν», Ανθ.Παλ.) νεοελλ. παθ. στερούμαι μού λείπει κάτι, κυρίως έχω έλλειψη αναγκαίων για τη ζωή μέσων, υποφέρω από ένδεια («έζησε στερημένη ζωή») αρχ. (το… …   Dictionary of Greek

  • στερώ — στερώ, στέρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στέρω — Α αχρ. τ. ενεστ. τού ρ. στέρομαι* …   Dictionary of Greek

  • στερώ — στέρησα, στερήθηκα, στερημένος, αφαιρώ κάτι από κάποιον: Μου στέρησαν την ελευθερία μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στερῶ — στερέω deprive aor subj pass 1st sg (attic epic doric) στερέω deprive fut ind act 1st sg (attic epic doric) στερέω deprive pres subj act 1st sg (attic epic doric) στερέω deprive pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατέμβω — (Α) 1. κακομεταχειρίζομαι, στερώ 2. παθ. στερούμαι, χάνω 3. μέσ. επιπλήττω, κατακρίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. ινδ. dabhnόti «βλάπτω», dambhά , αρσ. «απάτη». Το α του ατέμβω πιθ. αθροιστικό ή επιτατικό. Το ρ. ατέμβω… …   Dictionary of Greek

  • ατίζω — ἀτίζω (Α) 1. δεν τιμώ κάποιον, αδιαφορώ 2. στερώ κάποιον από την τιμή που του οφείλεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + θέμα του τίω, σπάνιος σχηματισμός ρήματος σε ίζω, που δεν είναι ονοματικό παράγωγο, με πιθανή επίδραση του ατιμάζω ή του ουκ αλεγίζω …   Dictionary of Greek

  • ξεκληρώ — έω και άω (Μ ξακληρῶ, έω) ξεκληρίζω μσν. στερώ από κάποιον εδάφη ή άλλη περιουσία που τού ανήκουν με κληρονομικό δικαίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικά ξακληρῶ < ξ(ε) * + ἀκληρῶ «στερώ από κάποιον εδάφη που τού ανήκουν», απ όπου το ξεκληρώ] …   Dictionary of Greek

  • ορφανίζω — (Α ὀρφανίζω) [ορφανός] κάνω κάποιον ορφανό, τού στερώ τους γονείς αρχ. 1. στερώ, αποστερώ («ὀρφανίζεσθαι τῶν φίλων», Γοργι.) 2. εκβάλλω, αφαιρώ 3. απαλείφω, εξαλείφω …   Dictionary of Greek

  • παραιρώ — έω, Α [αιρώ] 1. απομακρύνω κάτι από κάποιον, αποσύρω 2. (με γεν. διαιρ.) αφαιρώ μέρος από ένα όλον («τῆς λύπης παραιρεῑν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον», Υπερ.) 3. μέσ. παραιροῡμαι, έομαι α) αποσπώ κάτι από κάποιον και τό οικειοποιούμαι («πόλεις παραιρεῑται… …   Dictionary of Greek

  • στέρηση — η / στέρησις, ήσεως, ΝΜΑ, και στέρεσις Α η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στερώ, αφαίρεση, απόσπαση, αποστέρηση, έλλειψη, ανυπαρξία (α. «στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων» β. «στέρησις αἰσθήσεως ὁ θάνατος», Επίκ.) νεοελλ. 1. η έλλειψη τών αναγκαίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»