Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

στερούμαι

  • 1 лишиться

    лиши́тьсяся зре́ния — χάνω την ώρασή μου

    Русско-греческий словарь > лишиться

  • 2 обнажить

    -жу, -жшдь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обнаженный, βρ: -жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. γδύνω, ξεντύνω, (απο)γυμνώνω, (ξε)γυμνώνω•

    обнажить грудь ξεγυμνώνω το στήθος•

    обнажить ребнка ξεντύνω το παιδάκι•

    обнажить голову αποκαλύπτομαι, βγάζω το καπέλο.

    2. (για φυτά) στερώ του φυλλώματος.
    3. αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, βγάζω έξω•

    обнажить корни дерева βγάζω έξω τις ρίζες του δέντρου.

    || μτφ. φανερώνω, βγάζω στα φόρα.
    4. ξιφουλκώ, ξεσπαθώνω, γυμνώνω το ξίφος• ξεθηκαρώνω;
    5. μτφ. αφήνω ακάλυπτο, απροστάτευτο εκθέτω σε κίνδυνο•

    обнажить фланг αφήνω ακάλυπτο το πλευρό.

    1. (απο)γυμνώνομαι, ξεγυμνώνομαι• ξεντύνομαι.
    2. (για φυτά) στερούμαι του φυλλώματος.
    3. (για τόπο) στερούμαι φυτών.
    4. φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα.
    5. μτφ. μένω ακάλυπτος, απροστάτευτος• εκτίθεμαι σε κίνδυνο•

    фронт -лся το μέτωπο έμεινε ακάλυπτο.

    Большой русско-греческий словарь > обнажить

  • 3 лишить

    лишить στερώ \лишиться στερούμαι· \лишиться зрения χάνω την ώρασή μου
    * * *

    Русско-греческий словарь > лишить

  • 4 недостаток

    недостат||ок
    м
    1. (нехватка) ἡ ἔλλει-Ψη [-ΐζ], ἡ ἀνεπάρκεια:
    \недостаток рабочих рук ἡ Ελλειψη ἐργατικών χεριών за \недостатокком чего-л. λόγω ἐλλειψης...· не испытывать \недостатокка ни в чем δέν στεροῦμαι τίποτε·
    2. (несовершенство, дефект) τό ἐλάττωμα, ἡ ἀτέλεια, τό ψεγάδι.

    Русско-новогреческий словарь > недостаток

  • 5 нуждаться

    нужд||аться
    несов
    1. (в ком-л., β чем-л.) χρειάζομαι, χρήζω, ἔχω ἀνάγκη:
    \нуждаться в помощи ἔχω ἀνάγκη βοηθείας· она ни в чем не будет \нуждаться δέν θά ἔχει ἀνάγκη ἀπό τίποτε· это \нуждатьсяается в изучении αὐτό πρέπει νά μελετηθεί· это сообщение \нуждатьсяа́-ется в подтверждении αὐτή ἡ είδηση χρειάζεται νά ἐπιβεβαιωθεί·
    2. (быть β бедности) εἶμαι φτωχός, στερούμαι:
    он \нуждатьсяается εἶναι φτωχός· \нуждаться в деньгах ἔχω ἀνάγκη ἀπό λεφτά.

    Русско-новогреческий словарь > нуждаться

  • 6 отказать

    отказать
    сов, отказывать несов
    1. (кому-л. в чем-л.) ἀρνιέμαι, ἀπορρίπτω:
    \отказать в просьбе ἀπορρίπτω παράκληση· \отказать в визе ἀρνοῦμαι νά θεωρήσω (διαβατήριο)· \отказать кому́-л. в иске юр. ἀπορρίπτω ἀγωγήν ни в чем себе не отказывать δέν στερώ τόν ἐαυτό μου ἀπό τίποτε· отказывать себе в чем-л. στεροῦμαν отказывать себе во всем τά στεροῦμαι ὅλα·
    2. (о механизме и т. п.) σταματώ·
    3. (завещать) уст. ἀφήνω κληρονομιά, κληροδοτώ· ◊ не откажите в любезности ἔχετε τήν καλοσύνη· ему́ нельзя отказать в таланте δέν μπορεί κανείς νά ἀμφισβητήσει τό ταλέντο του· \отказать от дома кому́-л. уст. παύω νά δέχομαι κάποιον στό σπίτι μου, κλείνω τήν πόρτα σέ κάποιον \отказать от должности уст. ἀπολύω ἀπ· τήν θέση (ἀπ' τήν ὑπηρεσία).

    Русско-новогреческий словарь > отказать

  • 7 голодать

    ρ.δ.
    1. πεινώ, υποφέρω από πείνα. || στερούμαι απαραιτήτων, δεν επαρκώ.
    2. ασιτώ, δεν τρώγω, απέχω τροφής• μένω χωρίς τροφή.

    Большой русско-греческий словарь > голодать

  • 8 денатурализовать

    -зую, -зуешь, ρ.δ.κ.σ.μ. (νομ.) αφαιρώ, στερώ την ιθαγένεια.
    χάνω, στερούμαι την ιθαγένεια.

    Большой русско-греческий словарь > денатурализовать

  • 9 дисквалифицировать

    -рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.μ. (γραπ. λόγος) εξαιρώ, αποκλείω, στερώ για ανικανότητα, αναξιότητα.
    εξαιρούμαι, αποκλείομαι, στερούμαι του δικαιώματος.

    Большой русско-греческий словарь > дисквалифицировать

  • 10 доверие

    ουδ.
    εμπιστοσύνη, πίστη, αξιοπιστία•

    войти в доверие αποκτώ τήν εμπιστοσύνη•

    облечь -ем περιβάλλω με εμπιστοσύνη•

    оказать доверие кому-н. δίνω εμπιστοσύνη σε κάποιον, εμπιστεύομαι•

    питать кому-н. доверие τρέφω εμπιστοσύνη σε κάποιον•

    лишиться -я στερούμαι της εμπιστοσύνης•

    терять доверие χάνω την εμπιστοσύνη•

    нарушить чь-н. доверие απιστώ, κάνω απιστία•

    слепое доверие τυφλή εμπιστοσύνη•

    употреблять во зло чью-либо доверие καταχρώμαι της εμπιστοσύνης κάποιου•

    я имею от него доверие είμαι εξουσιοδοτημένος απ' αυτόν•

    полное доверие πλήρης, εμπιστοσύνη•

    человек достойный -я αξιόπιστος άνθρωπος•

    не внушать доверие δεν.εμπνέω εμπιστοσύνη•

    пользоваться полным -ем είμαι αξιόπιστος•

    завоевать доверие αποκτώ την εμπιστοσύνη.

    Большой русско-греческий словарь > доверие

  • 11 зрение

    ουδ.
    όραση•

    слабое зрение αδύνατη όραση•

    лишиться -я στερούμαι της όρασης ή του φωτός, χάνω την όραση, το φως•

    обман -я οπτική απάτη (οφθαλμαπάτη).

    εκφρ.
    поле -я – πεδίο όρασης, οπτικό πεδίο νοητή έκταση ενός τομέα, επιστήμης κλπ. точка -я άποψη, γνώμη•
    изложить свою точку -я – εκθέτω την άποψη μου•
    под углом -я – με γωνία όρασης (όπως το βλέπω ή το εκτιμώ εγώ),

    Большой русско-греческий словарь > зрение

  • 12 лишить

    -шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лишённый, βρ: -шён, -шена, -шею
    ρ.σ.μ.
    στερώ, αποστερώ αφαιρώ•

    лишить свободы στερώ της ελευθερίας•

    лишить гражданских прав στερώ των πολιτικών δικαιωμάτων•

    -возможности στερώ της δυνατότητας•

    лишить чина καθαιρώ του αξιώματος•

    лишить наследства αποκληρώνω•

    лишить удобного случая στερώ της κατάλληλης ευκαιρίας.

    εκφρ.
    лишить слова – στερώ του λόγου (δε δίνω το λόγο να μιλήσει)•
    лишить жизни – αφαιρώ τη ζωή (φονεύω).
    στερούμαι, χάνω•

    лишить чувств χάνω τις αισθήσεις•

    лишить разума χάνω το λογικό•

    чувства слуха χάνω την ακοή, κουφαίνρμαι•

    доверия χάνω την εμπιστοσύνη.

    εκφρ.
    лишить рассудка – χάνω τα λογικά μου (παραφρονώ).

    Большой русско-греческий словарь > лишить

  • 13 насидеть

    -ижу, -идишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насиженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κλωσσώ•

    курица -ла на все яйца η κλώσσα κλώσσισε όλα τ αυγά.

    2. μτφ. παθαίνω από το πολύ καθησιό•

    насидеть геморрой παθαίνω αιμορροΐδες από το πολύ καθησιό.

    1. κάθομαι πολύ, χορταίνω καθησιό.
    2. (με την πρόθ. без κ. ουσ.) στερούμαι κάθομαι, μένω χωρίς•

    без дела κάθομαι χωρίς δουλιά (ασχολία)•

    насидеть без денег μένω χωρίς χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > насидеть

  • 14 обезволеть

    -ею, -еешь
    ρ.σ. στερούμαι της θέλησης, της βούλησης.

    Большой русско-греческий словарь > обезволеть

  • 15 обезденежеть

    -жею, -жеешь
    ρ.σ. στερούμαι χρημάτων.

    Большой русско-греческий словарь > обезденежеть

  • 16 обезземелеть

    -ею, -еешь
    ρ.σ. στερούμαι γης, γίνομαι ακτήμονας.

    Большой русско-греческий словарь > обезземелеть

  • 17 обезлошадеть

    -ею, -еешь
    ρ.σ. μένω χωρίς άλογα, στερούμαι αλόγων.

    Большой русско-греческий словарь > обезлошадеть

  • 18 обезножеть

    -ею, -еешь
    ρ.σ.
    στερούμαι των ποδιών, μένω χωρίς πόδια. || κόβονται τα πόδια μου από το βάδισμα, ξεποδαριάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обезножеть

  • 19 обессмыслить

    ρ.σ.μ. στερώ νοήματος, έννοιας ή περιεχομένου. || κάνω τι ανόητο, ανέκφραστο.
    στερούμαι νοήματος ή περιεχομένου.

    Большой русско-греческий словарь > обессмыслить

  • 20 обесточивать

    ρ.δ.
    βλ. обесточить.
    στερούμαι ηλεκτρικού ρεύματος.

    Большой русско-греческий словарь > обесточивать

См. также в других словарях:

  • στερούμαι — στερούμαι, στερήθηκα, στερημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: στερούμαι : στην παθητική φωνή σημαίνει κυρίως δεν έχω κάτι ή κάποιον (π.χ. έχει στερηθεί από μικρός τους γονείς του) / μου λείπει κάτι ή δεν έχω κάποια ιδιότητα (π.χ. στερείται οικονομικών …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στερούμαι — στερούμουν, στερήθηκα, στερημένος, έχω έλλειψη κάποιου πράγματος, υποφέρω από φτώχεια: Στερήθηκε τα πάντα στη ζωή της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στεροῦμαι — στερέω deprive fut ind mid 1st sg (attic epic doric) στερέω deprive pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • απορώ — (AM ἀπορῶ, έω) [άπορος] 1. βρίσκομαι σε αμηχανία ή σύγχυση 2. ανησυχώ, στενοχωριέμαι μσν. νεοελλ. εκπλήσσομαι, παραξενεύομαι αρχ. μσν. (μτχ. πρκμ.) ὁ ἠπορημένος φτωχός, δυστυχισμένος αρχ. 1. είμαι άπορος, στερούμαι των μέσων διαβίωσης 2. διστάζω… …   Dictionary of Greek

  • ατέμβω — (Α) 1. κακομεταχειρίζομαι, στερώ 2. παθ. στερούμαι, χάνω 3. μέσ. επιπλήττω, κατακρίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. ινδ. dabhnόti «βλάπτω», dambhά , αρσ. «απάτη». Το α του ατέμβω πιθ. αθροιστικό ή επιτατικό. Το ρ. ατέμβω… …   Dictionary of Greek

  • επιδέω — (I) ἐπιδέω (Α) 1. δένω επάνω, προσδένω («ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους έπιδέεσθαι» λοφία πάνω στα κράνη, Ηρόδ.) 2. δένω με επίδεσμο, φασκιώνω («πολλοὺς... τραύματα ἐπιδεδεμένους», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δέω «δένω»]. (II) ἐπιδέω (AM) είμαι ελλιπής,… …   Dictionary of Greek

  • επιδεύομαι — ἐπιδεύομαι (Α) 1. μού λείπει κάτι, στερούμαι («νῡν δ’ ἤδη τούτων ἐπιδεύομαι», Ομ. Οδ.) 2. χρειάζομαι τη βοήθεια κάποιου («σεῡ ἐπιδευόμενος») 3. υστερώ, μειονεκτώ («πολλὸν κείνων ἐπιδεύεαι ἀνδρῶν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δεύομαι «στερούμαι, έχω… …   Dictionary of Greek

  • συμπένομαι — Α στερούμαι κάτι μαζί με άλλους («συμπένομαι τοῑς πολίταις τούτου τοῡ πράγματος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πένομαι «είμαι φτωχός, στερούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • συστερούμαι — έομαι, ΜΑ [στεροῦμαι] στερούμαι επί πλέον …   Dictionary of Greek

  • χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»