-
21 голос
-а (-у), πλθ. голоса α.1. φωνή, φθόγγος•высокий голос ψηλή φωνή•
низкий голос χαμηλή φωνή•
тонкий голос ψιλή (λεπτή) φωνή•
голос соловья φωνή αηδονιού•
звонкий голос ηχηρή φωνή•
глухой -υπόκωφη φωνή•
мужской голос ανδρική φωνή•
женский голос γυναικεία φωνή•
узнать по -у γνωρίζω από τη φωνή•
во весь голос μ’ όλη τη δύναμη της φωνής, στεντόρεια•
прислушиваться к -у масс αφουγκράζομαι τη φωνή (γνώμη) των μαζών.
2. (μουσ.) φωνή•второй голос δεύτερη φωνή.
3. ήχος•голос ветра η βουή του ανέμου.
4. μτφ. υπαγόρευση•голос рассудка η φωνή της λογικής•
голос совести η φωνή της συνείδησης•
голос крови η φωνή του αίματος (εσωτερική παρόρμηση εκδίκησης φόνου)•
голос страсти η φωνή του πάθους.
5. η ψήφος•право -а δικαίωμα ψήφου•
решающий голос θετική ψήφος•
совещательный голос συμβουλευτική ψήφος•
лишать права на -а στερώ το δικαίωμα ψήφου (του εκλέγειν)•
произвести подсчет -ов κάνω διαλογή των ψήφων•
избрать большинством -ов εκλέγω με πλειοψηφία.
εκφρ.в голос ή не своим -ом кричать, плакать – μεγαλόφωνα, δυνατά κράζω, κλαίω• (все) в один голос (όλοι) με μια φωνή, ομόφωνα•в -е (быть) – ηχώ καλά•с -а учить, запоминать – φωναχτά μαθαίνω, απομνημονεύω•с чужого -а говорить – είμαι μεγάφωνο άλλου, είμαι φερέφωνο, δεν έχω δική μου γνώμη. -
22 дезавуировать
-рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.μ. (γραπ. λόγος) αποκηρύσσω, στερώ της εμπιστοσύνης. || αρνούμαι, ανακαλώ ό,τι είπα ή έπραξα. -
23 денатурализовать
-зую, -зуешь, ρ.δ.κ.σ.μ. (νομ.) αφαιρώ, στερώ την ιθαγένεια.χάνω, στερούμαι την ιθαγένεια. -
24 дисквалифицировать
-рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.μ. (γραπ. λόγος) εξαιρώ, αποκλείω, στερώ για ανικανότητα, αναξιότητα.εξαιρούμαι, αποκλείομαι, στερούμαι του δικαιώματος. -
25 засушить
-ушу, -ушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засушенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.1. ξηραίνω• στεγνώνω•засушить цветы ξηραίνω τα λουλούδια.
2. παρατηγανίζω, παρακαβουρδίζω.3. μτφ. κάνω τι αμυδρό, άτονο, στερώ της ζωντάνιας.ξηραίνομαι, στεγνώνω. -
26 крыло
-ά, πλθ. крылья-ьев κ. παλ. -έ, крыл, крылом ουδ.1. φτερό, πτερό, φτερούγα, πτέρυγα•орёл распустил свои крылья ο αετός άνοιξε τις φτερούγες του•
крылья бабочки τα φτερά της πεταλούδας•
махать крыльями χτυπώ τα φτερά, φτερουγίζω•
крыло автомобиля το φτερό αυτοκινήτου (προφυλακτήρας από τη λάσπη)•
крыло самолёта η πτέρυγα του αεροπλάνου.
2. πτερύγιο έλικα, ανεμόμυλου.3. πλευρά αλιευτικού διχτιού.4. πτέρυγα στρατ. τμήματος (σε διάταξη μάχης).5. πτέρυγα οικοδομής.6. πτέρυγα (κόμματος, οργάνωσης κ.τ.τ.)• левое крыло буржуазных партий η αριστερή πτέρυγα των αστικών κομμάτων.εκφρ.- лья носа – τα πτερύγια της μύτης•опустить -лья – παρακμάζω, κόβονται τα φτερά μου•подрезать (обрезать, подсечь) -лья кому – κόβω τη φόρα κάποιου, κόβω το βήχα (στερώ των δυνατοτήτων, της δραστηριότητας)•расправить -лья – απλώνω τα φτερά αναπτύσσω όλη τη δραστηριότητα. -
27 наследство
-а ουδ.1. κληρονομιά, κληρονόμημα•оставить большое наследство αφήνω μεγάλη κληρονομιά•
получить наследство παίρνω κληρονομιά•
раздел -а μοίρασμα της κληρονομιάς•
права -ва δικαιώματα κληρονομιάς•
лишить -а στερώ της κληρονομιάς, αποκληρώνω•
литературное наследство (μτφ.) λογοτεχνική κληρονομιά.
2. διαδοχή•война за испанское наследство πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας (των λατινοαμερικανικών κτήσεων).
εκφρ.по -у – επίρ. κληρονομικά, από κληρονομιά. -
28 обезволить
ρ.σ.μ. στερώ της βούλησης, της θέλησης. -
29 обезденежить
-жу, -жишьρ.σ.μ. στερώ χρημάτων. -
30 обездушить
-шу, -шишьρ.σ.μ.στερώ περιεχομένου, νοήματος, ψυχικής υπόστασης. -
31 обезземелить
ρ.σ.μ. στερώ της γης, καθιστώ ακτήμονα. -
32 обезлиствить
-итρ.σ.μ.στερώ του φυλλώματος, αποφυλλίζω, ρίχνω τα φύλλα. -
33 обезножить
-жу, -жишьρ.σ.μ. στερώ των ποδιών, αφήνω χωρίς πόδια. || ξεποδαριάζω. -
34 обессмыслить
ρ.σ.μ. στερώ νοήματος, έννοιας ή περιεχομένου. || κάνω τι ανόητο, ανέκφραστο.στερούμαι νοήματος ή περιεχομένου. -
35 обесточить
-чу, -чишь ρ.σ.μ..στερώ ηλεκτρικού ρεύματος, κόβω, το ρεύμα. -
36 обидеть
-ижу, -йдишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обиженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. θίγω, προσβάλλω.2. δυσαρεστώ, κακοφανίζω.3. στερώ, αδικώ•природа не -ла талантом η φύση δεν τον αδίκησε σε ταλέντο.
προσβάλλομαι, θίγομαι. -
37 обнажить
-жу, -жшдь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обнаженный, βρ: -жн, -жена, -женоρ.σ.μ.1. γδύνω, ξεντύνω, (απο)γυμνώνω, (ξε)γυμνώνω•обнажить грудь ξεγυμνώνω το στήθος•
обнажить ребнка ξεντύνω το παιδάκι•
обнажить голову αποκαλύπτομαι, βγάζω το καπέλο.
2. (για φυτά) στερώ του φυλλώματος.3. αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, βγάζω έξω•обнажить корни дерева βγάζω έξω τις ρίζες του δέντρου.
|| μτφ. φανερώνω, βγάζω στα φόρα.4. ξιφουλκώ, ξεσπαθώνω, γυμνώνω το ξίφος• ξεθηκαρώνω;5. μτφ. αφήνω ακάλυπτο, απροστάτευτο εκθέτω σε κίνδυνο•обнажить фланг αφήνω ακάλυπτο το πλευρό.
1. (απο)γυμνώνομαι, ξεγυμνώνομαι• ξεντύνομαι.2. (για φυτά) στερούμαι του φυλλώματος.3. (για τόπο) στερούμαι φυτών.4. φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα.5. μτφ. μένω ακάλυπτος, απροστάτευτος• εκτίθεμαι σε κίνδυνο•фронт -лся το μέτωπο έμεινε ακάλυπτο.
-
38 общипать
-ипли, -йплешь, προστκ. обши-пли, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. общипанный, βρ: -пан, -а, -оρ.σ.μ. μαδώ, -ίζω, ξεπουπουλίζω•общипать курицу μαδίζω την κότα.
|| απογυμνώνω, στερώ εντελώς. -
39 отбить
отобью, отобьшь, προστκ. отбей; ρ.σ.μ.1. αποσπώ χτυπώντας, θραύω, σπάζω•он -ил руку у статуи αυτός έσπασε το χέρι του αγάλματος.
2. αποκρούω•отбить мяч рукой αποκρούω το τόπι με το χέρι•
отбить нападение αποκρούω επίθεση•
отбить неприятеля αποκρούω τον εχθρό.
3. αποσπώ βίαια• ξαναπαίρνω. || χωρίζω, αποχωρίζω (από το σύνολο).4. παίρνω, αποσπώ.5. εξαλείφω, διώχνω, αποβάλλω. || καταστρέφω, χαλνώ, κόβω•отбить настроение χαλνώ τη διάθεση•
отбить охоту κόβω την όρεξη.
|| στερώ της επιθυμίας για κάτι•дожди -ли нас от всех работ οι βροχές μας σταμάτησαν απ όλες τις δουλειές.
6. χτυπώ, σημειώνω, σημαίνω με χτύπους, κωδωνισμούς. || μεταδίδω•отбить телеграмму μεταδίνω τηλεγράφημα (χτυπώντας στη συσκευή).
|| βλάπτω, κο.υράζω, προξενώ πόνο χτυπώντας•отбить лндони πονούν οι παλάμες από την κρούση•
отбить ноги κουράζω τα πόδια.
7. ισιάζω, οξύνω με σφυρηλατήματα.8. (διαλκ.) ξεχωρίζω μετρώντας.9. χτυπώ γραμμή•отбить ниткой линию χτυπώ γραμμή με την κλωστή.
10. σταματώ, παύω•часы -ли το ρολόγι σταμά-μάτησε (έπαυσε να χτυπά).
1. σπάζω, θραύομαι με χτυπήματα.2. αποκρούω.(απλ.) απαλλάσσομαι, γλυτώνω.3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι μένω πίσω•отбить от отряда ξεκόβομαι από το τμήμα•
корова -лась от стада η αγελάδα ξεκόπηκε από το κοπάδι.
4. ξεκόβω, παύω να ασχολούμαι, να κάνω κάτι.εκφρ.отбить от дома – ξεκόβω από το σπίτι (σπάνια πηγαίνω)•отбить от рук – ξεφεύγω από τα χέρια (την κηδεμονία). -
40 отказать
отказать 1-кажу, скажешьρ.σ.1. αρνούμαι• απορρίπτω•отказать в помощи αρνούμαι τη βοήθεια.
|| (για γάμο) δε δέχομαι, δε συγκατατίθεμαι•она отказала ему αυτή του αρνήθηκε να τον παντρευτεί.
2. στερώ•природа -ла ему в зр-нии η φύση του στέρησε την όραση•
отказать себе в самом необходимом στερούμαι και του πιο απαραίτητου.
|| δεν παραδέχομαι δεν αναγνωρίζω•ему нельзя отказать в таланте δεν μπορώ νααρνηθώ το ταλέντο του.
3. παλ. απολύω, διώχνω αποπέμπω•отказать от места, от работы,от службы απολύω από τη θέση, τη δουλειά, την υπηρεσία.
4. (για μηχανισμούς κ.τ.τ.) σταματώ, δε δουλεύω, δε λειτουργώ. || (για μέλη του σώματος, όργανα κ.τ.τ.) δεν υπακούω ή δεν υποτάσσομαι με εγκαταλείπειπουν•ноги -лись τα πόδια δε μου το λένε•
глаза –ли η όραση με εγκατέλειψε•
голос -ал πάει η φωνή που είχα κάποτε (με εγκατέλειψε).
εκφρ.не -жите в любезности – έχετε την καλωσύνη, κάνετε μου τη χάρη.1. αρνούμαι•отказать выполнить просьбу αρνούμαι να εκπληρώσω την παράκληση.
2. παραιτούμαι από κάτι --от наследства παραιτούμαι από την κληρονομιά. || (για σχέσεις, δεσμούς κ.τ.τ.)• διακόπτω απαρνούμαι•все мой родственники -лись от меня όλοι οι συγγενείς μου με απαρνήθηκαν, δε θεωρώ δικό μου•
отказать от своей подписи αρνούμαι την υπογραφή μου•
отказать от своих слов αρνούμαι τα λόγια μου.
|| εγκταλείπω παρατώ παραιτούμαι• απαρνούμαι•доктора –лись от этого больного οι γιατροί τον αποφάσισαν αυτόν τον άρρωστο•
отказать от своего намерения παραιτούμαι του σκοπού μου•
отказать от должности παραιτούμαι από τη θέση•
отказать от престола παραιτούμαι από το θρόνο.
3. σταματώ, παύω (να υπηρετώ, να εργάζομαι, να υποτάσσομαι κ.τ.τ.).εκφρ.не -жусь(не -лся бы) – δεν αρνούμαι, δε θα αρνιόμουν ευχαρίστως•не -жусь выпить стакан чаю – ευχαρίστως θα πιώ ένα ποτήρι τσάι.отказать 2-ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отказанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ. παλ. (για κληρονομιά) αφήνω, εγκαταλείπω κληροδοτώ.
См. также в других словарях:
στερώ — στερῶ, έω, ΝΜΑ αφαιρώ από κάποιον κάτι (α. «τού στέρησαν την ελευθερία του» β. «στερεῑν μισθόν», Ανθ.Παλ.) νεοελλ. παθ. στερούμαι μού λείπει κάτι, κυρίως έχω έλλειψη αναγκαίων για τη ζωή μέσων, υποφέρω από ένδεια («έζησε στερημένη ζωή») αρχ. (το… … Dictionary of Greek
στερώ — στερώ, στέρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στέρω — Α αχρ. τ. ενεστ. τού ρ. στέρομαι* … Dictionary of Greek
στερώ — στέρησα, στερήθηκα, στερημένος, αφαιρώ κάτι από κάποιον: Μου στέρησαν την ελευθερία μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στερῶ — στερέω deprive aor subj pass 1st sg (attic epic doric) στερέω deprive fut ind act 1st sg (attic epic doric) στερέω deprive pres subj act 1st sg (attic epic doric) στερέω deprive pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατέμβω — (Α) 1. κακομεταχειρίζομαι, στερώ 2. παθ. στερούμαι, χάνω 3. μέσ. επιπλήττω, κατακρίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. ινδ. dabhnόti «βλάπτω», dambhά , αρσ. «απάτη». Το α του ατέμβω πιθ. αθροιστικό ή επιτατικό. Το ρ. ατέμβω… … Dictionary of Greek
ατίζω — ἀτίζω (Α) 1. δεν τιμώ κάποιον, αδιαφορώ 2. στερώ κάποιον από την τιμή που του οφείλεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + θέμα του τίω, σπάνιος σχηματισμός ρήματος σε ίζω, που δεν είναι ονοματικό παράγωγο, με πιθανή επίδραση του ατιμάζω ή του ουκ αλεγίζω … Dictionary of Greek
ξεκληρώ — έω και άω (Μ ξακληρῶ, έω) ξεκληρίζω μσν. στερώ από κάποιον εδάφη ή άλλη περιουσία που τού ανήκουν με κληρονομικό δικαίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικά ξακληρῶ < ξ(ε) * + ἀκληρῶ «στερώ από κάποιον εδάφη που τού ανήκουν», απ όπου το ξεκληρώ] … Dictionary of Greek
ορφανίζω — (Α ὀρφανίζω) [ορφανός] κάνω κάποιον ορφανό, τού στερώ τους γονείς αρχ. 1. στερώ, αποστερώ («ὀρφανίζεσθαι τῶν φίλων», Γοργι.) 2. εκβάλλω, αφαιρώ 3. απαλείφω, εξαλείφω … Dictionary of Greek
παραιρώ — έω, Α [αιρώ] 1. απομακρύνω κάτι από κάποιον, αποσύρω 2. (με γεν. διαιρ.) αφαιρώ μέρος από ένα όλον («τῆς λύπης παραιρεῑν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον», Υπερ.) 3. μέσ. παραιροῡμαι, έομαι α) αποσπώ κάτι από κάποιον και τό οικειοποιούμαι («πόλεις παραιρεῑται… … Dictionary of Greek
στέρηση — η / στέρησις, ήσεως, ΝΜΑ, και στέρεσις Α η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στερώ, αφαίρεση, απόσπαση, αποστέρηση, έλλειψη, ανυπαρξία (α. «στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων» β. «στέρησις αἰσθήσεως ὁ θάνατος», Επίκ.) νεοελλ. 1. η έλλειψη τών αναγκαίων… … Dictionary of Greek