-
1 στερεοβαρής
στερεο-βαρής, ές,A v. στερροβ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερεοβαρής
-
2 στερεοβάτης
A foundation course of a building, Vitr.3.4.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερεοβάτης
-
3 στερεοβόας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερεοβόας
-
4 στερεόδερμος
στερεό-δερμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερεόδερμος
-
5 στερεοειδής
στερεο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερεοειδής
-
6 στερεοκάρδιος
στερεο-κάρδιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερεοκάρδιος
-
7 στερεοπαγής
στερεο-πᾰγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερεοπαγής
-
8 στερεοποιέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερεοποιέω
-
9 στερεοποίησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερεοποίησις
-
10 στερεόπους
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερεόπους
-
11 στερεότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερεότης
-
12 στερεόφρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερεόφρων
-
13 στερεόω
A make firm or solid,τοὺς πόδας X.Eq.4.3
, cf. 5;τὴν γῆν ἐπὶ τῶν ὑδάτων LXX Ps.135(136).6
; τὸν οὐρανόν ib.Is.45.12:—[voice] Pass., Hp.Vict.1.9, Arist.GA 735b2.2 strengthen,τοῦτον Act.Ap.3.16
; confirm, :—[voice] Pass., to be made strong, X.Cyr.8.8.8, Act.Ap.3.7: metaph., to be firmly established, confirmed, LXX 1 Ki.2.1, al., D.S.15.57.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερεόω
-
14 στερεός
Grammatical information: adj.Meaning: `stiff, hard, firm, tenacious, steady, solid, normal, by the rules' (of money and measure) Il., `cubic' (s. Mugler Dict. géom. 378f.), rarely `infertile' (E., Arist.).Other forms: Att. also στερρός.Compounds: As 1. member a.o. in στερεο-μετρ-ία f. `the measuring of cubic bodies, stereometry' (Pl. Epin., Arist. a.o.).Derivatives: στερε-ότης (- ρρ-) f. `hardness, firmness', also `infertility' (Pl., Arist. etc.); στερε-όομαι (- ρρ-), - όω, also w. ἀπο-, κατα-, `to become, make firm, hard etc., to harden' (Hp., X., Arist. a.o.) with στερέ-ωμα n. `firmness, solid component, firmament' (Hp., Arist. etc.), - ωσις f. `to harden' (LXX, Str. a.o.), - ωματίζω, - ωτικός, - ωτής. Enlarged στερέ-ϊνος `hard' (pap. Ip, after πέτρ-, ξύλ-ινος a.o.). -- Besides στέριφος `hard, firm, infertile' (Att., Arist. etc.) with στεριφ-ότης (sch.), - όομαι `to solidify' (Ph.) with - ώματα n. pl. `solid foundation', - ευομένη παρθενευομένη H. -- Also στερέμνιος `hard, firm, solid' (Pl. Epin., Epicur., Phld. a.o.) with - ιώδης (Porph.), - ιόομαι (Zeno).Etymology: If from *στερεϜός, στερεός, from where στερρός (details in Scheller Oxytonierung 114 w. n.4; diff. Forbes Glotta 36, 269 f.), would agree with ἐτε(Ϝ)ός, κενε(Ϝ)ός a.o. In στεριφος `unfertile' Leummann Glotta 42, 118 wants to see a derivation from the phonetic antecedent of στεῖρα after the animal names in - φος ( ἔριφος, ἔλαφος a.o.) with change from `unfertile' to `hard'. For στερέμνιος a μ(ε)ν-derivation must be supposed (*στέρεμνον, *στέρεμα); cf. βέλε-μν-α, ἔρυ-μα (Schwyzer 489), also the synonymous ἀ-τέρα-μνος (s. v.). -- The above formations are based on an unattested word IE * ster-, to which with o-derivation the Germ. word for `starr', a.o. in OHG stara-blint `blind' with OHG starēn `stare', with expressive gemination NHG starr with MHG starren, NHG ( er)starren. Toch. B ścire `hard, stiff' is unclear (* stero- or *stĩro-), s. Duchesne-Guillemin BSL 41, 167f., Pedersen Zur toch. Sprachgesch. 19 w. lit. -- Here also 2. στεῖρα `stem' and, with very ancient special meaning, 1. στεῖρα `unfertile' (s. vv.). -- To the same family belong numerous further words with varying formation and different enlargements, s. στέρφος, στρηνής, στόρθυγξ, στηρίζω, στριφνός and WP. 2, 627ff., Pok. 1022ff. -- The group of words is unclear and needs further research.Page in Frisk: 2,790-791Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στερεός
См. также в других словарях:
στερεό — το στερεό σώμα: Τα σώματα διακρίνονται σε στερεά, υγρά και αέρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στέρεο — το, Ν (συντμ. τ.) στερεοφωνικός … Dictionary of Greek
στέρεο(ν) — το, Ν (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην τάξη αφυλλοφορώδη τής κλάσης υμενομύκητες και περιλαμβάνει 100 περίπου κοσμοπολιτικά είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stereum (< στερεός)] … Dictionary of Greek
στερεο- — ΝΜΑ βλ. στερεός … Dictionary of Greek
στέρεο — το το στερεοφωνικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στερεο(φωτο)προβολέας — ο, Ν (φωτ.) φωτογραφικός προβολέας κατάλληλος για τη στερεοσκοπική προβολή σε οθόνη ζεύγους φωτογραφιών μέσω έγχρωμων ηθμών ή φίλτρων πολώσεως … Dictionary of Greek
γυροσκόπιο — Στερεό που μπορεί να περιστρέφεται γρήγορα γύρω από έναν άξονα, ο οποίος διέρχεται από το κέντρο βάρους του. Το στερεό είναι επίσης συμμετρικό εκ περιστροφής γύρω από τον άξονα αυτό. Μία συνηθισμένη συσκευή γ. είναι αυτή στην οποία ο σφόνδυλος… … Dictionary of Greek
πάχνη — Στερεό προϊόν της συμπύκνωσης των υδρατμών του αέρα, με απευθείας μετάβαση από την αέρια στη στερεά κατάσταση, υπό μορφή μορίων ή βελονών πάγου που επικάθονται στο έδαφος και στις διάφορες εκτεθειμένες στο ύπαιθρο επιφάνειας. Το φαινόμενο της π.… … Dictionary of Greek
δωδεκάεδρο — Στερεό που έχει δώδεκα έδρες. Αν οι έδρες αυτές είναι κανονικά πεντάγωνα και οι στερεές γωνίες τους είναι ίσες μεταξύ τους, τότε το δ. ονομάζεται κανονικό. Ανάμεσα στα άπειρα πολύεδρα του χώρου, υπάρχουν πέντε κανονικά. To κανονικό δ. είναι ένα… … Dictionary of Greek
εικοσάεδρο — Στερεό σώμα που έχει είκοσι επίπεδες έδρες. Αν και οι είκοσι έδρες του ε. είναι ίσα ισόπλευρα τρίγωνα, τότε λέγεται κανονικό ε. Το κανονικό ε. είναι ένα από τα πέντε κανονικά πολύεδρα που μπορούν να υπάρξουν, είναι συζυγές προς το δωδεκάεδρο και… … Dictionary of Greek
τρίεδρο — Στερεό γεωμετρικό σχήμα, που προκύπτει από τρία τεμνόμενα επίπεδα, οι τομές των οποίων συναντώνται σε κοινό σημείο. Έστω Ο ένα σημείο του χώρου και a, b, c, τρεις ημιευθείες που δεν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και διέρχονται από το Ο. Το… … Dictionary of Greek