-
1 σταυρών
σταυρόςupright pale: masc gen plσταυρόωfence with pales: pres part act masc voc sg (doric aeolic)σταυρόωfence with pales: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)σταυρόωfence with pales: pres part act masc nom sgσταυρόωfence with pales: pres inf act (doric) -
2 σταυρῶν
σταυρόςupright pale: masc gen plσταυρόωfence with pales: pres part act masc voc sg (doric aeolic)σταυρόωfence with pales: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)σταυρόωfence with pales: pres part act masc nom sgσταυρόωfence with pales: pres inf act (doric) -
3 σταυρός
σταυρός, ὁ (ἵστημι), ein aufrechtstehender Pfahl, Spitzpfahl, Pallisade; ἀμφὶ μεγάλην αὐλὴν ποίησαν σταυροῖσιν πυκινοῖσιν, Il. 24, 453, σταυροὺς ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνϑα καὶ ἔνϑα πυκνοὺς καὶ ϑαμέας, Od. 14, 11; ἰκρία ἐπὶ σταυρῶν ὑψηλῶν ἐζευγμένα, Her. 5, 16; Xen. An. 5, 2, 21, u. öfter. – Später das Kreuz zur Hinrichtung, N. T.
-
4 αναπηγνυμι
1) прокалывать, протыкать, надевать на вертел(λαγῷα Arph.)
2) насаживать3) распинать(σῶμα διὰ τριῶν σταυρῶν Plut.)
-
5 ικρια
ἴκρια, ἱκρίατά [эп. gen. и dat. pl. ἰκριόφι(ν)]1) палуба (у носа и кормы; средняя часть корабля - ἄντλος - палубы не имела)2) бортовые скрепы, поперечные брусья, корабельные ребра(ἱ. ἱστάμενοι Hom.)
3) помост, настил(ἱ. ἐπὴ σταυρῶν ὑψηλῶν ἐζευγμένα Her.)
4) театральный помост, т.е. места для зрителей, театр -
6 ικρια...
ἱκρία...ἴκρια, ἱκρίατά [эп. gen. и dat. pl. ἰκριόφι(ν)]1) палуба (у носа и кормы; средняя часть корабля - ἄντλος - палубы не имела)2) бортовые скрепы, поперечные брусья, корабельные ребра(ἱ. ἱστάμενοι Hom.)
3) помост, настил(ἱ. ἐπὴ σταυρῶν ὑψηλῶν ἐζευγμένα Her.)
4) театральный помост, т.е. места для зрителей, театр -
7 ἀναπήγνυμι
3 intr. [tense] pf. ἀναπέπηγα project sharply, of headlands, Philostr.VA3.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπήγνυμι
-
8 ἴκρια
A halfdeck at the stern of a ship,νηῶν ἴκρι' ἐπῴχετο μακρὰ βιβάσθων Il.15.676
; [κυβερνήτης] κάππεσ' ἀπ' ἰκριόφιν Od.12.414
; εἰς ἴκρια νηὸς ἔβαινον πρῴρης (i.e. from the prow) ib. 229; ; : wrongly expld. by Eust. as = ἐγκοίλια in Od.5.252, but perh. so used by Nonn. D.40.447, 452; expld. as = κεραία in A.R.1.566 by Sch., but prob. wrongly, cf. Lyc.751.II generally, platform, stage,ἴκρια ἐπὶ σταυρῶν ὑψηλῶν.. ἕστηκε Hdt.5.16
, cf. Str.12.3.18, Hsch.4 dub. sens. in Thphr.HP5.6.2.
См. также в других словарях:
σταυρῶν — σταυρός upright pale masc gen pl σταυρόω fence with pales pres part act masc voc sg (doric aeolic) σταυρόω fence with pales pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σταυρόω fence with pales pres part act masc nom sg σταυρόω fence with… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίσταυρα — επίρρ. σε σχήμα δύο επάλληλων σταυρών, ακτινοειδώς … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
γεωμετρική τέχνη — Ρυθμός τέχνης που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα μετά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού και την κάθοδο των Δωριέων. Καλύπτει, σε γενικές γραμμές, τη χρονική περίοδο από το 1100 έως το 700 π.Χ. και οφείλει την ονομασία του… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
Ρέμπραντ, Χάμερσον βαν Ρέιν — (Rembrandt, Λέιντεν 1606 – Άμστερνταμ 1669). Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης, ένας από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους καλλιτέχνες του 17ου αι. Ήταν μαθητής του Σβάνενμπουργκ και για ένα μικρό χρονικό διάστημα (μεταξύ 1623 και 1624) του Λάστμαν στο… … Dictionary of Greek
Φότζια — (Foggia). Πόλη (145.800 κάτ. το 2003) της Ιταλίας στην Απουλία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στην καρδιά της πεδιάδας Ταβολιέρε, στη συμβολή πολλών λεωφόρων και σιδηροδρομικών γραμμών. Εδώ και μερικά χρόνια η πόλη περνάει μια… … Dictionary of Greek
ԽԱՉԱՀԱՆ — (ի, հանք կամ նունք, նաց.) NBH 1 0923 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 13c ԽԱՉԱՀԱՆ ԽԱՉԱՀԱՆՈՒ. σταυρών crucifigens. Ի խաչ հանօղ զքրիստոս. խաչօղ. *Խաչահան եւ արիւնահեղն, որ ատեաց զհայր, եւ խաչեաց զորդի. Ճ. ՟Գ.: *Անդարձ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԽԱՉԱՀԱՆՈՒ — (նուի, նուք, նուաց) NBH 1 0923 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 13c ԽԱՉԱՀԱՆ ԽԱՉԱՀԱՆՈՒ. σταυρών crucifigens. Ի խաչ հանօղ զքրիստոս. խաչօղ. *Խաչահան եւ արիւնահեղն, որ ատեաց զհայր, եւ խաչեաց զորդի. Ճ. ՟Գ.: *Անդարձ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)