Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σταυρῶν

См. также в других словарях:

  • σταυρῶν — σταυρός upright pale masc gen pl σταυρόω fence with pales pres part act masc voc sg (doric aeolic) σταυρόω fence with pales pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σταυρόω fence with pales pres part act masc nom sg σταυρόω fence with… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίσταυρα — επίρρ. σε σχήμα δύο επάλληλων σταυρών, ακτινοειδώς …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • γεωμετρική τέχνη — Ρυθμός τέχνης που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα μετά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού και την κάθοδο των Δωριέων. Καλύπτει, σε γενικές γραμμές, τη χρονική περίοδο από το 1100 έως το 700 π.Χ. και οφείλει την ονομασία του… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • Ρέμπραντ, Χάμερσον βαν Ρέιν — (Rembrandt, Λέιντεν 1606 – Άμστερνταμ 1669). Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης, ένας από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους καλλιτέχνες του 17ου αι. Ήταν μαθητής του Σβάνενμπουργκ και για ένα μικρό χρονικό διάστημα (μεταξύ 1623 και 1624) του Λάστμαν στο… …   Dictionary of Greek

  • Φότζια — (Foggia). Πόλη (145.800 κάτ. το 2003) της Ιταλίας στην Απουλία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στην καρδιά της πεδιάδας Ταβολιέρε, στη συμβολή πολλών λεωφόρων και σιδηροδρομικών γραμμών. Εδώ και μερικά χρόνια η πόλη περνάει μια… …   Dictionary of Greek

  • ԽԱՉԱՀԱՆ — (ի, հանք կամ նունք, նաց.) NBH 1 0923 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 13c ԽԱՉԱՀԱՆ ԽԱՉԱՀԱՆՈՒ. σταυρών crucifigens. Ի խաչ հանօղ զքրիստոս. խաչօղ. *Խաչահան եւ արիւնահեղն, որ ատեաց զհայր, եւ խաչեաց զորդի. Ճ. ՟Գ.: *Անդարձ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԽԱՉԱՀԱՆՈՒ — (նուի, նուք, նուաց) NBH 1 0923 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 13c ԽԱՉԱՀԱՆ ԽԱՉԱՀԱՆՈՒ. σταυρών crucifigens. Ի խաչ հանօղ զքրիստոս. խաչօղ. *Խաչահան եւ արիւնահեղն, որ ատեաց զհայր, եւ խաչեաց զորդի. Ճ. ՟Գ.: *Անդարձ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»