Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σταμίν

См. также в других словарях:

  • στήμονας — Όργανο που στο άνθος των Αγγειοσπέρμων παίρνει μέρος στο σχηματισμό του «ανδρείου» ή «ανδρωνίτη», δηλαδή του άρρενος γεννητικού συστήματος. Κάθε σ. αποτελείται από δύο μέρη που διακρίνονται καθαρά: το νήμα και τον ανθήρα, ο οποίος φέρεται στην… …   Dictionary of Greek

  • σταμίνα — η / σταμίν, ῑνος, ΝΑ νεοελλ. καθένα από τα ορθά ξύλινα ή σιδερένια τεμάχια που συγκρατούν τα σκέλη τών νομέων στον σκελετό τού σκάφους, κν. σκαρμός τής πόστας αρχ. 1. καθένα από τα ορθά ξύλα στα πλάγια τού πλοίου που ξεκινούν από την τρόπιδα και… …   Dictionary of Greek

  • σταμινάριο — το, Ν [σταμίν, ίνος] ναυτ. το άκρο τής σταμίνας που εξέχει πάνω από την κουπαστή στην πρώρα και στην πρύμνη ιστιοφόρου και χρησιμεύει ως δέστρα …   Dictionary of Greek

  • στώμιξ — ικος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) ξύλινη δοκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη ρίζα στητού ἵστημι*, αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο φωνηεντισμό ω (βλ. λ. στοά), έρρινο ένθημα μ (πρβλ. στημων, σταμίν) και επίθημα ιξ (πρβλ. ρωσ. stam ik)] …   Dictionary of Greek

  • stā- : stǝ- —     stā : stǝ     English meaning: to stand     Deutsche Übersetzung: ‘stehen, stellen”     Note: reduplicated si stü , extended stüi : stī̆ , stüu : stū̆ and st eu     Material: A. O.Ind. tiṣṭhati, Av. hištaiti, ap. 3. sg. Impf. a ištata… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»