-
1 ινος
-
2 ινός
-
3 ἰνός
-
4 ἴνος
-
5 ἰνός
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰνός
-
6 πολύ-ϊνος
-
7 εὔ-ῑνος
-
8 λεπτό-ϊνος
λεπτό-ϊνος, fein-, dünnfaserig, Theophr.
-
9 ὀλιγό-ῑνος
ὀλιγό-ῑνος, mit wenigen, schwachen Sehnen, Fasern, Theophr.
-
10 ἄ-ῑνος
-
11 ὑπέρ-ινος
ὑπέρ-ινος, übermäßig ausgeleert u. dadurch entkräftet, Theophr. Bei Arist. gen. an. 3, 1 sind ὄρνιϑες ὑπέρινοι durch übermäßiges Legen entkräftete Hühner.
-
12 κοράλ(λ)ινος
η, ον см. κοραλ(λ)ένιος -
13 κοράλ(λ)ινος
η, ον см. κοραλ(λ)ένιος -
14 παντοτ(ε)ινός
-
15 παντοτ(ε)ινός
-
16 σκύλ(λ)ινος
σκύλ(λ)ίστικος, η, ο собачий;§ με σκύλ(λ)ινη όρεξη — с волчьим аппетитом;
χίλιες οκάδες βούτυρο σε σκύλ(λ)ινο τομάρι — погов, из грязи, да в князи
-
17 σκύλ(λ)ινος
σκύλ(λ)ίστικος, η, ο собачий;§ με σκύλ(λ)ινη όρεξη — с волчьим аппетитом;
χίλιες οκάδες βούτυρο σε σκύλ(λ)ινο τομάρι — погов, из грязи, да в князи
-
18 στύπ(π)ινος
η, ον1) сделанный из пакли; 2) перен. немощный -
19 στύπ(π)ινος
η, ον1) сделанный из пакли; 2) перен. немощный -
20 φετ(ε)ινός
η, ό этого года, относящийся к текущему году
См. также в других словарях:
-ίνος — ῑνος (Α) κατάλ. ουσ. και επιθ. τής Αρχαίας Ελληνικής η οποία ανάγεται σε ΙΕ * ino (επαυξημένη μορφή τής * nο ). Η κατάλ. εμφανίζεται σπάνια σε επίθετα (πρβλ. ἀγχιστ ῑνος < ἄγχιστος), συχνότερα δε σε ουσ. και ειδικά: 1) σε ονομασίες ζώων (πρβλ … Dictionary of Greek
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
ἰνός — ἰ̱νός , ἴς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθύρ(ρ)ινος — εὐθύρ(ρ)ινος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ίσια μύτη … Dictionary of Greek
καλόρ(ρ)ινος — καλόρ(ρ)ινος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία, καλοσχηματισμένη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + (ρ)ρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. μεγαλό ρινος, πλατύ ρρινος] … Dictionary of Greek
κελαινόρ(ρ)ινος — κελαινόρ(ρ)ινος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει μαύρο δέρμα («κελαινορρίνου ελέφαντος», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπων), πρβλ. μελα ρρινός, πολύ ρρινος] … Dictionary of Greek
κολοβόρ(ρ)ινος — κολοβόρ(ρ)ινος, ον (Α) κολοβόριν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβόρριν, με μεταπλασμό κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. σε ος] … Dictionary of Greek
ολοκότ(τ)ινος — ὁλοκότ(τ)ινος, ὁ (Α) είδος νομίσματος, πιθ. το δηνάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνθ. λ. με α συνθετικό το ὅλος. Το β συνθετικό προέρχεται από το λατ. (aurum) coctum «χρυσός ψημένος» < λατ. τ. coquo «ψήνω» (λατ. ct > tt)] … Dictionary of Greek
στούπ(π)ινος — ὁ, Μ βλ. στύπινος … Dictionary of Greek
πλα(γ)ινός — ή, ό αυτός που είναι στο πλάι, ο παράπλευρος, ο γειτονικός, ο διπλανός: Το πλαγινό σπίτι το κατεδαφίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)