Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σταλ-μα

См. также в других словарях:

  • συσταλτικός — ή, ό / συσταλτικός, ή, όν, ΝΑ αυτός που επιφέρει συστολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συ σταλ τού ρ. συστέλλω (πρβλ. παθ. αόρ. β συν ε στάλ ην) + κατάλ. τικός (πρβλ. κατα σταλ τικός)] …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • επίσταλμα — ἐπίσταλμα, τὸ (AM) μσν. στον πληθ. τὰ ἐπιστάλματα αυτοκρατορικές επιστολές αρχ. 1. παραγγελία («καὶ ἀγοράζειν αὐτὸν μὲν μηδέν, ξένοις δέ ἐπιστάλματα εἰς Βυζάντιον ἁλμάδας», (Θεόφρ.) 2. αξίωμα, το οποίο παρέχει δικαιοδοσίες σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • παλάσσω — (I) παλάσσω (Α) καθιστώ κάτι μιαρό, ακάθαρτο με ραντισμό («παλάσσετο δ αἵματι θώρηξ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα άσσω (πρβλ. αιμ άσσω, λαιμ άσσω, σταλ άσσω). Η σύνδεση τού ρ. παλάσσω (Ι) τόσο με τις… …   Dictionary of Greek

  • στάλιξ — ικος, ἡ, Α 1. πάσσαλος, κυρίως αυτός στον οποίο δένονται τα κυνηγετικά δίχτια 2. (κατά τον Ησύχ.) «στήλη». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί είτε από τη συνεσταλμένη βαθμίδα σταλ τού στέλλω (πρβλ. στήλη) είτε, πιθανότερα, από τη συνεσταλμένη βαθμίδα …   Dictionary of Greek

  • στάλσις — εως, ἡ, ΜΑ μσν. έλεγχος, εξέταση αρχ. ιατρ. αναστολή, επίσχεση («ἐπὶ τῶν ροωδῶν τὴν στάλσιν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμ. σταλ τού στέλλω* + κατάλ. σις] …   Dictionary of Greek

  • σταθμίδα — και λόγιος τ. σταθμίς, ίδος, η, Ν ναυτ. (σε διάγραμμα πλοίου) καθεμιά από τις γραφικές τομές τις οποίες σχηματίζουν στους τοίχους κεκλιμένα επίπεδα σε παράλληλη σχέση προς τα καταστρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάθμη + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. σταλ ίδα)] …   Dictionary of Greek

  • σταλίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κάμαξ ἤ χάραξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού στάλ ιξ* με επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. κλῃ ίς / κλείς)] …   Dictionary of Greek

  • φαλλός — Ομοίωμα του αντρικού μορίου, που οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν σύμβολο γονιμότητας. Το χρησιμοποιούσαν στις διονυσιακές και βακχικές πομπές, και το κατασκεύαζαν από ξύλο συκιάς, πηλό ή δέρμα. Στην αρχαία Αθήνα, μια γιορτή που είχε καθαρά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»