-
1 σταλαγμός
σταλαγμός, ὁ, das Getröpfel; πρὸς αἱμα καὶ σταλαγμὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 238. 753; Soph. irg. 341; αἵματος, Eur. Ion 351. 1006; Ar. Ach. 997.
-
2 σταλαγμος
ὅ1) капля, струяσ. αἵματος Eur. — капля крови, кровавый след;
ὅ σ. κατατρίβει τὸν λίθον Arst. — капля точит камень;κίονες πεπήγασιν ἀπὸ σταλαγμῶν Arst. — (сталактитовые) столбы образовались от капель2) перен. капля, немножкоσ. εἰρήνης Arph. — капелька мира;
τύχης σ. Men. — капелька счастья -
3 σταλαγμός
σταλαγμόςdropping: masc nom sg -
4 σταλαγμός
σταλαγμός, ὁ, das Getröpfel -
5 σταλαγμός
-οῦ ὁ N 2 0-0-0-0-1=1 4 Mc 9,20dropping, dripping -
6 σταλαγμός
σταλαγ-μός, ὁ,A dropping, dripping, from the mouth of horses and hunted animals, A.Th.61, Eu. 247, cf. 783 (lyr.); (pl.); , 1003 (pl.); of a profuse sweat, Hp.Aph.7.85, cf. Gal.19.140;ὁ σ. κατατρίβει τοὺς λίθους Arist.Ph. 253b15
; κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων ς., of stalactites, Id.Mir. 834b32; also (pl.): metaph., σ. εἰρήνης the least drop of.., Ar.Ach. 1033; τύχης ς. Diog.Sinop.2; contemptuously of a little man, Anaxandr.34.3. ( σταλαγμούς is unmetrical in Arat.966: σταλαημούς cj. Koechly, cf. σταλεηδόνες.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταλαγμός
-
7 σταλαγμοί
σταλαγμόςdropping: masc nom /voc pl -
8 σταλαγμούς
σταλαγμόςdropping: masc acc pl -
9 σταλαγμόν
σταλαγμόςdropping: masc acc sg -
10 στράγξ
-
11 λιβάδιον
λιβάδιον, τό, ein feuchter Ort, Au, Wiese, VLL. u. Sp. – Als dim. von λιβάς, kleiner Quell, Strab. VIII, 389; πότιμα λιβάδια, Plut. qu. nat. 5; Hdn. Epimer. 77 wird es erkl. μικρὸς σταλαγμός.
-
12 ἀντι-παθής
ἀντι-παθής, ές (πάϑος), von entgegengesetzter Beschaffenheit od. Neigung, entgegengesetzt, κραδιᾶς σταλαγμός, vergeltend, Aesch. Eum. 753; τὸ ἀντιπαϑές, Gegenwirkung, Plut. Ant. 45; φύσις ἀντ. πρός τι, entgegengesetzt wirkende Beschaffenheit, Fac. orb. lnn. 25.
-
13 στάλα(γ)μα
τό1) см. σταλαγμός; 2) капля; 3) дождевая вода -
14 στάλα(γ)μα
τό1) см. σταλαγμός; 2) капля; 3) дождевая вода -
15 σταλαγμοίς
-
16 σταλαγμοῖς
-
17 σταλαγμού
-
18 σταλαγμοῦ
-
19 σταλαγμώ
-
20 σταλαγμῷ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σταλαγμός — dropping masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλαγμός — ο, ΝΜΑ, και σταλαχμός και σταλαμός Ν [σταλάσσω] το να σταλάζει νερό ή άλλο υγρό, το να πέφτει σταγόνα σταγόνα (α. «θερμούς δακρύων σταλαγμούς να με ραντίζεις», Γρυπ. θ. «ὁ σταλαγμὸς κατατρίθει τοὺς λίθους», Αριστοτ. γ. «κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων … Dictionary of Greek
σταλαγμός — ο στάλαγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταλαγμοῖς — σταλαγμός dropping masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλαγμοί — σταλαγμός dropping masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλαγμοῦ — σταλαγμός dropping masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλαγμούς — σταλαγμός dropping masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλαγμῶν — σταλαγμός dropping masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλαγμῷ — σταλαγμός dropping masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλαγμόν — σταλαγμός dropping masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Stalagtiten — Stalaktit und Stalagmit (englische Bildbeschriftung) Stalaktite in der Treak Cliff Cavern (Derbyshire in England) … Deutsch Wikipedia