-
21 платформа
платформа ж 1) см. перрон 2) (небольшая станция) о μικρός σιδηροδρομικός σταθμός, η στάση* * *ж1) см. перрон2) ( небольшая станция) ο μικρός σιδηροδρομικός σταθμός, η στάση -
22 пограничный
пограничный συνοριακός, παραμεθόριος· \пограничныйая станция ο μεθοριακός σταθμός* * *συνοριακός, παραμεθόριοςпограни́чная ста́нция — ο μεθοριακός σταθμός
-
23 пункт
пункт м 1) (место) το σημείο, το κέντρο· медицинский \пункт το ιατρείο· переговорный \пункт το τηλεφωνείο, ο τηλεφωνικός σταθμός' сборный \пункт о τόπος συγκέντρωσης 2) (параграф) η παράγραφος* το άρθρο (раздел)* * *м1) ( место) το σημείο, το κέντροмедици́нский пункт — το ιατρείο
перегово́рный пункт — το τηλεφωνείο, ο τηλεφωνικός σταθμός
сбо́рный пункт — ο τόπος συγκέντρωσης
-
24 спасательный
спасательный σωτήριος, σωστικός; \спасательныйая лодка η σωσίβια λέμβος; \спасательныйая станция о σωστικός σταθμός; \спасательный круг (или пояс) το σωσίβιο* * *σωτήριος, σωστικόςспаса́тельная ло́дка — η σωσίβια λέμβος
спаса́тельная ста́нция — ο σωστικός σταθμός
спаса́тельный круг ( или по́яс) — το σωσίβιο
-
25 стоянка
стоянка ж 1) η στάση, ο σταθμός· το τέρμα (конечная) \стоянка такси η στάση του ταξί; -запрещена απαγορεύεται η στάση 2): якорная \стоянка το αγκυροβόλιο, η σκάλα* * *ж1) η στάση, ο σταθμός; το τέρμα ( конечная)стоя́нка такси́ — η στάση του ταξί
стоя́нка запрещена́ — απαγορεύεται η στάση
2)я́корная стоя́нка — το αγκυροβόλιο, η σκάλα
-
26 телевизионный
телевизионный τηλεοπτικός; \телевизионныйая станция о τηλεοπτικός σταθμός; \телевизионныйая связь η τηλεπικοινωνία* * *телевизио́нная ста́нция — ο τηλεοπτικός σταθμός
телевизио́нная связь — η τηλεπικοινωνία
-
27 телефонный
телефонный τηλεφωνικός; \телефонныйая станция о τηλεφωνικός σταθμός; \телефонныйая книга о τηλεφωνικός κατάλογος; \телефонный разговор η τηλεφωνική συνδιάλεξη* * *телефо́нная ста́нция — ο τηλεφωνικός σταθμός
телефо́нная кни́га — ο τηλεφωνικός κατάλογος
телефо́нный разгово́р — η τηλεφωνική συνδιάλεξη
-
28 телецентр
-
29 ясли
-
30 база
ба́з||аж1. (основа, основание) ἡ βάση [-ις], τό θεμέλιο[ν]:экономическая (энергетическая) \база ἡ οἰκονομική (ή ἐνεργειακή) βάση; материальная \база ἡ ὑλική βάση; сырьевая \база ἡ βάση πρώτων ὑλῶν; на \базае чего-л. ἐπί τῆ βάσει, πάνω στή βάση;2. воен. ἡ βάση [-ις]:военно-морская \база ἡ ναυτική βάση; военно-возду́ш-ная \база ἡ ἀεροπορική βάση;3. (склад) ἡ ἀποθήκη;4. (туристическая и т. п.) ἡ βάση [-ις], ὁ σταθμός:экскурсионная \база ὁ ἐκδρομικός σταθμός. -
31 веха
вех||аж1. τό ὁρόσημο, τό ὀροθέσιο, τό σύνορο:ставить \вехаи ὀροσημαίνω, βάζω ὀρόσημα·2. перен ὁ σταθμός, τό ὁρόσημο:важная \веха в истории σημαντικός σταθμός στήν ἰστορία· ◊ смена вех ἡ ἀλλαγή κατεύθυνσης, ἡ ἀλλαγή προσανατολισμού. -
32 радиостанция
радио||станцияж ὁ ραδιοφωνικός σταθμός/ ὁ σταθμός ἀσυρμάτου (на корабле, поезде). -
33 база
-ы θ.1. βάση, βάθρο•база колоны η βάση της κολόνας.
2. το κύριο, το σπουδαιότερο στο οποίο στηρίζεται κάτι•экономическая οικονομική βάση•
сыревая база βάση πρώτων υλών.материальная база η υλική βάση.
|| αποθήκες, εγκαταστάσεις•военная база στρατιωτική βάση•
база во-; енно-морская база ναυτική βάση•
авиационная -αεροπορική βάση.
|| αποθήκη υλικών, εμπορευμάτων κλπ.3. τουρσ. σταθμός•экскурсионная база εκδρομικός σταθμός.
-
34 вокзал
-а α.σταθμός (το κτίριο)•железнодорожный вокзал ο σιδηροδρομικός σταθμός.
-
35 депо
ουδ. άκλ.1. πάρκο, σταθμός, χώρος για στάθμευση ή και επισκευή οχημάτων.2. παλ. αποθήκη.εκφρ.пожарное депо – ο πυροσβεστικός σταθμός. -
36 сортировочный
επ.1. της ταξινόμησης,.2. ουσ. -ая θ. α) χώρος ταξινόμησης, β) σταθμός ταξινόμησης.εκφρ.сортировочныйая станция – σταθμός ταξινόμησης. -
37 стан
стан 1-а α.1. σώμα (κορμί) ανθρώπινο.2. κορμί του πουκάμισου (εκτός τα μανίκια).стан 2-а α.1. σταθμός, κατάλυμα• κρυσφύγετο•разбойничий стан κρυσφύγετο ληστών•
бригадный стан ο σταθμός της μπριγάδας.
|| παλ. στρατόπεδο.2. στράτευμα. || μτφ. ομάδα.3. επαρχία (διοικητ ική-αστυνομική).стан 3-а α.1. (υπο)στήριγμα ξύλινο.2. μηχανή•прокатный стан μηχανή ελασματοποίησης.
-
38 этап
-а α.1. (στρατ.) σταθμός, κατάλυμα.2. παλ. σταθμός, σημείο δ ιανυχτέρευσης. || (αθλτ.) ο γύρος.3. στάδιο• φάση•-ы обучения τα στάδια διδασκαλίας.
εκφρ.по -у ή -ом – με συνοδεία φρουράς (για μεταφορά στην εξορία (επι τσαρισμού). -
39 абонент
1. свз. о συνδρομητ/ής 2. (аппаратура) о σταθμός, η μονάδα επικοινωνίας 3. (владелец абонента) о συνδρομητής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абонент
-
40 авиаметеостанция
ο σταθμός της αεροπορικής μετεωρολογίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиаметеостанция
См. также в других словарях:
σταθμός — standing place masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
σταθμός — ο 1.τόπος στάθμευσης: Το τρένο δε σταμάτησε στους ενδιάμεσους σταθμούς. 2. τόπος όπου είναι οι εγκαταστάσεις επιστημονικής υπηρεσίας ή οργανισμού: Μετεωρολογικός σταθμός. – Σταθμός χωροφυλακής. – Σταθμός πρώτων βοηθειών. 3. αξιοσημείωτο γεγονός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερμοηλεκτρικός σταθμός — Σταθμός που κινείται από θερμικούς κινητήρες (ντίζελ, ατμοστρόβιλους, αεριοστρόβιλους). Βλ. λ. ηλεκτροπαραγωγός σταθμός· υδράργυρος … Dictionary of Greek
ηλεκτροθερμοπυρηνικός σταθμός — Σταθμός που μετατρέπει σε ηλεκτρική ενέργεια τη θερμότητα των πυρηνικών αντιδράσεων. Βλ. λ. ηλεκτρισμός … Dictionary of Greek
Σταθμός Αφιδνών — Ημιορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 290), στην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αφιδνών … Dictionary of Greek
Σταθμός Βέννας — Πεδινός οικισμός (1 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μιράνων … Dictionary of Greek
Σταθμός Βεύης — Ορεινός οικισμός (69 κάτ., υψόμ. 660 μ.), στην επαρχία Φλώρινας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αγίου Βαρθολομαίου … Dictionary of Greek
Σταθμός Δαυλείας — Πεδινός οικισμός (26 κάτ., υψόμ. 135 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μαυρονερίου … Dictionary of Greek
Σταθμός Δομοκού — Πεδινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 140 μ.), στην επαρχία Δομοκού του νομού Φθιώτιδας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Πουρναριού … Dictionary of Greek
Σταθμός Λευκοθέας — Πεδινός οικισμός (469 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Φυλλίδας του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Λευκοθέας … Dictionary of Greek