Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

σταθμός

  • 81 лыжный

    лыж||ный
    прил τοῦ σκί, τής χιονοδρομίας:
    \лыжныйная ста́нция ὁ σταθμός τῶν σκιέρ· \лыжныйный спорт τό σκί.

    Русско-новогреческий словарь > лыжный

  • 82 машинно-тракторный

    машинно-тракторн||ый
    прил:
    \машинно-тракторныйая станция (МТС) ὁ μηχανοτραχτερικός σταθμός (τό ΜΤΣ).

    Русско-новогреческий словарь > машинно-тракторный

  • 83 медпункт

    медпункт
    м (медицинский пункт) ὁ σταθμός πρώτων βοηθειών, τό ἱατρείο.

    Русско-новогреческий словарь > медпункт

  • 84 метеорологический

    метеорологический
    прил μετεωρολογικός:
    \метеорологическийоги́ческая сводка τό μετεωρολογικό δελτίο· \метеорологическийоги́ческая станция ὁ μετεωρολογικός σταθμός.

    Русско-новогреческий словарь > метеорологический

  • 85 МТС

    МТС
    (машинно-тракторная станция) ὁ ΜΤΣ (6 μηχανοτραχτορικός σταθμός).

    Русско-новогреческий словарь > МТС

  • 86 остановка

    остановка
    ж
    1. (действие) τό σταμάτημα·
    2. (место остановки) ἡ στάση [-ις] / ὁ σιδηροδρομικός σταθμός (поезда):
    конечная \остановка τό τέρμα· ◊ \остановка лишь за... разг λείπει μόνο, μένει μόνο· \остановка только за разрешением λείπει μόνο ἡ ἀδεια.

    Русско-новогреческий словарь > остановка

  • 87 переговорный

    переговорный
    прил:
    \переговорный пункт ὁ τηλεφωνικός σταθμός.

    Русско-новогреческий словарь > переговорный

  • 88 передаточный

    переда́точн||ый
    прил τῶν διαβιβάσεων:
    \передаточный пункт σταθμός διαβιβάσεων \передаточныйая надпись фин. ἡ ὀπισθογράφηση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > передаточный

  • 89 поворотный

    поворотный
    прил
    1. περιστροφικός:
    \поворотный круг ж.-д. ἡ περιστροφική πλάκα·
    2. перен:
    \поворотный пункт ἡ καμπή, ὁ σταθμός.

    Русско-новогреческий словарь > поворотный

  • 90 полирник

    поли́рн||ик
    м ὁ ἐξερευνητής τοῦ Πόλου, -ый прил πολικός, ἀρκτικός:
    \полирникый круг ὁ πολικός κύκλος· Полярная звезда ὁ πολικός ἀστήρ· \полирникая ночь ἡ πολική νύκτα· \полирникое сияние τό βόρειον σέλας· -ая станция ὁ πολικός σταθμός.

    Русско-новогреческий словарь > полирник

  • 91 полустанок

    полустанок
    м ὁ μικρός σιδηροδρομικός σταθμός, ἡ στάση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > полустанок

  • 92 пост

    пост I
    м I. воен. τό φυλακιον, τό φυ-λακεῖον, ὁ σταθμός, ἡ σκοπιά:
    передовой \пост τό προχωρημένο φυλάκιον сторожевой \пост ἡ σκοπιά· наблюдательный \пост τό παρατηρητήριον стоять на \посту́ στέκομαι φρουρός, εἶμαι σκοπιά· сменить \пост-ы ἀλλάσσω τήν φρουρά, ἀλλάσσω τίς βάρδιες·
    2. (должность) τό πόστο, τό ἀξίωμα, ἡ θέση:
    занимать важный \пост κατέχω θέσιν, κρατώ πόστο· покинуть свой \пост ἐγκαταλείπω τή θέση μου.
    пост II
    м рел. ἡ νηστεία:
    соблюдать \пост νηστεύω· великий \пост ἡ μεγάλη σαρακοστή.

    Русско-новогреческий словарь > пост

  • 93 при

    при
    предлог с предл. п.
    1. (около, возле) δίπλα, κοντά, πλησίον, παρά:
    \при входе δίπλα στήν είσοδο· сад \при До́ме κήπος δίπλα στό σπίτι· битва \при Бородине ἡ μάχη τοῦ Μποροντινό·
    2. (в ведении, в подчинении) παρά, σέ:
    ресторан \при гостинице ἐστιατόριο στό ξενοδοχείο· ясли \при заводе ὁ βρεφικός σταθμός τοῦ ἐργοστασίου· находиться \при штабе εὐρίσκομαι στό ἐπιτελείο·
    3. (с собой) ἐπάνω μου, μαζί μου:
    иметь \при себе ору́жие ἔχω ἐπάνω μου ὅπλο· у меня нет \при себе денег δέν ἔχω μαζί μου χρήματα·
    4. (при обозначении условий, обстановки, сопутствующего обстоятельства) μέ / κατά (во время чего-л.) / σέ περίπτωση πού... (в случае чего-л.):
    \при выходе κατά τήν ἔξοδον \при переходе через у́лицу κατά τήν διάβασαν τοῦ δρόμου, διασχίζοντας τόν δρόμο· \при пожаре σέ περίπτωση πυρ-καιᾶς· \при таки́х обстоятельствах σέ τέ· τοιες συνθήκες, ὑπό τοιαύτας συνθήκας· \при таком здоровье μέ τέτοια ὑγεία[ν]· \при электричестве μέ ἡλεκτρικό φως· \при дневном свете στό φῶς τής ἡμέρας· \при помощи μέ τήν βοήθεια· \при условии ὑπό τόν ὅρον
    5. (в присутствии) μπροστά σέ, ἐνώπιον, ἐπί παρουσία:
    \при детях μπροστά στά παιδιά· \при свидетелях μπροστά σέ μάρτυρες, ἐνώπιον μαρτύρων
    6. (при наличии, несмотря на) παρά, παρ· ὅλο πού:
    \при всех его́ способностях παρ· ὅλες τίς Ικανότητες πού ἔχει· \при всем его́ уме μ'ὅλη τήν ἐξυπνάδα του· \при всем желании παρ' ὅλην τήν ἐπιθυμία μου· \при всем том παρ· ὅλο πού·
    7. (в эпоху, во времена) ἐπί, στήν ἐποχή, στά χρόνια:
    \при Иване Грозном ἐπί (или στήν ἐποχή) τοῦ Ίβάν τοῦ Τρομεροὔ· \при его́ жизни ὅταν ζοῦσε· ◊ быть при́ смерти εἶμαι ἐτοιμοθάνατος, πνέω τά λοίσθια· жнть \при родителях ζῶ μέ τους γονείς μου· я не \при деньгах δεν ἔχω τώρα χρήματα, εἶμαι ἀπένταρος· прилагая́ \при сем... συνημμένως...

    Русско-новогреческий словарь > при

  • 94 перевязочный

    перевязочный
    прил:
    \перевязочныйочный пункт ὁ σταθμός ἐπίδεσης· \перевязочныйочные материалы οἱ ἐπίδεσμοι.

    Русско-новогреческий словарь > перевязочный

  • 95 промежутокчный

    промежуток||чный
    прил (έν-) διάμεσος:
    \промежутокчныйчная станция ж.-д. ὁ ἐνδιάμεσος σταθμός· \промежутокчныйчное звено ὁ ἐνδιάμεσος κρίκος.

    Русско-новогреческий словарь > промежутокчный

  • 96 разъезд

    разъезд
    м
    1. (отъезд) ἡ ἀναχώρηση[-ις]·
    2. чаще мн. (поездки) οἱ κοῦρ-σες, οἱ δρόμοι, τά τρεχάματα (по городу)/ τά ταξίδια (путешествия):
    он всегда в \разъездах λείπει συνεχώς σέ ταξίδια·
    3. воен. ἡ ἔφιππη περιπολία, ἡ περίπολος·
    4. ж.-д. ἡ γραμμή διασταύρωσης (путь)/ ὁ σταθμός διασταύρωσης (пункт).

    Русско-новогреческий словарь > разъезд

  • 97 санчасть

    санчасть
    ж (санитарная часть) ὁ ὑγειονομικός σταθμός.

    Русско-новогреческий словарь > санчасть

  • 98 сверхмощиый

    сверхмощи́||ый
    прил τεραστίας ἰσχύος:
    \сверхмощиыйая гидростанция ὑδροηλεκτρικός σταθμός τεραστίας ἰσχύος.

    Русско-новогреческий словарь > сверхмощиый

  • 99 селекционный

    селекционн||ый
    прил с.-х. ἐπιλογικός:
    \селекционныйая станция σταθμός ἐπιλογής.

    Русско-новогреческий словарь > селекционный

  • 100 сортироватьбвочный

    сортировать||бвочный
    прил:
    \сортироватьбвочныйо́вочная станция ὁ σταθμός σχηματισμοὔ ἀμαξοστοιχιών.

    Русско-новогреческий словарь > сортироватьбвочный

См. также в других словарях:

  • σταθμός — standing place masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • σταθμός — ο 1.τόπος στάθμευσης: Το τρένο δε σταμάτησε στους ενδιάμεσους σταθμούς. 2. τόπος όπου είναι οι εγκαταστάσεις επιστημονικής υπηρεσίας ή οργανισμού: Μετεωρολογικός σταθμός. – Σταθμός χωροφυλακής. – Σταθμός πρώτων βοηθειών. 3. αξιοσημείωτο γεγονός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμοηλεκτρικός σταθμός — Σταθμός που κινείται από θερμικούς κινητήρες (ντίζελ, ατμοστρόβιλους, αεριοστρόβιλους). Βλ. λ. ηλεκτροπαραγωγός σταθμός· υδράργυρος …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροθερμοπυρηνικός σταθμός — Σταθμός που μετατρέπει σε ηλεκτρική ενέργεια τη θερμότητα των πυρηνικών αντιδράσεων. Βλ. λ. ηλεκτρισμός …   Dictionary of Greek

  • Σταθμός Αφιδνών — Ημιορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 290), στην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αφιδνών …   Dictionary of Greek

  • Σταθμός Βέννας — Πεδινός οικισμός (1 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μιράνων …   Dictionary of Greek

  • Σταθμός Βεύης — Ορεινός οικισμός (69 κάτ., υψόμ. 660 μ.), στην επαρχία Φλώρινας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αγίου Βαρθολομαίου …   Dictionary of Greek

  • Σταθμός Δαυλείας — Πεδινός οικισμός (26 κάτ., υψόμ. 135 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μαυρονερίου …   Dictionary of Greek

  • Σταθμός Δομοκού — Πεδινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 140 μ.), στην επαρχία Δομοκού του νομού Φθιώτιδας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Πουρναριού …   Dictionary of Greek

  • Σταθμός Λευκοθέας — Πεδινός οικισμός (469 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Φυλλίδας του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Λευκοθέας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»