-
1 σταθερός
[статэрос] επ. устойчивый, прочный, постоянный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σταθερός
-
2 устоичивый
устоичив||ыйприл1. σταθερός, εὐσταθής, γερός, ἀνθεκτικός·2. перен σταθερός, σίγουρος:\устоичивыйая погода ὁ σταθερός καιρός· \устоичивыйые цены οἱ σταθερές τιμές. -
3 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
4 устойчивый
1. (способный твёрдо стоять, держаться, не колеблясь, не падая) ευσταθής, σταθερός, γερός 2. хим. ανθεκτικός 3. (не поддающийся, не подверженный изменениям и колебаниям, постоянный) σταθερός, αμετάβλητος 4. мат. ευσταθήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > устойчивый
-
5 постоянный
постоянный μόνιμος, διαρκής- σταθερός (неизменный)· \постоянный представитель о μόνιμος αντιπρόσωπος· \постоянный адрес η μόνιμη διεύθυνση* * *μόνιμος, διαρκής; σταθερός ( неизменный)постоя́нный представи́тель — ο μόνιμος αντιπρόσωπος
постоя́нный а́дрес — η μόνιμη διεύθυνση
-
6 прочный
прочный στερεός, σταθερός, γερός; \прочный мир η διαρκής ειρήνη* * *στερεός, σταθερός, γερόςпро́чный мир — η διαρκής ειρήνη
-
7 стойкий
-
8 твёрдый
твёрдый 1) σκληρός 2) дерен. σταθερός; \твёрдыйе цены οι τιμές φιξ* * *1) σκληρός2) перен. σταθερόςтвёрдые це́ны — οι τιμές φιξ
-
9 устойчивый
-
10 постояниый
постояни||ыйприл1. (непрерывный) διαρκής, παντοτεινός, συνεχής / τακτικός (регулярный):\постояниыйый посетитель ὁ θαμών, ὁ τακτικός ἐπισκέπτης· \постояниыйый покупатель ὁ τακτικός πελάτης·2. (не временный) μόνιμος:\постояниыйая работа ἡ μόνιμη ἐργασία·3. (неизменный) σταθερός, πιστός:\постояниыйый характер ὁ σταθερός χαρακτήρας· \постояниыйая величина мат ἡ σταθερή ποσότητα· \постояниыйый ток эл. τό συνεχές ρεύμα. -
11 стойкий
стойк||ийприл1. σταθερός, ἀκλόνητος, ἀλύγιστος·2. хим., физ. σταθερός:\стойкий запах ἡ σταθερή μυρωδιά. -
12 постоянный
επ., βρ: -янен, -янна, -янно;1. μόνιμος, διαρκής, συνεχής, διηνεκής, παντοτινός• πάγιος•постоянный представитель в ООН μόνιμος αντπράσωπος στον ΟΗΕ•
постоянный клиент ο θαμώνας•
-ая работа μόνιμη εργασία•
постоянный житель μόνιμος κάτοικος•
-ое место μόνιμη θέση.
2. σταθερός•верная и -ая женщина πιστή και σταθερή γυναίκα•
постоянный характер σταθερός χαρακτήρας.
εκφρ.- ая армия – ο μόνιμος στρατός•- ая величина – η σταθερή ποσότητα•постоянный капитал – (πολιτ. οικν.) το σταθερό κεφάλαιο•- ток – (ηλεκτρ.) το συνεχές ρεύμα. -
13 стойкий
επ., βρ: стоек, стойка, стойко; стойче.1. γερός, αντοχής, ανθεκτικός•стойкий кирпич γερό τούβλο•
-ая краска χρώμα αντοχής.
|| μτφ. σταθερός, έμμονος•-ая уверенность σταθερή πεποίθηση.
2. μτφ. ακλόνητος, ανένδοτος, ατράνταχτος•стойкий человек σταθερός άνθρωπος.
-
14 твёрдый
επ., βρ: твёрд, тверда, твёрдо; твёрже1. σκληρός• στερεός•-ое тело στερεό σώμα•
-ое вещество σκληρή ουσία•
-ые горючие τα στερεά καύσιμα•
твёрдый карандаш το σκληρό μολύβι•
-ое яблоко σκληρό μήλο.
2. μτφ. γερός, σταθερός, στερεός, ακλόνητος• ατράνταχτος•быть -ым в беде αντέχω γερά στη δυστυχία.
|| ισχυρός•-ая воля ισχυρή θέληση•
твёрдый характер ισχυρός χαρακτήρας•
-ая память γερή μνήμη.
3. στέρεος•-ая опора γερό στήριγμα.
|| σταθερός, μόνιμος•-ая власть σταθερή εξουσία•
-ые цены σταθερές τιμές.
|| μτφ. ακλόνητος•-ая уверенность ακλόνητη πίστη•
-ое убеждение σταθερή πεποίθηση.
εκφρ.твёрдый знак – το σκληρό γράμμα «Ъ»•- ые согласные – τα σκληρά (ηχηρά) σύμφωνα•стоять -ой ногой – πατώ γερά (στέκομαι σε γερές θέσεις). -
15 ветep
ο άνεμ/οςο αέραςдвигаться с попутным - ром πηγαίνω με ούριο - ο, αρμενίζω με (άνεμο) πρίμαпротив - ра αντιπλέω, πλέω κόντρα στον - овстречный - αντίθετος -, αντίπρω-ρος -лёгкий - ασθενής/ελαφρός -попутный - ούρι-ος/ευνοϊκός -постоянный - σταθερός -, διαρκής -сильный - ισχυρός/δυνατός -слабый - ελαφρύς/λεπτός -холодный - τσουχτερός/πα-γερός -шквалистый - ο πέμφιξ, αιφνίδιος δυνατός -штормовой - η (ανεμοθύελλα/καταιγίδαСеверный (норд) Βορράς/Βοριάς (Τραμουντάνα)Южный (зюйд) Νότος/Νοτιάς (Όστρια)Юго-западный (зюйд-вест) Αιψ, Λιβός, Αίβας (Γαρμπής)Западно-северо-западный (вест-норд-вест) Σκιρωνοζέφυρος (Πουνεντομαΐστρος)Северо-ссверо-западный - (норд-норд-вест) Σκιρωνοβορράς (Μαϊστροτραμουντάνα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ветep
-
16 зажим
1. (устройство) о σφιγκτήρας- με βίδαмонтажный эл. - συναρμολόγησης2. эл. о ακροδέκτης 3. (струбцина, скоба) о σφιγκτήρας με κοχλία 4. (действие) το σφίξιμο, η σύσφιγξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зажим
-
17 зарплата
(заработная плата) о μισθ/ός·выштачивать - у πληρώνω το - о, замораживать - у παγώνω το - о, минимум - ы ελάχιστος -рост - ы άνοδος/αύξηση του - ούподённая - ημερήσιος -, το μεροκάματοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зарплата
-
18 звено
1. (авт., мех) ο κρίκος, ο σύνδεσμος, η άρθρωση, το στοιχείο, η μονάδα. - без контрфорса (якорной цепи) - χωρίς στυλίσκο (αλύσεως της άγκυρας)ведомое - δευτερεύων -, οδηγούμενος -ведущее - το πρωτεύων στοιχείο, ο οδηγόςвертлюжное мех. - της στρέψης, το στριφτάρι- гусеницы - της ερπύστριας, το πέδιλοцепное - см. - цепи 2. хим. η μονάδαмономерное - μονομερική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > звено
-
19 инвариант
ο αμετάβλητος-ность το αμετάβλητο, η σταθερότητα (ιδιότητα)-ный αμετάβλητος, σταθερόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > инвариант
-
20 коэффициент
ο συντελεστής- деления (делителя частоты, перерасчётной схемы и т.п.) - της διαίρεσης, - диэлектрических потерь - των διηλεκτρικών απωλειών- передачи (авт.элн.) - (απόδοσης) τηςμετάδοσης- полезного действия (кпд) - απόδοσης, η πραγματική (ή ωφέλιμη) ισχύς- полноты водоизмещения мор. - τηςγάστρας (η σχέση όγκου-υφάλων με μήκος- полноты мидель-шпангоута мор. - της γάστρας (ησχέση επιφάνειας της μέσης τομής με πλάτοςκαι πλευρικό ύψος)- продольной полноты мор. - της γάστρας (η σχέση των υφάλωνμε την επιφάνεια της μέσης τομής και τουμήκους)пропульсивный мор. - της πρόωσηςторможения - πέδησης/φρεναρίσματοςудельный - (в колориметрии) ειδικός -,ποσοστιαίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коэффициент
См. также в других словарях:
σταθερός — standing fast masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερός — ή, ό / σταθερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ά, Ν, και σταθηρός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. ή, Α 1. αυτός που στέκεται στερεά, ευσταθής, αμετακίνητος (α. «σταθερό έδαφος» β. «σταθερό κτήριο» γ. «σταθερά γαῑα», Οππ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) αμετάβλητος (α.… … Dictionary of Greek
σταθερός — ή, ό επίρρ. ά,1. ευσταθής, μόνιμος, αυτός που δε μεταβάλλεται: Οι τιμές παρέμειναν σταθερές. – Δεν είναι σταθερή η πολιτική κατάσταση. 2. αυτός που εμμένει σε κάτι: Δεν είναι σταθερός στη φιλία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιωάννης ο Σταθερός — (Μάισεν 1468 – Σβάινιτς 1532). Πρίγκιπας εκλέκτορας της Σαξονίας (1525 32). Ήταν γιος του Ερνέστου, τον οποίο διαδέχθηκε στον θρόνο αμέσως μετά τον θάνατό του μαζί με τον αδελφό του, Φρειδερίκο τον Σοφό. Όταν πέθανε και ο Φρειδερίκος, ο I. ο Σ.… … Dictionary of Greek
σταθερά — σταθερός standing fast neut nom/voc/acc pl (ionic) σταθερά̱ , σταθερός standing fast fem nom/voc/acc dual (ionic) σταθερά̱ , σταθερός standing fast fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερώτερον — σταθερός standing fast adverbial comp (ionic) σταθερός standing fast masc acc comp sg (ionic) σταθερός standing fast neut nom/voc/acc comp sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερῶν — σταθερός standing fast fem gen pl (ionic) σταθερός standing fast masc/neut gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερόν — σταθερός standing fast masc acc sg (ionic) σταθερός standing fast neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερώτατον — σταθερός standing fast masc acc superl sg (ionic) σταθερός standing fast neut nom/voc/acc superl sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθεραί — σταθερός standing fast fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθεροῖο — σταθερός standing fast masc/neut gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)