-
1 διαρκής
[диаркис] επ. продолжительный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαρκής
-
2 перманентный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноδιαρκής•-ое развитие διαρκής ανάπτυξη. -ая революция διαρκής επανάσταση.
-
3 постоянный
1. (непрерывный) συνεχής, διαρκής, αδιάκοπος 2. (рассчитанный на длительный срок, не временный) μόνιμος, διαρκής 3. (неизменный) σταθερός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > постоянный
-
4 длительный
-
5 постоянный
постоянный μόνιμος, διαρκής- σταθερός (неизменный)· \постоянный представитель о μόνιμος αντιπρόσωπος· \постоянный адрес η μόνιμη διεύθυνση* * *μόνιμος, διαρκής; σταθερός ( неизменный)постоя́нный представи́тель — ο μόνιμος αντιπρόσωπος
постоя́нный а́дрес — η μόνιμη διεύθυνση
-
6 продолжительный
-
7 прочный
прочный στερεός, σταθερός, γερός; \прочный мир η διαρκής ειρήνη* * *στερεός, σταθερός, γερόςпро́чный мир — η διαρκής ειρήνη
-
8 несовершенный
επ., βρ: -шнен, -шнна, -шнно ατελείωτος, ατελής, ημιτελής, μισοτελειωμένος•-ая работа μισοτελειωμένη εργασία.
επ. несовершенный вид (γραμμ.) διαρκής μορφή•глагол -ого вида ρήμα διαρκούς μορφής (που σχηματίζονται οι χρόνοι: ενεστώτας, παρατατικός, μέλλοντας διαρκής).
-
9 ветep
ο άνεμ/οςο αέραςдвигаться с попутным - ром πηγαίνω με ούριο - ο, αρμενίζω με (άνεμο) πρίμαпротив - ра αντιπλέω, πλέω κόντρα στον - овстречный - αντίθετος -, αντίπρω-ρος -лёгкий - ασθενής/ελαφρός -попутный - ούρι-ος/ευνοϊκός -постоянный - σταθερός -, διαρκής -сильный - ισχυρός/δυνατός -слабый - ελαφρύς/λεπτός -холодный - τσουχτερός/πα-γερός -шквалистый - ο πέμφιξ, αιφνίδιος δυνατός -штормовой - η (ανεμοθύελλα/καταιγίδαСеверный (норд) Βορράς/Βοριάς (Τραμουντάνα)Южный (зюйд) Νότος/Νοτιάς (Όστρια)Юго-западный (зюйд-вест) Αιψ, Λιβός, Αίβας (Γαρμπής)Западно-северо-западный (вест-норд-вест) Σκιρωνοζέφυρος (Πουνεντομαΐστρος)Северо-ссверо-западный - (норд-норд-вест) Σκιρωνοβορράς (Μαϊστροτραμουντάνα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ветep
-
10 магнетизм
ο μαγνητισμόςатомный - ατομικός/πυρηνικός -постоянный - μόνιμος -, διαρκής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > магнетизм
-
11 магнит
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > магнит
-
12 нагрузка
(мех., эл.) το φορτί/ο, η φόρτισητο φόρτωμαраспределять - у διανέμω/μοιράζω το -сбрасывать - у эл. μειώνω το -снимать - у мех. αφαιρώ/βγάζω το -активная эл. - ενεργό -базовая эл. - βάσης- весов предельная μέγιστο - των βαρών/της ζυγαριάςнесимметричная эл. - ασύμμετρο -посадочная ав. - της προσγείωσηςравномерная - ισομερές -, ομοιόμορφο -сжимающая мех. - της σύνθλιψηςсимметричная эл. - συμμετρικό -тормозная - της πέδης/του φρένουтяговая ав. - της ώσηςциклическая мех. - κυκλικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нагрузка
-
13 продолжительный
παρατεταμένος, διαρκής, μακροχρόνιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > продолжительный
-
14 течение
το ρεύμα, η ροήламинарное - η γραφική/ομαλή/στρωτή ροήморское - θαλάσσιο/ωκεάνιο -стационарное - σταθερό/αμετάβλητο -турбулентное - η (τε)τα-ραγμένη/στροβιλώδης/τυρβώδης ροήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > течение
-
15 безотлучный
безотлучныйприл μόνιμος, διαρκής, συνεχής. -
16 беспробудный
беспробудныйприл βαθύς, συνεχής, διαρκής; ◊ \беспробудный пьяница τό μπεκρόμουτρο, ὁ μπεκρούλιακας. -
17 бессменный
бессменн||ыйприл διαρκής, μόνιμος/ἀμετάθετος (несменяемый)Ι παντοτινός (постоянный). -
18 бессрочный
бессрочныйприл ἀπρόθεσμος, ἀπεριόριστος, ἐπ; ἀόριστον/ διαρκής, μόνιμος (постоянный):\бессрочный отпуск ἡ ἀδεια ἐπ' ἀόριστον \бессрочный паспорт τό διαρκές διαβατήριο. -
19 всегдашний
всегда||шнийприл разг παντοτεινός, συνήθης, σταθερός/ διαρκής (непрерывный):\всегдашнийшний гость ὁ μόνιμος ἐπισκέπτης. -
20 долговременный
долговременныйприл μακροχρόνιος, διαρκής / воен. μόνιμος.
См. также в других словарях:
διαρκής — sufficient masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρκής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς 1. παρατεταμένος, αδιάκοπος: Ο πόθος των λαών για ειρήνη είναι διαρκής. 2. μόνιμος, σταθερός: Τους κούρασε η διαρκής συμβίωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαρκής — ές (AM διαρκής, ές) 1. αδιάκοπος, συνεχής, αδιάλειπτος 2. παρατεινόμενος για αρκετό χρόνο 3. σταθερός, μόνιμος αρχ. επαρκής, αρκετός … Dictionary of Greek
διαρκῇς — διαρκέω suffice pres subj act 2nd sg διαρκέω suffice pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρκῆ — διαρκής sufficient neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) διαρκής sufficient masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) διαρκής sufficient masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρκέστερον — διαρκής sufficient adverbial comp διαρκής sufficient masc acc comp sg διαρκής sufficient neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρκεστέρων — διαρκής sufficient fem gen comp pl διαρκής sufficient masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρκέα — διαρκής sufficient neut nom/voc/acc pl (epic ionic) διαρκής sufficient masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρκές — διαρκής sufficient masc/fem voc sg διαρκής sufficient neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρκέστατα — διαρκής sufficient adverbial superl διαρκής sufficient neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρκέστατον — διαρκής sufficient masc acc superl sg διαρκής sufficient neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)