Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

στίχοι

См. также в других словарях:

  • στίχοι — στίχοῑ , στείχω walk aor opt act 3rd sg στίχος row masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αδάμ στίχοι — Ποίημα που έγραψε στις αρχές του 9ου αι. μ.Χ. ο μητροπολίτης Νικαίας Ιγνάτιος στη δημοτική γλώσσα εκείνης της εποχής. Αποτελείται από 143 στίχους και παρουσιάζει τον Θεό να συνομιλεί με τους πρωτόπλαστους στον Παράδεισο. Διακρίνεται για τη… …   Dictionary of Greek

  • Αδάμ και Παραδείσου, στίχοι θρηνητικοί — Στιχούργημα ποιητή του 14ου αι. Αποτελείται από 118 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Είναι ο θρήνος ενός αμαρτωλού που εξιστορεί τις αμαρτίες του χρησιμοποιώντας φράσεις και χωρία από τη χριστιανική υμνολογία …   Dictionary of Greek

  • Stichometry — is a term applied to the measurement (μέτρον) of ancient texts by στίχοι (lit. rows ) or verses of a fixed standard length.It was the custom of the Greeks and Romans to estimate the length of their literary works by measured lines. In poetical… …   Wikipedia

  • μετρική — Τα αρχαία ποιητικά κείμενα των διάφορων ινδοευρωπαϊκών φυλών παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά, γεγονός που αποδεικνύει την κοινή καταγωγή τους. Αυτό το δεδομένο οδήγησε, ήδη από τη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αι., στη… …   Dictionary of Greek

  • Ηρώνδας ή Ηρώδας — (3ος αι. π.Χ.).Μιμογράφος από την Κω. Το συγγραφικό έργο του τοποθετείται μεταξύ 275 και 245 π.Χ. Ένας πάπυρος που ανακαλύφθηκε το 1891 έκανε γνωστούς εννέα (οι επτά πλήρεις) σύντομους μίμους του σε ιωνική διάλεκτο (ονομάζονται και μιμίαμβοι,… …   Dictionary of Greek

  • Κρυστάλλης, Κώστας — (Συρράκο, Ήπειρος 1868 – Άρτα 1894). Ποιητής και πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν έμπορος και η μητέρα του κόρη βοσκού. Φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και, ως μαθητής με πατριωτική έξαρση, έστειλε στην Αθήνα το πρωτόλειο επικό ποίημα Σκιαί… …   Dictionary of Greek

  • ισομετρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισομετρία 2. συμμετρικός 3. φρ. α) φυσιολ. «ισομετρική συστολή» συστολή μυός κατά την οποία διατηρείται αμετάβλητο το μήκος του, αλλά αυξάνεται η τάση του β) (αρχ. μετρ.) «ισομετρικοί στίχοι» ή… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»