-
1 στίχοι
στίχοῑ, στείχωwalk: aor opt act 3rd sgστίχοςrow: masc nom /voc pl -
2 μύουρος
A tapering (lit. mousetailed), of a non-carnivorous fish's στόμα (snout), Arist.PA 662a32, 697a1; of theαἱμόρροος 11
, , cf. 225;ἐξ εὐρείας τῆς κεφαλῆς μείουρος κάτεισιν ἔστε ἐπὶ τὴν οὐράν Ael.NA15.13
· εἰς (ἐπὶ) μείουρον ἄγεσθαι taper towards the tail, Philum.Ven.21.1, 27.1; ἐν τῷ μειούρῳ τῆς οὐρᾶς the tapering part of a horse's tail, Hippiatr.55; τὸ μείουρον (sc. τοῦ σπέρματος)πρὸς τὴν γῆν ἄγοντας Gp.10.57.8
, cf. 10.63.4;κάμαξ μύουρος Apollod.Poliorc.172.9
(v.l. μεί-), 182.6, cf. Ph.Bel.51.8 (μύ-), 83.20 ([etym.] μεί-); πύργον.. ἐς μύουρον ἀνιόντα Paus.10.16.1
;αἱ πρὸς ὄμμα τε καὶ ὀρθογώνιοι στοαὶ πόρρωθεν μείουροι φαίνονται Hero
*Deff.135.9 (v.l. μύ-) ; μετρεῖ τὰ μείουρα ὡς κώνους κολούρους, i.e. roughly, ib.8; σφὴν μείουρος Id.*Stereom.1.28; λίθος μείουρος ib.2.17 (v.l. μύ-), 59; ξύλον μύουρον Id.*Mens.8 (as Subst. μείουρος, ὁ, tapering prism, Id.*Deff.133.2, *Geom.3.24);ἐκφύσεις κατὰ τὸ ἄκρον μείουροι Diocl.Fr.27
; μείουρος σχηματισμὸς [τῶν δακτύλων], i.e. with the tips pressed together, Sor.2.60;μύουρον σχῆμα Str.2.5.6
, Apollod.Poliorc.181.3; μερίς, τμῆμα, γραμμή, Str.11.11.7. Adv.,συνηγμένων μειούρως τῶν δακτύλων Paul.Aeg.6.74
.2 στίχοι μείουροι 'tapering' hexameters, in which the first syllable of one of the last two feet is short instead of long, Ath. 14.632e, cf. Sch.Heph.p.290 C., Eust.900.7.3 of the pulse, dying away gradually, Gal.8.480,524, 9.314. Adv. - ρως ibid.4 of an epic poem with only a single μῦθος, ὥστε.. βραχέως δεικνύμενον μύουρον φαίνεσθαι it seems too short, Arist.Po. 1462b6; of periods, Id.Rh. 1409b18. (In this group of words codd. freq. vary between μυ- and μει-; both μυουρία and μειουρία are recognized by Eust. l. c.: μυ- prob. became μει- by phonetic change, cf. ἐρρηγεῖα, κώδεια, etc.: μῠ- Nic. Th. 225, D.P.l.c., but μῡ- Nic. Th. 287.)------------------------------------μύουρος (B), ἡ, a plant,II = σάμψυχον, Ps.-Dsc.3.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μύουρος
-
3 πεζός
1 in Poets, esp. [dialect] Ep.,a on foot, walking, πεζοί fighters on foot, opp. those in chariots,πεζοί θ' ἱππῆές τε Il. 8.59
, cf. 5.13,11.150 ;πλῆτο δὲ πᾶν πεδίον πεζῶν τε καὶ ἵππων Od.17.436
, cf.9.50.b on land, going by land, opp. sea-faring, esp.in Od. ;εἰ δ' ἐθέλεις π., πάρα τοι δίφρος τε καὶ ἵπποι 3.324
; ; , cf. Pi.P.10.29 ; ἐν νηῒ θοῇ ἢ π. Il.24.438.a sts. infantry, opp. cavalry ([etym.] ἡ ἵππος), Hdt.1.80, 4.128 ;σὺν δυνάμει καὶ π. καὶ ἱππικῇ X.Cyr.2.4.18
; but,b more freq.land-force, army, opp. naval force, Hdt.4.97, 6.95, Th.1.47, 2.94, etc. ; τὸ π. v.l. in Hdt.7.81 ; στρατιὰ καὶ ναυτικὴ καὶ π. Th.6.33, cf. 7.16 (and v. πεζικός); ἡ π. στρατιὰ καὶ τὸ ναυτικόν Lys.2.34
, cf. A. Pers. 558 (lyr.), 719, 728 (both troch.) ; οἱ μὲν ἐφ' ἵππων, οἱ δ' ἐπὶ ναῶν, πεζοί τε βάδην ib.19 ; τὰ π. κράτιστοι strongest by land, Th.4.12 ;καὶ ναυσὶ καὶ πεζοῖσι Ar.Ach. 622
;π. μάχαισιν Id.Eq. 567
; ἡ π. μάχη battle by land, Pl.Lg. 707c ; ἐν τοῖς ναυτικοῖς κινδύνοις, ὥσπερ ἐν τοῖς π. Isoc.4.91.3 of animals, land, opp. birds and fishes, τὰ π. καὶ τὰ πτηνά beasts and birds, Pl.Smp. 207a, cf. Plt. 264e ; π. καὶ ἔνυδρον ib. 288a, cf. Lg. 823b, Arist.Top. 143b1, etc. ;ἡ π. θήρα Pl.Sph. 222b
, cf. Lg. 824a.II metaph. (cf.αὐτὰρ ἐγὼ Μουσέων πεζὸς ἔπειμι νομόν Call.Aet.4.1.9
), of language, prosaic, λόγοι π. prose (cf. 111.3), D.H. Comp.6, Paus.4.6.1 ; διὰ πεζῶν [λ.] Phld.Mus.p.87 K. ;λόγος POxy. 724.10
(ii A. D.) ;ἡ π. διάλεκτος D.H. Comp.3
; ἡ π. λέξις ib.1 ; opp. ἡ ἔμμετρος, ib.4 ; ἡ π. alone, Str.1.2.6 ;τινὰ καὶ πεζὰ καὶ ἐν ἔπεσι ποιήματα D.C.69.3
; π. τις ποιητική, of bombastic prose, Luc. Hist.Conscr. 8 ; κομιδῇ πεζὸν καὶ χαμαιπετές ib.16, cf. Plu.2.853c ; τὰ ἄγαν π. καὶ κακόμετρα [ ὀνόματα] ib.747f ; π. ὀνόματα, opp. ποιητικά, Demetr.Eloc. 167.2 of verse, unaccompanied by music,καὶ πεζὰ καὶ φορμικτά S.Fr.16
; πεζῷ γόῳ· ἄνευ αὐλοῦ ἢ λύρας, Phot. ; cf. 111.2.b more commonly, by land, Hdt.2.159, Th.2.94, etc. ; π. ἕπεσθαι to follow by land, Hdt. 7.110, 115 ;στρατιὰν μέλλων π. πορεύσειν Th.4.132
;π. πορεύεσθαι X.An.5.6.1
; οὔτε π. οὔτε κατὰ θάλατταν ib.5.6.10 ; καὶ π. καὶ ναυμαχοῦντες by land and by sea, D.3.24.2 without musical accompaniment (cf. 11.2),παῦσαι μελῳδοῦσ' ἀλλὰ π. μοι φράσον Com.Adesp. 601
, cf. Pl.Sph. 237a.IV [comp] Comp. πεζότερος more like a foot-journey, Plu.2.804d ; more like prose, στίχοι π. τῇ συνθέσει Sch. Il.2.252, etc.: [comp] Sup. πεζότατος, τὸ π. μόριον τῆς ψυχή, cf. Procl.in Ti.3.317 D. -
4 ποδομερής
A versus partipedes (qui in singulis pedibus singulas orationis partes adsignant), Diom.p.498K.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποδομερής
-
5 πολυσχημάτιστος
A multiform, Poll.5.170;τὸ π.
variety of rhetorical forms,D.H.
Vett.Cens. 3.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυσχημάτιστος
-
6 προσοδιακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσοδιακός
-
7 συριγγόποδες
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συριγγόποδες
-
8 τάρσωμα
A = ταρσός: pl., = οἱ στίχοι τῶν κωπῶν, Poll.1.93.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τάρσωμα
-
9 φωναστικοὶ
φωναστικοὶ στίχοι, dub. sens. in Diom.p.498 K.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φωναστικοὶ
-
10 ἀγενής
II of no family, ignoble, opp. ἀγαθός, S.Fr.84, cf. POxy.33 5.5 (ii A. D.); of things, οὐκ ἀγενεῖς στίχοι Sch. Od. 11.568; cf. AB336, St.Byz. s.v. Ἀνακτορεία. -
11 ἀδιάθετος
ἀδιά-θετος, ον,2 having made no will, intestate, Plu.Cat.Ma.9, D.Chr.54.4, POxy.105.6 (ii A.D.), al.b not disposed of by will, PGrenf.1.17 (ii B. C.), Sammelb.4638.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδιάθετος
-
12 ἀσυνάρτητος
ἀσυν-άρτητος, ον,II in Metric, ἀσυνάρτητοι στίχοι verses compounded of independent κῶλα, Heph.15, Sch.Ar.Ra. 1316, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσυνάρτητος
-
13 ἐπικός
-
14 λαγαίω
Grammatical information: v.Other forms: aor. λαγάσαι (Crete),Compounds: also with ἀπο-.Derivatives: ἀπολάγαξις `release' (Crete; on the formation Chantraine Form. 281, Bechtel Dial. 2, 746). - Several nouns, that do not directly depend from the verb: 1. λαγαρός `slack, emaciated, thin' (IA.) with λαγαρότης `slackness etc.', λαγαρόομαι `get slack' (AP) with λαγάρωσις (Eust.; of στίχοι λαγαροί). λαγαρίζομαι meaning unclear (com.); 2. λάγανον `thin cake' (hell.) with λαγάνιον (late) and λαγανίζω (?; Hp. Morb. Sacr. 13 ; cf. Kind Herm. 72, 368) ; 1. a. 2. first from a noun *λαγαρ \/ ν-? (vgl. Benveniste Origines 18; to the frequent nom. in - ανον Chantraine Form. 198 f.). A ν-suffix also in the semantically deviant 3. λάγνος (- νης; on the barytone acc. Schwyzer 489) `lascivious, voluptuous' with λαγνεύω `be lascivious, be lecherous', λαγνεία `the act of coition etc.' (IA.). 4. *λαγος (*λάξ) `slack, thin' in λαγόνες pl. f. (m..), rarely - ών sg. `the hollows on the side, the flanks' (IA.), also in λαγώς `hare' (s. v.).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur. substr.XEtymology: A direct agreement to *λαγος, if from *σλαγος (s. on λήγω) gives a Germ. adj. for `slack': Nord. slakr , OS slac, OE slæc etc.; here with anlaut. l- (= IE.) MLG. lak `id.', thus OIr. lacc `id.' (with expressive gg). The formal identity of λαγών and WNo. lake `flap', of λάγανον and OS lakan, OHG lahhan `cloth' rests on parallel innovations of the separate languages. - With λαγαρός we can directly compare Toch. A slākkär `sad'. Beside it with s-suffix Lat. laxus `slack, weak etc.'; also Skt. ślakṣṇá- `slippery, meagre, thin' (from *slakṣ- assim., Hendriksen IF 56, 27 f.)? - Disyllabic λαγά-σαι (: λαγαρός) has an example in the synonymous χαλά-σαι (: χαλαρός); λαγαίω is innovation like κεραίω, ἀγαίομαι (s. κεράννυμι and ἀγα-; diff. Specht Ursprung 325); besides NGr. (Cret.) λαγάζω, s. Schulze Kl. Schr. 354 n. 1. Cf. also on κλαδαρός. - With diff. ablaut here λήγω, λωγάνιον, λωγάς, s. vv. - As * slh₂g- would have given *slāg-, the form has not been explained; is it a Eur. substratum word?Page in Frisk: 2,68Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λαγαίω
См. также в других словарях:
στίχοι — στίχοῑ , στείχω walk aor opt act 3rd sg στίχος row masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αδάμ στίχοι — Ποίημα που έγραψε στις αρχές του 9ου αι. μ.Χ. ο μητροπολίτης Νικαίας Ιγνάτιος στη δημοτική γλώσσα εκείνης της εποχής. Αποτελείται από 143 στίχους και παρουσιάζει τον Θεό να συνομιλεί με τους πρωτόπλαστους στον Παράδεισο. Διακρίνεται για τη… … Dictionary of Greek
Αδάμ και Παραδείσου, στίχοι θρηνητικοί — Στιχούργημα ποιητή του 14ου αι. Αποτελείται από 118 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Είναι ο θρήνος ενός αμαρτωλού που εξιστορεί τις αμαρτίες του χρησιμοποιώντας φράσεις και χωρία από τη χριστιανική υμνολογία … Dictionary of Greek
Stichometry — is a term applied to the measurement (μέτρον) of ancient texts by στίχοι (lit. rows ) or verses of a fixed standard length.It was the custom of the Greeks and Romans to estimate the length of their literary works by measured lines. In poetical… … Wikipedia
μετρική — Τα αρχαία ποιητικά κείμενα των διάφορων ινδοευρωπαϊκών φυλών παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά, γεγονός που αποδεικνύει την κοινή καταγωγή τους. Αυτό το δεδομένο οδήγησε, ήδη από τη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αι., στη… … Dictionary of Greek
Ηρώνδας ή Ηρώδας — (3ος αι. π.Χ.).Μιμογράφος από την Κω. Το συγγραφικό έργο του τοποθετείται μεταξύ 275 και 245 π.Χ. Ένας πάπυρος που ανακαλύφθηκε το 1891 έκανε γνωστούς εννέα (οι επτά πλήρεις) σύντομους μίμους του σε ιωνική διάλεκτο (ονομάζονται και μιμίαμβοι,… … Dictionary of Greek
Κρυστάλλης, Κώστας — (Συρράκο, Ήπειρος 1868 – Άρτα 1894). Ποιητής και πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν έμπορος και η μητέρα του κόρη βοσκού. Φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και, ως μαθητής με πατριωτική έξαρση, έστειλε στην Αθήνα το πρωτόλειο επικό ποίημα Σκιαί… … Dictionary of Greek
ισομετρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισομετρία 2. συμμετρικός 3. φρ. α) φυσιολ. «ισομετρική συστολή» συστολή μυός κατά την οποία διατηρείται αμετάβλητο το μήκος του, αλλά αυξάνεται η τάση του β) (αρχ. μετρ.) «ισομετρικοί στίχοι» ή… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek