-
1 στιβεία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιβεία
-
2 στιβεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιβεύς
-
3 στιβευτής
Aσ. κύων Sostrat.
ap.Stob.4.20.70;= vestigator, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιβευτής
-
4 στιβεύω
A track out, D.S.5.3, Plu.2.966c; explore, διὰ τῶν εὐλόγων τὸ μέλλον ib.399a:—[voice] Pass., στιβευόμενος τόπος ib.918b.II intr., walk, travel, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιβεύω
-
5 στιβέω
A tread, traverse, once in [voice] Pass., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν every side has been traversed, searched, S.Aj. 874. -
6 στιβεῖον
στῐβ-εῖον, τό,A fuller's workshop, PTeb.417.23 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιβεῖον
-
7 στιβήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιβήεις
-
8 στίβος
ο1) беговая дорожка; спортивная площадка; арена;διάδρομος στίβου — беговая дорожка;
γιά ποδηλατοδρομίες — трек;2) перен. арена, поприще, поле деятельности;εμφανίζομαι ( — или βγαίνω, κατέρχομαι) στον πολιτικό (διεθνή) στίβο — выходить на политическую (международную) арену;
§
αθλητισμός στίβου — лёгкая атлетика;αθλητής στίβου — легкоатлет;
υγρός στίβος — водный спорт
-
9 πολύστεινος
πολύ-στεινος, ον,A = πολυπόρευτος, Phot. (leg. -στειβ-, i.e. - στῐβ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύστεινος
-
10 στίβη
------------------------------------II= ἀνδράχνη, Hsch. -
11 στείβω
Grammatical information: v.Meaning: `to tread (on something), to densify by treading, to trod, to trample' (ep. poet. since Λ 534 a. Υ 499).Other forms: only presentst. except aor. κατ-έστειψας (S. OC 467; not quite certain), vbaladj. στιπτός (v. l. - ει-) `trodden solid, solid, hard'(S., Ar.), ἄ- στείβω `untrodden' (S.; also OGI 606?).Derivatives: στοιβή f. `stuffing, cushion, bulge etc.'; often as plantname `Poterium spinosum', of which the leaves were used to fill up (Hp., Ar., Arist., Epid. [IVa] etc.), with στοιβ-ίον `id.' (Dawkins JournofHellStud. 56, 10), - άς = στιβάς, - ηδόν `crammed in' (Arist.-comm.), - άζω, rarely w. δια- a.o., `to fill, to stuff' (Hdt., LXX a.o.), from which - αστός, - αστής, - ασις, - άσιμος, - ασία (hell. a. late). -- Besides zero grade nouns: A. στίβος m. `(trodden) road, path, footstep, trail' (ep. Ion. poet. since h. Merc.; cf. Porzig Satzinhalte 318), `fuller's workshop' (pap. IIIa). From this 1. στιβάς, - άδος f. `bed of straw, reed or leaves, mattress, bed, grave' (IA.) with - άδιον n. `id'. (hell. a. late), - αδεύω `to use like straw' (Dsc.). 2. στιβεύς m. `hound' (Opp.), `fuller' (pap.), = ὁδευτής (H.), - εύω `to track' (D. S., Plu., H.), = πορεύεσθαι (H.) with - εία f. `the tracking etc.' (D. S. a.o.), - εῖον n. `fuller's workshop' (pap.), - ευτής m. `hound' (Sostrat. ap. Stob.); also - ίη = - εία (Opp.; metr. cond.). 3. στιβική f. `fuller's tax' (pap. IIIa). 4. στιβάζω `to enter, to track etc.' with - ασις f. (late). 5. ἐστίβηται `has been tracked' perf. pass. (S. Aj. 874; στιβέω or - άω?). 6. ἄ-στιβ-ος `unentered' (AP), usu. - ής `id.' (A., S., also X. a.o.; joined to the εσ-stems and connected with the verb), - ητος `id.' (Lyc. a.o.; cf. ἐστίβηται). 7. Στίβων name of a dog (X. Cyn.). -- B. στιβαρός `solid, compact, massive, strong' (ep. poet. Il., also hell. a. late prose); like βριαρός a.o.; Chantraine Form. 227, also Benveniste Origines 19; cf. also Treu Von Homer zur Lyrik 49, - αρηδόν adv. `compact' (opposite σποράδην; late). -- C. With long vowel στί̄βη f. `ripe' (Od., Call.), - ήεις (Call.); on the meaning cf. πάγος, πάχνη to πήγνυμι.Etymology: From the Greek material the essential meaning appears to be the idea `tread (with the feet), make solid, fill up, press together' ( στοιβή, στιβάς, στι-βαρός), from where `tread' with `path, trace, track' ( στείβω, στίβος, στιβεύω). -- Exact agreements outside Greek for στείβω and related στίβος, στιβαρός are missing. Nearest comes Arm. stēp, gen. -oy `frequent, incessant, permanent' (adj. and adv.; on the meaning cf. πυκνός) with stip-em `press, urge', -aw, -ov `quick, diligent(ly)' from IE * stoibo- or * steibo-; so an exampel of the very rare IE b? Beside it with p the Lat. secondary formation stīpāre `press to gether, press, heap, fill up'; here also the Corinth. PN Στίπων (IG 4, 319)? -- To this can be connected in diff. languages on the one hand expressions for `fixed, stiff etc.': Germ., e.g. OE, MHG stīf `stiff, straight', Balt., e.g. Lith. stimpù, stìpti `become stiff or frozen', stiprùs `strong, steady'; on the other hand words for `bar, stalk, post etc.' in Lat. stīpes `pole, stem, bar', stipula `straw' and, with b (IE b as in στείβω), Lith., e.g. stíebas `mast(tree), pillar, stalk etc.', Slav., e.g. Russ. stébelь `stalk' etc. -- Further forms w. rich lit. in WP 2, 646ff., Pok. 1015f., W.-Hofmann s. stīpō, stips, stipula, Fraenkel and Vasmer s. vv. (Not hereVgl. στῖφος, στιφρός.)Page in Frisk: 2,781-782Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στείβω
См. также в других словарях:
Βόζνιακ, Στιβ — (Steven Wozniak,Καλιφόρνια 1950 –). Αμερικανός ηλεκτρολόγος μηχανικός και επιχειρηματίας. Μεγάλωσε στην περιοχή που σήμερα είναι γνωστή ως Σίλικον Βάλεϊ, πατρίδα της τεχνολογίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τις… … Dictionary of Greek
Μακ Κουίν, Στιβ — (Steve McQueen, 1930 – 1980). Αμερικανός ηθοποιός. Από τους πιο δημοφιλείς και πιο ακριβοπληρωμένους πρωταγωνιστές των δεκαετιών του 1960 και του 1970, ο Μ.Κ. αποτέλεσε σύμβολο για δύο ολόκληρες κινηματογραφικές γενιές παίζοντας τύπους αντιηρώων … Dictionary of Greek
Μάρτιν, Στιβ — (Steve Martin, Τέξας 1945 –). Αμερικανός ηθοποιός, σεναριογράφος και παραγωγός της τηλεόρασης και του κινηματογράφου. Σπούδασε στο κολέγιο του Λονγκ Μπιτς και στο UCLA. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως τηλεοπτικός σεναριογράφος, στα τέλη της… … Dictionary of Greek
στιβαρός — ή, ό/ στιβαρός, ά, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που έχει σφιχτά, μυώδη και ισχυρά μέλη, ρωμαλέος, δυνατός (α. «τόν άρπαξε με τα στιβαρά του χέρια και τόν σήκωσε σαν φτερό» β. «στιβαροὶ βραχίονες», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. συμπαγής, συμπυκνωμένος 2. (για… … Dictionary of Greek
αερόστατο — Αεροσκάφος το οποίο μπορεί να συγκρατείται στην ατμόσφαιρα μόνο με την επίδραση της άνωσης που δέχεται από τον αέρα (αρχή του Αρχιμήδη). Αποτελείται ουσιαστικά από ένα μπαλόνι στήριξης, εντελώς αεροστεγές, γεμάτο με αέριο ελαφρύτερο από τον αέρα … Dictionary of Greek
ηλιοστιβής — ἡλιοστιβής, ές (Α) αυτός που πατιέται από το άρμα τού ήλιου, που φωτίζεται από τον ήλιο, ο ηλιοφώτιστος («ἡλιοστιβεῑς ἀνατολαί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στιβης (< στείβω «πατώ»). Τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ τής ρίζας… … Dictionary of Greek
κηλάς — κηλάς, άδος, ἡ (Α) 1. (για σύννεφο, νεφέλη) αυτή που προμηνύει άνεμο, όχι βροχή (α. «αἱ κηλάδες νεφέλαι θέρους ἄνεμον σημαίνουσι», Θεόφρ. β. «κηλάς ἡμέρα» χειμερινή ημέρα, Ησύχ.) 2. φρ. «κηλὰς αἴξ», (κατά τον Ησύχ.) «αἴξ ἥτις κατά τὸ μέτωπον… … Dictionary of Greek
σοβαρός — ή, ό / σοβαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ και α, Ν νεοελλ. 1. συγκρατημένος, αξιοπρεπής, φρόνιμος, συνετός, αυστηρός (α. «σοβαρός άνθρωπος» β. «σοβαρή συμπεριφορά») 2. σημαντικός, αξιοπρόσεκτος («σοβαρό ζήτημα») 3. δύσκολος, κρίσιμος, επικίνδυνος (α.… … Dictionary of Greek
στίβη — (I) ἡ, Α παγωμένη πρωινή δροσιά, πάχνη («μή μ ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ τού στείβω «πατώ με τα πόδια, πιέζω» αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό ῑ , πιθ.… … Dictionary of Greek
στίβος — Ημιορεινός οικισμός (628 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 628 κάτ.). * * * ο, ΝΑ νεοελλ. 1. τμήμα γηπέδου, σταδίου ή ιπποδρομίου κατάλληλο για τη διεξαγωγή αθλητικών … Dictionary of Greek
στίγος — ὁ, ἡ στίγον, τὸ, Α στιγμή, σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στιγ τού στίζω* (πρβλ. στίγ μα, στιγ μή) + κατάλ. ος (πρβλ. στίβ ος)] … Dictionary of Greek