Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στίβ

См. также в других словарях:

  • Βόζνιακ, Στιβ — (Steven Wozniak,Καλιφόρνια 1950 –). Αμερικανός ηλεκτρολόγος μηχανικός και επιχειρηματίας. Μεγάλωσε στην περιοχή που σήμερα είναι γνωστή ως Σίλικον Βάλεϊ, πατρίδα της τεχνολογίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τις… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Κουίν, Στιβ — (Steve McQueen, 1930 – 1980). Αμερικανός ηθοποιός. Από τους πιο δημοφιλείς και πιο ακριβοπληρωμένους πρωταγωνιστές των δεκαετιών του 1960 και του 1970, ο Μ.Κ. αποτέλεσε σύμβολο για δύο ολόκληρες κινηματογραφικές γενιές παίζοντας τύπους αντιηρώων …   Dictionary of Greek

  • Μάρτιν, Στιβ — (Steve Martin, Τέξας 1945 –). Αμερικανός ηθοποιός, σεναριογράφος και παραγωγός της τηλεόρασης και του κινηματογράφου. Σπούδασε στο κολέγιο του Λονγκ Μπιτς και στο UCLA. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως τηλεοπτικός σεναριογράφος, στα τέλη της… …   Dictionary of Greek

  • στιβαρός — ή, ό/ στιβαρός, ά, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που έχει σφιχτά, μυώδη και ισχυρά μέλη, ρωμαλέος, δυνατός (α. «τόν άρπαξε με τα στιβαρά του χέρια και τόν σήκωσε σαν φτερό» β. «στιβαροὶ βραχίονες», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. συμπαγής, συμπυκνωμένος 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • αερόστατο — Αεροσκάφος το οποίο μπορεί να συγκρατείται στην ατμόσφαιρα μόνο με την επίδραση της άνωσης που δέχεται από τον αέρα (αρχή του Αρχιμήδη). Αποτελείται ουσιαστικά από ένα μπαλόνι στήριξης, εντελώς αεροστεγές, γεμάτο με αέριο ελαφρύτερο από τον αέρα …   Dictionary of Greek

  • ηλιοστιβής — ἡλιοστιβής, ές (Α) αυτός που πατιέται από το άρμα τού ήλιου, που φωτίζεται από τον ήλιο, ο ηλιοφώτιστος («ἡλιοστιβεῑς ἀνατολαί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στιβης (< στείβω «πατώ»). Τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ τής ρίζας… …   Dictionary of Greek

  • κηλάς — κηλάς, άδος, ἡ (Α) 1. (για σύννεφο, νεφέλη) αυτή που προμηνύει άνεμο, όχι βροχή (α. «αἱ κηλάδες νεφέλαι θέρους ἄνεμον σημαίνουσι», Θεόφρ. β. «κηλάς ἡμέρα» χειμερινή ημέρα, Ησύχ.) 2. φρ. «κηλὰς αἴξ», (κατά τον Ησύχ.) «αἴξ ἥτις κατά τὸ μέτωπον… …   Dictionary of Greek

  • σοβαρός — ή, ό / σοβαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ και α, Ν νεοελλ. 1. συγκρατημένος, αξιοπρεπής, φρόνιμος, συνετός, αυστηρός (α. «σοβαρός άνθρωπος» β. «σοβαρή συμπεριφορά») 2. σημαντικός, αξιοπρόσεκτος («σοβαρό ζήτημα») 3. δύσκολος, κρίσιμος, επικίνδυνος (α.… …   Dictionary of Greek

  • στίβη — (I) ἡ, Α παγωμένη πρωινή δροσιά, πάχνη («μή μ ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ τού στείβω «πατώ με τα πόδια, πιέζω» αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό ῑ , πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • στίβος — Ημιορεινός οικισμός (628 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 628 κάτ.). * * * ο, ΝΑ νεοελλ. 1. τμήμα γηπέδου, σταδίου ή ιπποδρομίου κατάλληλο για τη διεξαγωγή αθλητικών …   Dictionary of Greek

  • στίγος — ὁ, ἡ στίγον, τὸ, Α στιγμή, σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στιγ τού στίζω* (πρβλ. στίγ μα, στιγ μή) + κατάλ. ος (πρβλ. στίβ ος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»