-
1 σπαθαρία
σπᾰθ-ᾰρία, ἡ,A a match at sword-play, EM212.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαθαρία
-
2 σπαθαρικόν
σπᾰθ-ᾰρικόν, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαθαρικόν
-
3 σπαθάριος
Aσπάθη 5
) guardsman, Lyd.Mens.4.28, BCH33.120 ([place name] Cappadocia), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαθάριος
-
4 σπαθαρίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαθαρίσκος
-
5 σπαθατός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαθατός
-
6 σπαθάω
σπᾰθ-άω, in weaving,A strike the woof with the σπάθη (q.v.), σ. τὸν ἱστόν make the web close and strong, Philyll. 12, cf. Poll.7.36:—[voice] Pass., metaph., συλλαβαὶ πολλοῖς γράμμασιν ἐσπαθημέναι close-packed, Phld.Po.2.41.II θοἰμάτιον δεικνὺς τοδὶ πρόφασιν ἔφασκον ὦ γύναι, λίαν σπαθᾷς" you are laying it on too thick, a cant phrase for 'playing ducks and drakes with' money (perh. with a play on signf. 1), Ar.Nu.55; τὰ πατρῷα βρύκει καὶ ς. Diph.43.27;σ. τὰ χρήματα Plu.Per.14
; τάλαντα ς. Luc.Cat.20, cf. Philostr.VA 5.38, Alciphr.3.34; ἐσπαθᾶτο ταῦτα καὶ ἐδημηγορεῖτο, expld. by Sch. as = ἐδαψιλεύετο, these were the prodigalities indulged in, thus were all advantages squandered away, D.19.43.2 = ἀλαζονεύομαι, Men.347. -
7 σπάθη
σπᾰθ-η, ἡ,A any broad blade, of wood or metal:1 flat wooden blade used by weavers in the upright loom (instead of the comb ([etym.] κτείς) used in the horizontal), for striking the threads of the woof home, so as to make the web close, A.Ch. 232, Philyll.12, Pl.Ly. 208d; [dialect] Dor. acc. pl.σπάθᾰς AP6.288
(Leon.).2 spattle for stirring anything, Alex.60; esp. for medical purposes, Gal. 13.378, Heraclid.Tar. ap. eund.13.812.3 blade of an oar, Lyc. 23.4 pl., broad ribs, Poll.2.181, Ruf.Oss.25, and so prob. in Hp.Gland.14, PMag.Par.1.3116, Paul.Aeg.3.78.5 broad blade of a sword,Χαλκίδικαι σπάθαι Alc.15.6
;σπάθῃ κολούων φασγάνου E. Fr. 373
;σπάθην παραφαίνων.. χρυσένδετον Philem.70
; χλαμὺς καὶ ς. (cf. Ital. capa e spada) Men.Pk. 165, Sam. 314, cf. Thphr.Char.25.4.7 stem of a palm-frond, Hdt.7.69: also spathe of the flower in many plants, esp. of the palm kind, Thphr.HP2.6.6, 2.8.4, Poll. 1.244.8 pl., flukes of an anchor, PLond.3.1164 (h).9 (iii A.D.).9 pl.,=ἀγκῶνες 11.1
, in machines, Orib.49.4.10. -
8 σπάθημα
A web made close by striking, Hsch.II metaph., σ. φρενῶν shrewd fellow, Phot., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπάθημα
-
9 σπάθησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπάθησις
-
10 σπαθητός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαθητός
-
11 σπαθηφόρος
σπᾰθ-ηφόρος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαθηφόρος
-
12 σπαθίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαθίας
-
13 σπαθίζω
σπᾰθ-ίζω, (Aσπάθη 2
) stir with a spatula,ἰατρικῶς Ps.-Democr.
Alch.p.56 B.:—[voice] Pass., Orib.Fr.85:—[voice] Med., use one in anointing oneself, Hsch.2 (σπάθη 5
) play with the sword, v.l. in Cratin.219.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαθίζω
-
14 σπαθίνης
A a young deer, so called from the shape of its horns, Hsch. (- ήνης cod.), Eust.711.38: also in pl. σπαθιναῖοι, Sch.A.R.4.175.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαθίνης
-
15 σπαθίον
σπᾰθ-ίον, τό, Dim. of σπάθη (signf. 1), AP6.283; (signf. 5), POxy.1839.4 (vi A.D.); (signf. 2), Gal.2.724, al.;A knife, scalpel, Sor.2.63; blade of a scalpel, Hippiatr.20; small blade in a machine, Hero Spir.1.42; name of a measure of capacity,ἐλαίου σ. ἓν ἐσφραγισμένον PLond. 2.236.5
(iv A.D.), cf. 3.1266 (a).7 (ii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαθίον
-
16 σπαθίουρος
A sword-tail, name of an animal (tapering towards the tail) that kills mice, Philum.Ven.32.2 ( = Aët.13.32).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαθίουρος
-
17 σπάθισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπάθισμα
-
18 σπαθίς
-
19 σπαθίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαθίτης
-
20 σπαθοποιός
σπᾰθ-ποιός, ὁ,A gladiarius, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαθοποιός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χρονιά — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίμνης. * * * η, Ν 1. χρονικό διάστημα ενός έτους, έτος, χρόνος 2. σχολικό έτος («έχασε τη χρονιά του» έμεινε στην ίδια τάξη) 3. συνεκδ … Dictionary of Greek
-άτος — (AM ᾱτος) ονοματική κατάληξη της αρχαίας (μεταγενέστερης), μεσαιωνικής και νεοελληνικής περιόδου με αξιόλογη παραγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, κατά τους μεταγενέστερους χρόνους από επίθετα λατινογενούς προελεύσεως σε ᾱτος (λατ. ātus) (πρβλ.… … Dictionary of Greek
-ιά — κατάλ. πολλών θηλ. ουσ., με συνιζανόμενο ι (συμπροφέρεται ως ημίφωνο με το επόμενο φωνήεν σε μια συλλαβή) που εμφανίζεται: 1. Σε ονόματα δέντρων φυτών (κερασ ιά, αχλαδ ιά, κολοκυθ ιά), τα οποία έληγαν στους μτγν. χρόνους σε έα (πρβλ. αμυγδαλ έα) … Dictionary of Greek
κανδηλάριος — κανδηλάριος, ὁ (Μ) κανδηλάπτηρ*, ο αρμόδιος για τις καντήλες τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανδήλα + κατάλ. άριος (< λατ. arius), πρβλ. σπαθ άριος, τιτουλ άριος] … Dictionary of Greek
καστρί — Ονομασία δεκαέξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ., 626 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 28 χλμ. ΝΑ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βόρειας Κυνουρίας. 2.… … Dictionary of Greek
καψάριος — καψάριος, ὁ (Α) 1. αυτός που κρατά τον θύλακο*, ο θυλακοφόρος 2. ο δούλος που κρατούσε τη θήκη τών βιβλίων τών παιδιών όταν πήγαιναν στον δάσκαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (I) + επίθ. άριος (πρβλ. σπαθ άριος, ταβουλ άριος)] … Dictionary of Greek
κοξάριος — κοξάριος, ον (Μ) αυτός που πάσχει στο ισχίο του, στον γοφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόξα + κατάλ. άριος (< λατ. arius), πρβλ. νοτ άριος, σπαθ άριος] … Dictionary of Greek
κουβερνάριος — κουβερνάριος, ὁ (M) κυβερνήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουβέρνο «διακυβέρνηση» (< ιταλ. ή βεν. governo) + κατάλ. άριος (< λατ. arius), πρβλ. δρουγγ άριος, σπαθ άριος] … Dictionary of Greek
κοχλίας — I (Ανατ.). Δομή του εσωτερικού αφτιού. Αποτελείται από έναν ελικοειδή σωλήνα που μοιάζει με κοχλία και διαιρείται σε τρία τμήματα, γεμάτα με υγρό (περιλέμφος). Τα δύο από αυτά αποτελούν κανάλια για τη μετάδοση της υδραυλικής πίεσης και το τρίτο… … Dictionary of Greek