-
1 σπόγγος
σπόγγος, ὁ, attisch σφόγγος, lat. tungus, 1) der Schwamm, zum Abwischen, Waschen gebraucht; σπόγγῳ δ' ἀμφὶ πρόςωπα καὶ ἄμφω χεῖρ' ἀπομόργνυ, Il. 18, 414; bes. zum Abwischen der Tische u. Stühle, σπόγγοισι πολυτρήτοισι τραπέζας νίζον, Od. 1, 111, öfter; zum Auslöschen d. Schrift, βολαῖς ὑγρώσσων σπόγγος ὤλεσεν γραφήν, Aesch. Ag. 1302; Ar. Vesp. 600; Plat. Tim. 70 c. – 2) die Drüsen am Halse, die Mandeln, wegen ihrer schwammigen, porösen Beschaffenheit, Hippocr.
-
2 σπόγγος
-
3 ξυλό-σπογγος
ξυλό-σπογγος, ὁ, ein an einen Stock gebundener Schwamm, Sp.
-
4 σπογγιά
-
5 σπογγάριον
σπογγάριον, τό, dim. von σπόγγος, kleiner Schwamm, M. Ant. 5, 9. – Eine Salbe, Alex. Trall.
-
6 σπογγίον
σπογγίον, τό, dim. von σπόγγος, Schwämmchen, οπογγίῳ βεβυσμένον χυτρίδιον Ar. Ach. 439.
-
7 σφόγγος
-
8 ψαίστωρ
-
9 εὔ-τρητος
-
10 λειμών
λειμών, ῶνος, ὁ (λείβω), jeder feuchte u. deshalb grasreiche Ort, Aue, Wiese, ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου ἤνϑεον, Od. 5, 72 u. öfter; μαλακός auch Hes. Th. 279 u. a. D.; βαϑύς, βούχιλος, χιονόβοσκος, Aesch. Prom. 656 Suppl. 535. 554; βουϑερής, Soph. Trach. 187 u. öfter, wie Eur. u. Ar.; in Prosa, Xen. Cyr. 1, 4, 11 u. sonst; übertr. sagt Plat. Soph. 222 a πλούτου καὶ νεότητος λειμῶνας ἀφϑόνους, die reichen Auen des Reichthums; u. so ähnl. öfter bei Plut. u. a. Sp. Auch von blühender Gesichtsfarbe, u. übh. von jeder mit lebhaften, bunten Farben gezierten Fläche, z. B. dem Pfauenschweif, Achill. Tat. 1, 16; vgl. Ael. H. A. 5, 21; σπόγγος heißt λειμὼν χυτῆς ϑαλάσσης, Phil. 52 (VI, 60). – Wie κῆπος auch τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Eur. Cycl. 173.
-
11 ἀ-πλυσίας
-
12 ξυλόσπογγος
ξυλό-σπογγος, ὁ, ein an einen Stock gebundener Schwamm
См. также в других словарях:
σπόγγος — sponge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγος — ο, ΝΜΑ, και σφόγγος Α 1. ασύμμετρος πολυκύτταρος διπλοβλαστικός οργανισμός, το φύλο τού οποίου περιλαμβάνει 5.000 περίπου αρτίγονα είδη που ζουν προσκολλημένα σε αποικίες ή μοναχικά στον βυθό τών θαλασσών και μερικά στα γλυκά νερά και… … Dictionary of Greek
σπόγγος — ο 1. ζωόφυτο που το πορώδες σώμα του χρησιμοποιείται ως όργανο καθαρισμού, σφουγγάρι. 2. όργανο καθαρισμού του πίνακα στα σχολεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπόγγε — σπόγγος sponge masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγοι — σπόγγος sponge masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγοις — σπόγγος sponge masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγοισι — σπόγγος sponge masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγοισιν — σπόγγος sponge masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγον — σπόγγος sponge masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγου — σπόγγος sponge masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγους — σπόγγος sponge masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)