Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σφόγγος

См. также в других словарях:

  • σφόγγος — ὁ, Α βλ. σπόγγος …   Dictionary of Greek

  • σπόγγος — ο, ΝΜΑ, και σφόγγος Α 1. ασύμμετρος πολυκύτταρος διπλοβλαστικός οργανισμός, το φύλο τού οποίου περιλαμβάνει 5.000 περίπου αρτίγονα είδη που ζουν προσκολλημένα σε αποικίες ή μοναχικά στον βυθό τών θαλασσών και μερικά στα γλυκά νερά και… …   Dictionary of Greek

  • σφουγγάρι — το / σφογγάριον, ΝΜΑ, και σφογγάρι Ν νεοελλ. 1. ο σπόγγος 2. συνεκδ. πλαστικό πορώδες κατασκεύασμα που μοιάζει με το παραπάνω ζωόφυτο και το οποίο χρησιμοποιείται όπως αυτό 3. φρ. α) «πίνει σαν σφουγγάρι» είναι μεγάλος πότης, είναι μέθυσος β)… …   Dictionary of Greek

  • губа — I губа I., ср. укр. губа рот , болг. гъба – то же, сербохорв. гу̏бица морда, рыло , словен. gȏbǝc морда , чеш. huba, стар. huba морда, рот , польск. gęba рот, морда , в. луж. huba, н. луж. guba. Возм., родственно греч. γαμφαί, γαμφηλαί скулы ,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Fungus — Fungi redirects here. You may be looking for Fungi (music) or Fungus (XM). Fungi Temporal range: Early Devonian–Recent (but see text) …   Wikipedia

  • Fungi —   Hongos En sentido horario: Amanit …   Wikipedia Español

  • Питание грибов — ? Грибы Разнообразие царства грибов Научная классификация Надцарство: Эукариоты Царство: Грибы …   Википедия

  • Размножение грибов — ? Грибы Разнообразие царства грибов Научная классификация Надцарство: Эукариоты Царство: Грибы …   Википедия

  • σπογγία — η, ΝΜΑ, και σπόγγια Ν, και αττ. τ. σπογγιά και ιων. τ. σπογγιή Α νεοελλ. ζωολ. γένος δημοσπόγγων που περιλαμβάνει τους περισσότερο γνωστούς «μαλακούς» εμπορεύσιμους σπόγγους με πιο κοινό είδος το Spongia officinalis, αλλ. ευσπογγία μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • σπογγίον — και σφογγίον, τὸ, Α [σπόγγος, σφόγγος] 1. μικρός σπόγγος, σφουγγαράκι 2. είδος επιθέματος …   Dictionary of Greek

  • σπογγοειδής — ές, ΝΜΑ, και σφογγοειδής, ές, Α αυτός που μοιάζει με σπόγγο στη σύσταση και στις ιδιότητες νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπογγοειδή ζωολ. οι σπόγγοι 2. φρ. «σπογγοειδής μυκητίαση» ιατρ. λέμφωμα τού δέρματος που δεν έχει όμως καμία σχέση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»