Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

βουϑερής

См. также в других словарях:

  • βουθερής — βουθερής, ές (Α) (λειμών) αυτός που έχει θερινή βοσκή για τα βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + θερής < θέρος] …   Dictionary of Greek

  • βουθερεῖ — βουθερής affording summer pasture masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) βουθερής affording summer pasture masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»