-
1 σπουδή
σπουδή, ἡ, Eile, Hast, Geschwindigkeit; σπουδὴν ἔχειν, eilen, absolut, Ar. Lys. 288 Her. 9, 89; c. inf., 6, 120. 7, 205; ὅκως αὐτὸν ὁρέωσι σπουδῆς ἔχοντα, 9, 66; συνεφαπτόμενος σπουδᾷ, Pind. Ol. 11, 97, σπουδὴ δὲ καὶ τοῠδ' οὐκ ἀπαρτίζει ποδός, Aesch. Spt. 356. Dah. – 1) Eifer, Thätigkeit, Anstrengung; ἄτερ σπουδῆς, ohne Mühe, Od. 21, 409; ἀμφί τι σπουδὴν ϑέμεν, Pind. P. 4, 276, allen Eifer darauf verwenden; σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶ ἁλοῠσα, Aesch. Spt. 567; ἥ τοι καίριος σπουδὴ ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν, Soph. Phil. 633; ὅτου χάριν σπουδὴν ἔϑου τήνδε, Ai. 13; ἀκοῠσαι σπουδὴν ἔχεις, Eur. Phoen. 908; Or. 1056; τῶν προκειμένων σπουδὴν ἔχοντες, I. T. 1434; διὰ σπουδῆς, eilig, Bacch. 212; σπουδὴν ποιεῖν τι, Ar. Ran. 523; σπ ουδὴν πολλὴν ἔχειν, ποιήσασϑαι, sich anstrengen, sich bemühen, Her. 9, 8; μεγάλης ἄξιον σπουδῆς λόγον, Plat. Phaedr. 277 e; Legg. VIII, 834 b u öfter; σπουδὴν μεγάλην ἐποιήσαντο, μὴ μηδίσαι Ἀϑηναίους, Her. 9, 8, vgl. 7, 149; σπουδήν τινος ποιήσασϑαι, für Einen mit Eifer Sorge tragen, 1, 4. – 2) Ernst, ernste Willensmeinung; εἰ δ' ἐτεὸν δὴ τοῠτον (μῠϑον) ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύεις, Il. 12, 233, vgl. 7, 359, in vollem Ernst; auch plur., σπουδαὶ λόγων, Eur. Hec. 132; μετά τε παιδιᾶς καὶ μετὰ σπουδῆς λεγομένους, Plat. Legg. X, 887 d, wie Conv. 197 e; οὐ σπουδῆς χάριν, ἀλλὰ παιδιᾶς ἕνεκα πάντα δρᾶται, Polit. 288 c; ἀνάπαυλα τῆς σπουδῆς γίγνεται ἐνίοτε ἡ παιδιά, Phil. 30 e; οἱ μὲν ἐπὶ σπουδήν, οἱ δ' ἐπὶ γέλωτα ὡρμηκότες, Legg. VII, 810 e; σπουδῆς πολλῆς καὶ βουλῆς ἀγαϑῆς φημι τὰ παρόντα προςδεῖσϑαι, Dem. 9, 46; ἅπασά μοι σπουδὴ περὶ τοῠτ' ἔστιν, 23, 1; σπουδὴν ποιεῖσϑαι περί τι, Pol. 1, 46, 2. – Schätzung, Beachtung einer Sache, Bemühung oder Bewerbung um Etwas, σπουδῆς ἄξιον εἶναι, der Beachtung, Bemühung werth sein; σπουδὴν ἔχειν τινός, für Etwas sorgen, Ael. V. H. 3, 8; ambitus, Plut. Lucull. 27; διὰ τὴν ἐμην σπουδήν, aus Eifer, Rücksicht für mich, Antiph. 6, 41. – Bes. σπ ουδῇ adverbial; in Eile, in Hast, σπουδῇ δ' ἐς λιμένα προερέσσαμεν, Od. 13, 279, vgl. 15, 209, welche letztere Stelle nach Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 116 die einzige im Homer ist, an der σπ ουδῇ »schnell« heißt; σπουδῇ ἦγε, Her. 9, 1; σπουδῇ διώκων, Aesch. Spt. 353; vgl. ἔρχεται σπουδῇ ποδός, Eur. Hec. 216; τί με καλεῖς σπουδῇ, Phoen. 856; Plut. En. VII, 348 e: vgl. Jac. Ach. Tat. p. 586; ähnl. διὰ σπουδῆς, Eur. Bacch. 222, Xen. Hell. 6, 2, 16, u. κατὰ σπ ουδήν, Thuc 2. 90, Xen. An. 7, 6. 28; – auch = mir Eifer. mit Anstrengung, mit Mühe, kaum, σπουδῇ δ' ἕζετο λαός, Il. 2, 99; σπουδῇ ἐπαΐσσοντα, 13, 687, vgl. 5, 893. 11, 562. 23, 37 Od. 24, 119; σπουδῇ πολλῇ ἐργάζεται, Her. 1, 88, u. = mit Fleiß, mit Absicht, ernstlich, πάνυ σπουδῇ, Dem. Lpt. 105, vgl. Wolf p. 321; oft Thuc. u. Plat.; Phaedr. 260 b; σπουδῇ χαριεντίζεται, geflissentlich, Apol. 24 c; πάσῃ σπουδῇ μανϑάνειν, mit allem Eifer, Legg. XII, 952 a; so auch σὺν σπουδῇ, VII, 818 c; vgl. Xen. An. 1, 8, 4; σπουδῇ λέγειν, im Ggstz von παίζειν, Cyr. 8, 3, 47; Sp., wie Plut.
-
2 σπουδή
A haste, speed, σπουδὴν ἔχειν make haste, Hdt. 9.89; σ. ἔσται τῆς ὁδοῦ haste on the journey, Th.7.77;ὅκως ἂν αὐτὸν ὁρῶσι σπουδῆς ἔχοντα Hdt.9.66
; χωρίον.., οἷ σπουδὴν ἔχω whither I am hastening, Ar.Lys. 288;τοῖς μήτε σχολὴν μήτε σπουδὴν διαγινώσκουσιν Thphr.Char.3.6
; σπουδῇ in haste, v. infr. IV;σὺν σπουδῇ ταχύς S.Ph. 1223
; σὺν πάσῃ ς. with all dispatch, POxy.63.5 (ii/iii A.D.);διὰ σπουδῆς E.Ba. 212
, X.HG6.2.28, etc.;ἐκ σπουδῆς Arist.Mir. 837a15
; μετὰ ς. Ev.Marc.6.25, cf. Hdn.6.4.3, etc.;κατὰ σπουδήν Th.1.93
, 2.90, X.An.7.6.28, etc. (but this sense freq. runs into the next).II zeal, pains, trouble, effort,ἄτερ σπουδῆς Od.21.409
; σῆς ὑπὸ ς. A.Th. 585;σπουδῆς οὐκ ἀξία S.OT 778
, cf. Pl.R. 604c, etc.; freq. in dat. σπουδῇ, zealously, v. infr. IV. 3; soσὺν σπουδῇ Id.Lg. 818c
; σὺν πολλῇ ς. X.An.1.8.4; ἐπὶ μεγάλης ς. Pl.Smp. 192c; μετὰ πολλῆς ς. Id.Chrm. 175e; σπουδὴν ποιεῖσθαι exert oneself, take pains, be eager, Th.4.30; c. inf., Hdt.3.4, 7.205;σ. πολλὴν ποιέεσθαι Id.6.107
;πᾶσαν σ. ποιήσασθαι ὅπως.. PHib.1.71.9
(iii B.C.); σ. ποιεῖσθαι περί τινος Pl.Smp. 177c; περί τινα ib. 179d;ἐπί τινι Luc.Salt.1
: c. gen., σπουδήν τινος ποιήσασθαι make much ado about.., Hdt.1.4; σπουδαὶ λόγων κατατεινομένων zeal for the conflicting arguments, E.Hec. 130 (anap.);πρός τι D.S.17.114
;ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σ. ἅπασαν Pi.P.4.276
;ὅτου χάριν σ. ἔθου τήνδ' S.Aj.13
; σ. ἔχειν, c. inf., to be eager, Hdt.6.120; c. acc. et inf., Id.7.149;σ. ἔχειν τινός E.Alc. 778
, 1014;περί τινος Pl. Amat. 136c
; ;ὅπως τι γένηται D.H.Comp.22
;σ. γίγνεται περί τι Pl.Phdr. 276e
;σ. ἐστι περὶ πραγμάτων D.8.2
; ; ἡ σ. τῆς ἀπίξιος my zeal in coming, Hdt.5.49, cf. S.Fr. 257; ὅπλων σπουδῇ with great attention to the arms, Th.6.31, cf. Pl.Lg. 855d: pl., ἐπιμέλειαι καὶ σ. πλήθους γεννημάτων eagerness for.., ib. 740d; zealous exertions, E. Ion 1061 (lyr.), Arist.Rh. 1370a12.b in a religious sense, zeal,πρὸς τὴν θεάν Inscr.Magn.85.12
(ii B.C.), cf.Ep.Rom.12.11; ἐνδείκνυσθαι ς. Ep.Hebr.6.11.2 esteem, regard for a person, διὰ τὴν ἐμὴν ς. Antipho 6.41;πάνυ πολλῆς σ. ἄξιος X.Smp.1.6
; good will, good offices,σ. ὑπέρ τινος 2 Ep.Cor.8.16
, cf. PTeb.314.9 (ii A.D.); support in political life, Plu.Crass.7: pl., party feelings or attachments, rivalries,σ. ἰσχυραὶ φίλων περί τινος Hdt.5.5
;κατὰ σπουδάς Ar.Eq. 1370
, Ael.VH3.8; σπουδαὶ ἐρώτων erotic enthusiasms, Pl.Lg. 632a.III earnestness, σ. ἔχειν, ποιεῖσθαι,= σπουδάζειν, E.Ph. 901, Ar.Ra. 522;σπουδῆς μὲν μεστοί, γέλωτος δὲ ἐνδεέστεροι X.Smp.1.13
, cf. 2 Ep.Cor.7.11, etc.: freq. with a Prep., in adv. sense, ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύεις in earnest, seriously, Il.7.359, 12.233; μετὰ σπουδῆς, opp. ἐν παιδιαῖς, X.Smp.1.1; μετά τε παιδιᾶς καὶ μετὰ ς. Pl.Lg. 887d; , cf. Smp. 197e;καὶ χωρὶς σπουδῆς καὶ μετὰ σπουδῆς ἐπαινεῖν Arist.Rh. 1366a29
.IV σπουδῇ as Adv., in haste, hastily,προερέσσαμεν Od.13.279
;ἀνάβαινε 15.209
;στρατιὴν ἄγειν Hdt.9.1
, cf. 89; [dialect] Dor.,σπουδᾷ ἐξελθοῦσα IG42(1).121.21
(Epid., iv B.C.); freq. in [dialect] Att.,σ. πάνυ Th.8.89
, etc.;σπουδῇ ποδός E.Hec. 216
.2 with great exertion and difficulty, and so, hardly, scarcely,σπουδῇ ἕζετο λαός Il.2.99
, cf. 5.893, Od.3.297;σ. παρπεπιθόντες Il.23.37
, Od.24.119.3 earnestly, seriously, urgently, τί με καλεῖς σπουδῇ; E.Ph. 849;σπουδῇ ἀκούειν Pl.R. 388d
;σ. χαριεντίζεσθαι Id.Ap. 24c
; πάνυ ς. attentively, Id.Phd. 98b; πολλῇ ς. very busily, Hdt.1.88, Ar.Th. 791, X.Cyr.4.5.12, etc.;πάσῃ σ. μανθάνειν Pl.Lg. 952a
, etc. -
3 σπουδη
дор. σπουδά, лак. σποδά (ᾰ) ἥ1) поспешность, торопливостьσ. τῆς ὁδοῦ Thuc. — ускоренный переход, форсированный марш;
σπουδέν ἔχειν Her. — спешить, торопиться;σπουδῇ Hom., Her., Xen., Plat., σὺν σπουδῇ Soph., Xen., διὰ σπουδῆς Eur., Xen., κατὰ σπουδήν Thuc., Xen., ὑπὸ σπουδῆς и ἐκ σπουδῆς Thuc., Arst., Plut. — поспешно, торопливо, быстро2) усердие, рвение, забота, старание, усилие(μᾶλλον σπουδέν ποιεῖσθαι Thuc.)
σπουδέν ἔχειν τινός и εἴς τι Eur., Plat., σπουδέν ποιεῖσθαι περί τινος Plat., περί τι Isocr. и περί τινα Arst., ἕνεκεν и χάριν τινος Polyb. или ἐπί τινι Luc. — прилагать старания к чему-л., хлопотать из-за чего-л.;ἐν σπουδῇ τίθεσθαί τι Plut. — заботиться о чем-л.;ἄτερ σπουδῆς Hom. — без (всякого) усилия;σπουδῇ Plat. — усердно, изо всех сил;σὺν σπουδῇ и μετὰ σπουδῆς Plat. — ревностно, усердно;ἐπὴ μεγάλης σπουδῆς Plat. — с великим рвением3) стремление, порыв4) домогательство, погоня(σπουδαὴ ἐπ΄ ἀρχάς Plat.)
κατὰ σπουδάς Arph. — в порядке протекции, благодаря проискам5) благосклонность, расположение, поддержка6) серьезностьἀπὸ σπουδῆς Hom., σπουδῇ Thuc., Xen., Plat., μετὰ σπουδῆς Xen., Plat. и σπουδῆς χάριν Plat. — серьезно, всерьез;
σπουδέν ποιεῖσθαι Arph. — принимать всерьез;ἐν τε παιδιαῖς καὴ ἐν σπουδαῖς Plat. — как в шутку, так и всерьез -
4 σπουδή
σπουδή, ἡ, Eile, Hast, Geschwindigkeit; σπουδὴν ἔχειν, eilen. Dah. (1) Eifer, Tätigkeit, Anstrengung; ἄτερ σπουδῆς, ohne Mühe; ἀμφί τι σπουδὴν ϑέμεν, allen Eifer darauf verwenden; διὰ σπουδῆς, eilig; σπ ουδὴν πολλὴν ἔχειν, ποιήσασϑαι, sich anstrengen, sich bemühen; σπουδήν τινος ποιήσασϑαι, für einen mit Eifer Sorge tragen; (2) Ernst, ernste Willensmeinung. Schätzung, Beachtung einer Sache, Bemühung oder Bewerbung um etwas; σπουδῆς ἄξιον εἶναι, der Beachtung, Bemühung wert sein; σπουδὴν ἔχειν τινός, für etwas sorgen; ambitus; διὰ τὴν ἐμην σπουδήν, aus Eifer, Rücksicht für mich. Bes. σπ ουδῇ adverbial; in Eile, in Hast; auch = mit Eifer. mit Anstrengung, mit Mühe, kaum; u. = mit Fleiß, mit Absicht, ernstlich; σπουδῇ χαριεντίζεται, geflissentlich; πάσῃ σπουδῇ μανϑάνειν, mit allem Eifer -
5 σπουδή
σπουδή, ῆς, ἡ (s. three prec. entries; Hom.+)① swiftness of movement or action, haste, speed μετὰ σπουδῆς in haste, in a hurry (Appian, Iber. 27 §105; 28 §110; Polyb. 1, 27, 8; Herodian 3, 4, 1; 6, 4, 3; PTebt 315, 8 [II A.D.]; Ex 12:11; Wsd 19:2; JosAs 28:8 cod. A [p. 83, 9 Bat.]; Jos., Ant. 7, 223) Mk 6:25; Lk 1:39 (BHospodar, CBQ 18, ’56, 14–18 [‘seriously’]); MPol 8:3 v.l.② earnest commitment in discharge of an obligation or experience of a relationship, eagerness, earnestness, diligence, willingness, zeal oft. in Gr-Rom. lit. and ins. of extraordinary commitment to civic and religious responsibilities, which were freq. intertwined, and also of concern for personal moral excellence or optimum devotion to the interests of others (IMagnMai 53, 61; 85, 12 and 16; s. Thieme, p. 31; Larfeld I 499f; Danker, Benefactor 320f; Herm. Wr. 2, 17 σπουδὴ εὐσεβεστάτη; Jos., Ant. 13, 245; Just., D. 9, 3; Mel., HE 4, 26, 13) Ro 12:11; 2 Cor 7:11; 8:7, 8 (subj. gen.). μετὰ σπουδῆς diligently, attentively (Ps.-Aristot., De Mundo 1; SIG 611, 5; UPZ 110, 131 [164 B.C.]; 3 Macc 5:24, 27; Philo; Jos., C. Ap. 2, 42) Dg 12:1. Also ἐν σπ. Ro 12:8. σπ. ὑπέρ τινος good will toward, devotion for someone (cp. Philo, Leg. ad Gai. 242) 2 Cor 7:12; 8:16. ἐνδείκνυσθαι σπουδὴν πρός τι show earnestness in someth. Hb 6:11 (cp. Philo, Somn. 2, 67; Jos., Ant. 12, 134; Ath. 3, 2). σπουδὴν πᾶσαν παρεισενέγκαντες ἐπιχορηγήσατε make every effort to add 2 Pt 1:5 (πᾶσα σπ., a freq. formulation in civic decrees [s. the indexes in various ins. corpora]; also, inter alia, PTebt I, 33, 18f; Philo, Leg. ad Gai. 338, Sacr. Abel. 68); πᾶσαν σπ. ποιεῖσθαι (s. ποιέω 7a) be very eager w. inf. foll. (Philostrat., Ep. 1) Jd 3; πᾶσαν εἰσήγησε (=εἰσήγησαι) σπουδὴν παραγενέσθαι ἐνθάδε make every effort to come here AcPlCor 1:16. σπουδὴ τοῦ συλληφθῆναι τοιοῦτον ἄνδρα MPol 7:2.—DELG s.v. σπεύδω. M-M. TW. Spicq. -
6 σπουδή
σπουδάζωto be busy: fut ind mid 2nd sg (doric)σπουδάζωto be busy: fut ind act 3rd sg (doric)σπουδήhaste: fem dat sg (attic epic ionic) -
7 σπουδῇ
σπουδάζωto be busy: fut ind mid 2nd sg (doric)σπουδάζωto be busy: fut ind act 3rd sg (doric)σπουδήhaste: fem dat sg (attic epic ionic) -
8 σπουδή
σπουδή ( σπεύδω): earnest effort; ἀπὸ σπουδῆς, ‘in earnest,’ Il. 7.359 ; ἄτερ σπουδῆς, ‘without difficulty,’ Od. 21.409 ; σπουδῇ, eagerly, quickly; also with difficulty, hardly, Od. 3.297.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > σπουδή
-
9 σπουδή
σπουδήhaste: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
10 σπουδή
-ῆς + ἡ N 1 3-2-4-9-15=33 Ex 12,11.33; Dt 16,3; JgsB 5,22; 1 Sm 21,9haste, hurry Ex 12,11; zeal, diligence, effort Wis 14,17; anxiety, fright (semit., rendering Hebr. בעתה) Jer 8,15; σπουδῇ with speed Ex 12,33*JgsB 5,22 σπουδῇ-מהר quickly for MT מדהרות from the gallopingCf. SPICQ 1978a, 816-825; WALTERS 1973 145-146.148; WEVERS 1990 174.186; →NIDNTT; TWNT -
11 σπουδή
η1) учение, учёба; овладевание знаниями; 2) изучение; штудирование; 3) поспешность, торопливость;εν σπουδή — или μετά σπουδής — наспех, наскоро, в спешке; — быстро;
4) усердие, рвение;5) этюд (в разн. знач); 6) πλ. занятия в высшем учебном заведении;§ κλασσικές σπουδές — классическая филология
-
12 σπουδή
ἡ σπουδή ['старание'] 1. спешка, рвение; 2. серьезность, положительность -
13 σπουδή
{сущ., 12}1. усердие, ревность, старание, забота;2. поспешность.Ссылки: Мк. 6:25; Лк. 1:39; Рим. 12:8, 11; 2Кор. 7:11, 12; 8:7, 8, 16; Евр. 6:11; 2Пет. 1:5; Иуд. 1:3.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σπουδή
-
14 σπουδή
{сущ., 12}1. усердие, ревность, старание, забота;2. поспешность.Ссылки: Мк. 6:25; Лк. 1:39; Рим. 12:8, 11; 2Кор. 7:11, 12; 8:7, 8, 16; Евр. 6:11; 2Пет. 1:5; Иуд. 1:3.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σπουδή
-
15 σπουδή
1. усердие, ревность, старание, забота; 2. поспешность.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σπουδή
-
16 σπουδῇ
усердиемусердииΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σπουδῇ
-
17 σπουδή
прилежание, старание, усердие; стремление
- ἄξιος σπουδῆς -
18 σπουδή
[спуди] ουσ. Θ. усердие, рвение, учение, обучение, учёбаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σπουδή
-
19 σπουδή
[спуди] ουσ θ усердие, рвение, учение, обучение, учёба. -
20 σπουδή
étude
См. также в других словарях:
σπουδή — haste fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… … Dictionary of Greek
σπουδή — η 1. μελέτη, παρακολούθηση μαθημάτων: Θα πάρει αναβολή απότο στρατό λόγω σπουδών. 2. βιασύνη, γρήγορη ενέργεια: Η κυβέρνηση κατηγορήθηκε για αδικαιολόγητη σπουδή στην ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου. 3. προκαταρκτικό σχέδιο, σκίτσο: Ανάμεσα στα έργα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπουδῇ — σπουδάζω to be busy fut ind mid 2nd sg (doric) σπουδάζω to be busy fut ind act 3rd sg (doric) σπουδή haste fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδῆι — σπουδῇ , σπουδάζω to be busy fut ind mid 2nd sg (doric) σπουδῇ , σπουδάζω to be busy fut ind act 3rd sg (doric) σπουδῇ , σπουδή haste fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαῖς — σπουδή haste fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαί — σπουδή haste fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδήν — σπουδή haste fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
Καράτσι — I (Carracci). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών ζωγράφων του 16ου 17ου αι. από την Μπολόνια. Ο Λοντοβίκο Κ. (Lodovico, 1555 – 1619) ήταν μαθητής του Πρόσπερο Φοντάνα. Φιλοτέχνησε τα έργα Μεταστροφή του αγίου Παύλου (1587, πινακοθήκη της Μπολόνια),… … Dictionary of Greek
γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… … Dictionary of Greek