-
1 σπουδαίος
-
2 σπουδαῖος
-
3 σπουδαῖος
σπουδαῖος, α, ον (s. σπουδάζω and the two next entries; σπουδή; Pind., Hdt.+; ins, pap; Ezk 41:25 [σπουδαῖα ξύλα]; TestJud 1:4. Oft. Philo. Jos., Ant. 6, 296 v.l., C. Ap. 1, 214; apolog. exc. Ar.) common in lit. and ins in ref. to exceptional sense of civic responsibility or ἀρετή (cp. Arist., Poetics 1448a; JSmithson, The Moral View of Aristotle’s ‘Poetics’: Journal of the History of Ideas 44, ’83, 3–17; σπουδή 2) pert. to being conscientious in discharging a duty or obligation, eager, zealous, earnest, diligent ἔν τινι 2 Cor 8:22a; σπ. εἴς τι eagerly intent upon someth. Hv 3, 1, 2. πλέον σπουδαῖος even more diligent IPol 3:2.—Comp. σπουδαιότερος very earnest (B-D-F §244, 2; cp. ILegesSacr II, 7, 34 [III A.D.] εὐσεβέστερος) 2 Cor 8:17. πολὺ σπουδαιότερος much more zealous vs. 22b.—For 2 Ti 1:17 v.l., s. σπουδαίως 2.—DELG s.v. σπεύδω. M-M. TW. Spicq. -
4 σπουδαῖος
1 earnest πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον pr. P. 4.132 -
5 σπουδαῖος
-α,-ον + A 0-0-1-0-0=1 Ez 41,25worth serious attention, excellentCf. SPICQ 1978a, 822-824; →NIDNTT -
6 σπουδαῖος
A in haste, quick,σ. τοὺς πόδας Poll. 1.197
, 3.149;τὸ σ. τῆς πορείας Polyaen.6.24
:—but in ordinary use denoting energy or earnestness:I of persons, earnest, serious, X.Cyr.2.2.16 ([comp] Sup.), cf. Smp.8.3; active, zealous, in canvassing, Plu. Aem.1.2 good, excellent in their several kinds, Hdt.8.69; opp. φαῦλος, Pl.Lg. 757a, 814e, Arist.Po. 1448a2;ἀκροαταὶ-ότεροι Isoc.12.271
; σ. αὐλητής, opp. ἄνθρωπος μοχθηρός, Antisth. ap. Plu.Per.1;κιθαριστής Arist.EN 1098a9
; ;ἀνδράποδον D.9.31
;σ. τὴν τέχνην X.Mem.4.2.2
; .3 in moral sense, good, opp. πονηρός, X.HG2.3.19; opp. φαῦλος, Id.Cyr.2.2.24, Zeno Stoic.1.52;οἱ σ. Λακεδαιμονίων X.HG3.1.9
;σ. τὰ ἤθη Isoc.1.4
;τῷ ἀρετὴν ἔχειν σ. λέγεται Arist.Cat. 10b8
, cf. EN 1166a13, Top. 131b2; σπουδαῖον = ἀγαθον, Id.EN 1136b8, 1137b4: generally, of all virtuous objects or qualities, Id.Metaph. 1021b24, 1051b24, EN 1151a27, al.II of things, worth serious attention, weighty, χρῆμα, πρῆγμα, Thgn.65,70, 116, etc.; τὰ -έστερα ([etym.] - έστατα)τῶν πρηγμάτων Hdt.1.8
, 133 (v.l. -ότερα, -ότατα), cf. Iisoc.2.50; ; opp. γελοῖος, Ar.Ra. 392 (lyr.); τί γελᾷς ἐπὶ σπουδαίοις πράγμασιν; Pl.Euthd. 300e.2 good of its kind, excellent,σ. νομαί Hdt.4.23
; ἡ σπουδαιοτάτη [τῶν ταριχεύσεων] the most elaborate, costliest, Id.2.86, cf. PSI4.413.26 (iii B.C.); ἡ ἰσηγορίη χρῆμα ς. Hdt.5.78; λόγος ς. Pi.P.4.132; ; ;σπέρματα X.Mem.4.4.23
; δῶρον οὐ σ. εἰς ὄψιν not goodly to look on, S. OC 577; τραγῳδία ς. Arist.Po. 1449b17;σ. ὑπόδημα Id.EE 1219a22
:— a play on senses 11.1 and 11.2 in Arist.EN 1176b25, 1177a3; ironically, σ. χρῆμα a fine thing, h.Merc. 332.III Adv. σπουδαίως with haste or zeal, seriously, earnestly, well, X.Cyr.1.3.9, Pl.Cra. 406b, etc.: [comp] Comp.- ότερον X.Cyr.2.3.20
;- οτέρως Plu.Nob.15
: [comp] Sup. τὰ -ότατα most carefully, in the best way, Hdt.2.86.—Besides the regul. [comp] Comp. and [comp] Sup., we find in [dialect] Ion. the forms -έστερος, -έστατος, Hdt. 1.8, 133, Hecat. ap. Eust.1441.15, Eus.Mynd.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπουδαῖος
-
7 σπουδαίος
1) grand2) importantΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σπουδαίος
-
8 σπουδαιότατ'
σπουδαῑότατα, σπουδαῖοςin haste: adverbial superlσπουδαῑότατα, σπουδαῖοςin haste: neut nom /voc /acc superl plσπουδαῑότατε, σπουδαῖοςin haste: masc voc superl sgσπουδαῑόταται, σπουδαῖοςin haste: fem nom /voc superl pl -
9 σπουδαί'
σπουδαῖα, σπουδαῖοςin haste: neut nom /voc /acc plσπουδαῖε, σπουδαῖοςin haste: masc voc sgσπουδαῖαι, σπουδαῖοςin haste: fem nom /voc pl -
10 σπουδαῖ'
σπουδαῖα, σπουδαῖοςin haste: neut nom /voc /acc plσπουδαῖε, σπουδαῖοςin haste: masc voc sgσπουδαῖαι, σπουδαῖοςin haste: fem nom /voc pl -
11 σπουδαιοτέρα
σπουδαῑοτέρᾱ, σπουδαῖοςin haste: fem nom /voc /acc comp dualσπουδαῑοτέρᾱ, σπουδαῖοςin haste: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————σπουδαῑοτέρᾱͅ, σπουδαῖοςin haste: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
12 σπουδαιότερον
σπουδαῑότερον, σπουδαῖοςin haste: adverbial compσπουδαῑότερον, σπουδαῖοςin haste: masc acc comp sgσπουδαῑότερον, σπουδαῖοςin haste: neut nom /voc /acc comp sg -
13 σπουδαία
σπουδαί̱ᾱ, σπουδαῖοςin haste: fem nom /voc /acc dualσπουδαί̱ᾱ, σπουδαῖοςin haste: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————σπουδαί̱ᾱͅ, σπουδαῖοςin haste: fem dat sg (attic doric aeolic) -
14 σπουδαίω
σπουδαί̱ω, σπουδαῖοςin haste: masc /neut nom /voc /acc dualσπουδαί̱ω, σπουδαῖοςin haste: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————σπουδαί̱ῳ, σπουδαῖοςin haste: masc /neut dat sg -
15 σπουδαίον
-
16 σπουδαῖον
-
17 σπουδαιεστάτων
σπουδαῑεστάτων, σπουδαῖοςin haste: fem gen superl plσπουδαῑεστάτων, σπουδαῖοςin haste: masc /neut gen superl pl -
18 σπουδαιοτάτας
σπουδαῑοτάτᾱς, σπουδαῖοςin haste: fem acc superl plσπουδαῑοτάτᾱς, σπουδαῖοςin haste: fem gen superl sg (doric aeolic) -
19 σπουδαιοτάτων
σπουδαῑοτάτων, σπουδαῖοςin haste: fem gen superl plσπουδαῑοτάτων, σπουδαῖοςin haste: masc /neut gen superl pl -
20 σπουδαιοτέραις
σπουδαῑοτέραις, σπουδαῖοςin haste: fem dat comp plσπουδαῑοτέρᾱͅς, σπουδαῖοςin haste: fem dat comp pl (attic)
См. также в других словарях:
σπουδαῖος — in haste masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαίος — α, ο / σπουδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ. και για πράγμ.) άξιος μεγάλης προσοχής, σημαντικός, εξαίρετος (α. «σπουδαίος άνθρωπος» β. «σπουδαίο έργο» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῑς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῑοι», Πλάτ. δ. «δώρον οὐ σπουδαῑον εἰς … Dictionary of Greek
σπουδαίος — α, ο επίρρ. α 1. σημαντικός: Υπήρξε σπουδαίος ρήτορας. – Έχω σπουδαία νέα να σου πω. – Δεν πρόκειται για καμιά σπουδαία αποκάλυψη. 2. (ειρων.), αστείος, ευκαταφρόνητος: Σπουδαίο άνθρωπο βρήκες να τον κάνεις συνέταιρό σου. 3. «σπουδαίο υποκείμενο» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπουδαῖον — σπουδαῖος in haste masc acc sg σπουδαῖος in haste neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαῖα — σπουδαῖος in haste neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαῖαι — σπουδαῖος in haste fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαῖοι — σπουδαῖος in haste masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαιότατ' — σπουδαῑότατα , σπουδαῖος in haste adverbial superl σπουδαῑότατα , σπουδαῖος in haste neut nom/voc/acc superl pl σπουδαῑότατε , σπουδαῖος in haste masc voc superl sg σπουδαῑόταται , σπουδαῖος in haste fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek