-
21 σπουδαιοτέρας
σπουδαῑοτέρᾱς, σπουδαῖοςin haste: fem acc comp plσπουδαῑοτέρᾱς, σπουδαῖοςin haste: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
22 σπουδαιοτέρων
σπουδαῑοτέρων, σπουδαῖοςin haste: fem gen comp plσπουδαῑοτέρων, σπουδαῖοςin haste: masc /neut gen comp pl -
23 σπουδαιοτέρως
σπουδαῑοτέρως, σπουδαῖοςin haste: adverbial compσπουδαῑοτέρως, σπουδαῖοςin haste: masc acc comp pl (doric) -
24 σπουδαιέστατα
σπουδαῑέστατα, σπουδαῖοςin haste: adverbial superlσπουδαῑέστατα, σπουδαῖοςin haste: neut nom /voc /acc superl pl -
25 σπουδαιότατα
σπουδαῑότατα, σπουδαῖοςin haste: adverbial superlσπουδαῑότατα, σπουδαῖοςin haste: neut nom /voc /acc superl pl -
26 σπουδαιότατον
σπουδαῑότατον, σπουδαῖοςin haste: masc acc superl sgσπουδαῑότατον, σπουδαῖοςin haste: neut nom /voc /acc superl sg -
27 σπουδαίας
σπουδαί̱ᾱς, σπουδαῖοςin haste: fem acc plσπουδαί̱ᾱς, σπουδαῖοςin haste: fem gen sg (attic doric aeolic) -
28 σπουδαίων
σπουδαί̱ων, σπουδαῖοςin haste: fem gen plσπουδαί̱ων, σπουδαῖοςin haste: masc /neut gen pl -
29 σπουδαίως
σπουδαί̱ως, σπουδαῖοςin haste: adverbialσπουδαί̱ως, σπουδαῖοςin haste: masc acc pl (doric) -
30 σπουδαία
-
31 σπουδαῖα
-
32 σπουδαίαι
-
33 σπουδαῖαι
-
34 σπουδαίοι
-
35 σπουδαῖοι
-
36 σπουδαιοτάτη
σπουδαῑοτάτη, σπουδαῖοςin haste: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic) -
37 σπουδαιοτάτηι
σπουδαῑοτάτῃ, σπουδαῖοςin haste: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
38 σπουδαιοτάτην
σπουδαῑοτάτην, σπουδαῖοςin haste: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
39 σπουδαιοτάτης
σπουδαῑοτάτης, σπουδαῖοςin haste: fem gen superl sg (attic epic ionic) -
40 σπουδαιοτάτοις
σπουδαῑοτάτοις, σπουδαῖοςin haste: masc /neut dat superl pl
См. также в других словарях:
σπουδαῖος — in haste masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαίος — α, ο / σπουδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ. και για πράγμ.) άξιος μεγάλης προσοχής, σημαντικός, εξαίρετος (α. «σπουδαίος άνθρωπος» β. «σπουδαίο έργο» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῑς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῑοι», Πλάτ. δ. «δώρον οὐ σπουδαῑον εἰς … Dictionary of Greek
σπουδαίος — α, ο επίρρ. α 1. σημαντικός: Υπήρξε σπουδαίος ρήτορας. – Έχω σπουδαία νέα να σου πω. – Δεν πρόκειται για καμιά σπουδαία αποκάλυψη. 2. (ειρων.), αστείος, ευκαταφρόνητος: Σπουδαίο άνθρωπο βρήκες να τον κάνεις συνέταιρό σου. 3. «σπουδαίο υποκείμενο» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπουδαῖον — σπουδαῖος in haste masc acc sg σπουδαῖος in haste neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαῖα — σπουδαῖος in haste neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαῖαι — σπουδαῖος in haste fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαῖοι — σπουδαῖος in haste masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαιότατ' — σπουδαῑότατα , σπουδαῖος in haste adverbial superl σπουδαῑότατα , σπουδαῖος in haste neut nom/voc/acc superl pl σπουδαῑότατε , σπουδαῖος in haste masc voc superl sg σπουδαῑόταται , σπουδαῖος in haste fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek