-
1 σπουδαῖος
σπουδαῖος, a) von Personen, eilig, eifrig, thätig, – übh. rechtschaffen, sittlich gut; γυνή, Her. 8, 69, wie Plat. def. 415 d erkl. ist: σπουδαῖος ὁ τελέως ἀγαϑός, im Ggstz von φαῠλοι, Isocr. 1, 1, wie Plat. Rep. X, 603 c u. öfter; μάντις, Phaedr. 242 c; τῶν σπουδαίων τῶν περὶ τραγῳδίαν ποιητῶν, Legg. VII, 817 a; Xen. Cyr. 2, 2, 24; u. Sp., ἰατρός Luc. Nigr. 2. – b) von Sachen, die der Thätigkeit und des Eifers werth sind, wichtig, bedeutend; πάντα λόγον ϑέμενος σπουδαῖον, Pind. P. 4, 132; dah. wünschenswerth, vortrefflich, νομαί, Her. 4, 23; οὐ σπουδαῖον ἐς ὄψιν, Soph. O. C. 583, nicht des Sehens werth; ἐπὶ σπουδαίοις οὕτω πράγμασι καὶ καλοῖς, Plat. Euthyd. 300 e; auch das Ernste, im Ggstz von γελοῖα, Legg. VII, 816 d, wie im adv., σπουδαίως εἰρημένος Crat. 406 b; ἔργον, Xen. Hell. 1, 4, 5; σπουδαῖα im Ggstz von γελοῖα auch Cyr. 2, 3, 1; σπουδαίως 1, 3, 9; λόγοι, Pol. 33, 15, 4; καὶ καλὰ ἔργα, 6, 26, 12; σπουδαῖόν ἐστί μοι, es ist mir daran gelegen, wie ταῠτα ὑμῖν σπουδαιότατά ἐστιν Dem. 24, 4; vom Wein, καὶ πολυτελής, Plut. Mar. 44; Ggstz von φαῦλος, S. Emp. pyrrh. 2, 83. – Compar., σπουδαιέστερα τῶν πρηγμάτων, Her. 1, 8, wie τὰ σπουδαιέστατα τῶν πρηγμάτων, 1, 133; aber auch τὴν σπουδαιοτάτην τῶν ταριχεύσεων, die beste Art, 2, 86; u. adv., ὧδε τὰ σπουδαιότατα ταριχεύουσι, ibid.; u. so Plat., εἴτε φαυλότεραι εἴτε σπουδαιότεραι τιμαί Rep. VII, 519 d, τὸ σπουδαιότατον Legg. II, 667 b; σπουδαιότερόν τι πράττειν Xen. Cyr. 2, 3, 20; σπουδαιότατα πράγματα Aesch. 1, 22.
-
2 σπουδαῖος
σπουδαῖος, (a) von Personen: eilig, eifrig, tätig, übh. rechtschaffen, sittlich gut; (b) von Sachen: die der Tätigkeit und des Eifers wert sind, wichtig, bedeutend; dah. wünschenswert, vortrefflich; οὐ σπουδαῖον ἐς ὄψιν, nicht des Sehens wert; auch das Ernste, im Ggstz von γελοῖα; σπουδαῖόν ἐστί μοι, es ist mir daran gelegen -
3 προ-εχής
-
4 σπουδαιότης
σπουδαιότης, ητος, ἡ, das Wesen des σπουδαῖος, Eile, Eifer, Sorgfalt, Rechtschaffenheit, ἤϑους, Plat. def. 412 e; u. Sp., wie D. Sic.; auch von Sachen, Wichtigkeit.
-
5 φαῦλος
φαῦλος, auch zweier Endgn, Eur. Hipp. 435 u. Thuc. 6, 21, schlecht, schlimm, böse; δαίμων Theogn. 163; Her. 1, 126, der sonst immer die ion. Form φλαῦρος hat; moralisch schlecht, schändlich, bes. vom Krieger = feig, Eur. I. T. 305 u. öfter; häßlich, Ar. Eccl. 617; Ggstz von σπουδαῖος, Isocr. 1, 1; vgl. Xen. Cyr. 2, 2,24; u. von ἀγαϑός, Plat. Prot. 327 c; καὶ μοχϑηρός Gorg. 486 b; mit einem acc. der nähern Bestimmung, οἱ φαῠλοι τὰ γράμματα Phaedr. 242 c; u. c. inf., Prot. 336 c; Ggstz σοφός, Conv. 174 u. Eur. Phoen. 496; Ggstz ξυνετώτεροι, Thuc. 3, 37, vgl. 83. – Uebh. was nicht so ist, wie es sein soll; τείχισμα Thuc. 4, 115, vgl. 4, 9; στρατιά, geringes Heer, 6, 21; φαύλως ἔχοντα τὰ εἰρημένα, was nicht überzeugt, Isocr. 4, 6; καὶ ἀγεννὴς κύων Dem. 26, 22; τὰ πλεῖστα τῆς χώρας φαῠλα καὶ ἀγεννῆ Plut. Sol. 22; παρὰ φαῠλον ποιεῖσϑαι, gering schätzen, verachten, D. Hal. rhet. 4, 2; φαῦλον πρᾶγμα Xen. An. 6, 4,12. – Häufig aber ohne bes. Tadel; bes. οὐ φαῠλον, non mediocris, vgl. Plat. Theaet. 151 e; einfach, unbedeutend, wenig Umstände erfordernd, leicht, τὰ φαῠλα καὶ πρόχειρα Theaet. 147 a; τὸ ζήτημα οὐ φαῦλον, ἀλλὰ ὀξὺ βλέποντος Rep. II, 368 c; Gsgtz χαλεπός, VII, 527 d; dah. auch wohlfeil, im Ggstz zum Kostbaren, Ausgesuchten, Sp.; φαύλως φέρειν, gleichgültig ertragen, ohne viel Aufhebens davon zu machen, Eur. I. A. 850; Ar. Av. 961; φαύλως παιδεύειν, schlicht, einfach erziehen, Xen. oec. 13, 4; ἀποκρίνασϑαι, Plat. Theaet. 147 c. – Auch = leichtsinnig, die Dinge zu leicht nehmend; φαῦλον Ggstz von πάνυ ἀκριβές Thuc. 6, 18; φαύλως ἐκρίνατε Aesch. Pers. 512, schlecht; φαυλότατα καὶ ῥᾷστα vrbdt Ar. Nubb. 768; φαύλως ἀποδιδράσκειν, leicht entfliehen, Ach. 220; Th. 711. – Vgl. φλαῦρος, φαῠρος, παῦρος, paulus, faul, flau.
-
6 ἀγαθικός
-
7 ἄ-σπουδος
ἄ-σπουδος, ohne Anstrengung, Ggstz σπουδαῖος Eupol. B. A. p. 453.
-
8 ὑπέρ-τεχνος
ὑπέρ-τεχνος, übermäßig oder überaus künstlich, Hesych. erkl. σπουδαῖος.
-
9 ἔν-νομος
ἔν-νομος, 1) (νέμομαι) der darin Wohnende, γᾶς, Einwohner, Aesch. Suppl. 560. – 2) (νόμος) gesetzlich, rechtmäßig, durch das Gesetz bestimmt; ἀγῶνες Pind. Ol. 7, 84; χϑονὸς αἶσα P. 9, 59; δίκας οὐ τυγχάνουσιν ἐννόμου Aesch. Suppl. 379, vgl. Ch. 476; οὔτ' ἔννομ' εἶπας, Gerechtes, Soph. O. R. 322; ἔννομον δίκην πράσσεσϑαι Eur. Phoen. 1645, vgl. I. T 35; ἔννομα πείσονται, die gerechte Strafe, Thuc. 3, 67; Ggstz von παράνομος, Plat. Polit. 302 e; κατὰ τὴν ἔννομον ὁμολογίαν γενομένην Legg. XI, 921 c; πολιτεία Aesch. 1, 5; ἱκετεύω τὰ πάντων ἐννομώτατα, um das Gerechteste, Xen. Hell. 2, 3, 52; τὴν ἔννομον βασιλείαν εἰς τυραννίδα μεταστῆσαι Pol. 2, 47, 3. – Von Personen, gerecht, rechtschaffen, im Ggstz von κακοί, Aesch. Suppl. 399; καὶ σπουδαῖος ἀνήρ Plat. Rep. IV, 424 e. – Vom Gesange, übereinstimmend, harmonisch, Luc. salt. 2. – Adv., Sp., wie D. Cass. 56, 7.
-
10 σπουδαιότης
σπουδαιότης, ητος, ἡ, das Wesen des σπουδαῖος, Eile, Eifer, Sorgfalt, Rechtschaffenheit; auch von Sachen: Wichtigkeit
См. также в других словарях:
σπουδαῖος — in haste masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαίος — α, ο / σπουδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ. και για πράγμ.) άξιος μεγάλης προσοχής, σημαντικός, εξαίρετος (α. «σπουδαίος άνθρωπος» β. «σπουδαίο έργο» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῑς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῑοι», Πλάτ. δ. «δώρον οὐ σπουδαῑον εἰς … Dictionary of Greek
σπουδαίος — α, ο επίρρ. α 1. σημαντικός: Υπήρξε σπουδαίος ρήτορας. – Έχω σπουδαία νέα να σου πω. – Δεν πρόκειται για καμιά σπουδαία αποκάλυψη. 2. (ειρων.), αστείος, ευκαταφρόνητος: Σπουδαίο άνθρωπο βρήκες να τον κάνεις συνέταιρό σου. 3. «σπουδαίο υποκείμενο» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπουδαῖον — σπουδαῖος in haste masc acc sg σπουδαῖος in haste neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαῖα — σπουδαῖος in haste neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαῖαι — σπουδαῖος in haste fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαῖοι — σπουδαῖος in haste masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαιότατ' — σπουδαῑότατα , σπουδαῖος in haste adverbial superl σπουδαῑότατα , σπουδαῖος in haste neut nom/voc/acc superl pl σπουδαῑότατε , σπουδαῖος in haste masc voc superl sg σπουδαῑόταται , σπουδαῖος in haste fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek