-
1 σπινθήρας
-
2 σπινθῆρας
-
3 σπινθήρας
[-ήρ (-ήρος)] ο1) искра; 2) проблеск;σπινθήρες μεγαλοφυίας — проблески гениальности;
З) эл. искра, вспышка; искровой разряд -
4 σπινθήρας
[спинтирас] ουσ α искра. -
5 σπινθήρας
la centella -
6 σπινθήρας
kıvılcım, şerare -
7 σπινθήρ
σπινθήρ, ῆρος, ὁ, Funke, τοῦ δέ τε (ἀστέρος) πολλοὶ ἀπὸ σπινϑῆρες ἵενται, Il. 4, 77, es sprühen Funken von ihm; ὀφϑαλμοὺς σπινϑῆρας ἔχεις, Strat. 38 (XII, 196); ἐκ τούτου τοῠ σπινϑῆρος ὁ πρὸς Αἰτωλοὺς ἐξεκαύϑη πόλεμος, Pol. 18, 22, 2; Sp.
-
8 ὀϊστεύω
ὀϊστεύω, mit dem Pfeile schießen; absolut, λίπον ἰοὶ ὀϊστεύοντα ἄνακτα, Od. 22, 119; τόξῳ ὀϊστεύειν, Od. 12, 84; τινός, nach Einem, Il. 4, 100; ὅν τις ὀϊστεύσας ἔβαλεν, d. i. den Einer mit dem Pfeile getroffen hat, 4, 196. 8, 269; einzeln bei sp. D.; τινά, Archi. 1 (V, 58); auch ἀκτῖνας, σπινϑῆρας, Nonn. 41, 257. 48, 354, öfter.
-
9 ἀκοντίζω
ἀκοντίζω ( ἄκων), den Speer werfen; oft bei Hom., welcher es nie vom Stoße mit dem Speergebraucht; ἀνδρὸς ἀκοντίσσαντος ohne Zusatz Iliad. 4, 498; μέλεον δ' ἠκόντισαν 16, 336; ἀκόντισε δουρί4, 496; ἀκόντισε δουρὶϑοῶς 5, 533; τὼ δ' ἄρ' ὁμαρτήδην ὁμὲν ἔγχεϊ ὀξυόεντι ἵετ' ἀκοντίσσαι, ὁ δ' ἀπὸ νευρῆφιν ὀιστῷ 13, 585; Od. 8, 229 δουρὶ δ' ἀκοντίζω ὅσον οὐκ ἄλλος τις ὀιστῷ; τινός Il. 13, 502, δουρί τινος 13, 183, αἰχμὰς ϑαμειὰς ἀκ. ἐκ χειρῶν 12, 44, ἐφ' Ἕκτορι 16, 359, ἐς ὅμιλον Od. 22, 263, τοῦ καϑ' ὅμιλον Il. 4, 490; – Pind., Eur. u. Prosaiker; ἀκ. τὸν σῦν Her. 1, 43, τινὰ παλτῷ Xen. An. 1, 8, 19; pass. Hell. 4, 5, 13; Eur. Iph. T. 1335 ἐς ἧπαρ ἠκοντίζετο. – Eur. Or. 1234 εἴσωγῆς ἀκοντίζουσ' ἀραί, eindringen. – Bei Sp. D. vom Strahlen, Glanz verbreiten, σπινϑῆρας Nonn. 40, 305, vgl. Eur. Ion. 1155.
-
10 ἐπ-αστράπτω
ἐπ-αστράπτω, dazu, darein blitzen, Bian. 13 (VII, 49); δεξιόν τινι Plut. gen. Socr. 25; – σπινϑῆρας προσώπῳ, darauf erglänzen lassen, Nonn. 18, 72.
-
11 ἐπ-αιθύσσω
ἐπ-αιθύσσω, dagegen schütteln, σπινϑῆράς τινι Nonn. D. 2, 322; intr., heranstürmen, Opp. C. 4, 176.
-
12 σπινθηρ
-
13 σπινθήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπινθήρ
-
14 ψαλύγων
ψαλύγων· ἔνιοι ψάλυγας τὰς λεγομένας ψυχάς, ἄμεινον. καὶ τοὺς ἀσθενεῖς σπινθῆρας, Hsch. (cf. φεψάλυξ).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψαλύγων
-
15 ἐνσείω
A (ii A. D.):— brandish or hurl at, c. acc. rei,ἐ. βέλος κεραυνοῦ S.Tr. 1087
; ὀξὺν δι' ὤτων κέλαδον ἐ. πώλοις drive a shrill sound into their ears, Id.El. 737;ἐνέσεισε.. μετανιπτρίδα Philetaer.1
.2 c. acc. pers., plunge in, drive into,ἐ. τινὰ ἀγρίαις ὁδοῖς S.Ant. 1274
; ἑαυτοὺς τῇ ἐπιτροπῇ BGUl.c.;ἑαυτὸν τῇ ἑστίᾳ Luc.Asin.31
;σπινθῆρας πυρὸς ὑγιαίνοντι σώματι Gal.7.182
;οἷ κακῶν σαυτὴν ἐνέσεισας Alciphr.3.27
;τὸν Ἀρχίαν εἰς τὸν πότον Plu.2.588b
;εἰς βάραθρον ἐ. τινά Luc.Merc.Cond.30
;ἐ. τὴν πόλιν εἰς πόλεμον Plu. Phoc.23
; ἐ. χιόνα εἰς τὸν ἄκρατον Machoap.Ath.13.579f:—[voice] Pass., εἰς ὠνήν to be jockeyed into a purchase, Hyp.Ath.26.b c. acc. rei, loosen, damage,μέρος τοῦ χάρακος BGU1215.15
(iii B. C.).3 [voice] Pass., to be interpolated, Sch.Il.23.104.6 [voice] Pass., broken by age, Com. Adesp. .7 metaph., shake thoroughly, [voice] Pass.,ἐνσείσθητι Arr. Epict.3.14.3
.II intr., rush upon, attack, [τινὶ ναυσὶ] πλαγίαις D.S. 13.40
;εἰς τὰς ναῦς Id.14.60
;τοῖς πολεμίοις κατὰ τὸ δεξιὸν κέρας D.H. 9.16
, cf. Plu.Alex.60;πόνοι ἐ. εἰς ὀσφύν
shoot,Ruf.
Ren.Ves.1.3:— [voice] Med., jostle, Arr.Epict.4.4.24, v.l.in Epict.Ench.4:—[voice] Pass.,τοῖσκιόσιν ἐνσεισθείς J.AJ5.8.12
. -
16 ἐπαιθύσσω
A flash at,σπινθῆρας Ὀλύμπῳ Nonn.D.2.322
, etc.:— [voice] Pass., to be blown over, πλόκαμοι.. ἐ. προσώπῳ ib.11.247.2 intr., rush violently on, Opp.C.4.176.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαιθύσσω
-
17 ἐπαστράπτω
A lighten upon,ἐνίοις ἐπήστραψε δεξιόν Plu.2.594e
: metaph.,βασίλειον ἐ. τῷ κόλπῳ Lib.Or.61.10
: abs., AP7.49 ([place name] Bianor): c. acc. cogn., ἐ. πῦρ flash fire, APl.4.141 (Phil.);σπινθῆρας Nonn.D. 18.74
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαστράπτω
-
18 ἐπαστράπτω
ἐπ-αστράπτω, dazu, darein blitzen; σπινϑῆρας προσώπῳ, darauf erglänzen lassen
См. также в других словарях:
σπινθήρας — Ηλεκτρική εκκένωση που παράγεται με διάσπαση συνοδευόμενη από αιφνίδια λάμψη και χαρακτηριστικό ξηρό θόρυβο. Ο σ. παράγεται όταν η τιμή της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σωμάτων ηλεκτρικά φορτισμένων υπερβεί την τιμή αντίστασης του διηλεκτρικού… … Dictionary of Greek
σπινθήρας — ο 1.σπίθα: Από σπινθήρα της μηχανής πήραν φωτιά τα ξερά χορτάρια. 2. λάμψη και κρότος από την ένωση ετερώνυμων ηλεκτρικών φορτίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπινθῆρας — σπινθήρ spark masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… … Dictionary of Greek
διανομέας — Όργανο ή σύνολο οργάνων με τα οποία εισάγεται στις μηχανές που λειτουργούν με κινητήριο ρευστό το ρευστό αυτό. Στις παλινδρομικές ατμομηχανές ο δ. ρυθμίζει τις διάφορες φάσεις του κινητήριου ρευστού στο εσωτερικό του κυλίνδρου, με το άνοιγμα και… … Dictionary of Greek
ευδιόμετρο — Συσκευή για τον ποσοτικό προσδιορισμό των αερίων, τα οποία συμμετέχουν σε μια χημική αντίδραση. Το ε. αποτελείται από έναν γυάλινο βαθμονομημένο σωλήνα με πολύ ισχυρά τοιχώματα, ο οποίος μπορεί να παίρνει διάφορα σχήματα. Στη μία άκρη του σωλήνα… … Dictionary of Greek
τόξο ηλεκτρικό — Ειδικός τύπος ηλεκτρικής εκκένωσης μεταξύ δύο ηλεκτροδίων, συνήθως από άνθρακα, μέταλλο ή μεικτά. Από τους διάφορους τύπους ηλεκτρικού τόξου μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το βολταϊκό, που χρησιμοποιείται ως ισχυρή φωτεινή πηγή στη φασματοσκοπία,… … Dictionary of Greek
έναυσμα — το (Α ἔναυσμα) 1. ό,τι χρησιμεύει για άναμμα, το προσάναμμα 2. μτφ. ό,τι διεγείρει, ό,τι χρησιμεύει για εξέγερση ή παρόρμηση 3. (πυροβ.) το μέσο με το οποίο επιτυγχάνεται η μετάδοση πυρός σε μία γόμωση εκρηκτικής ύλης ή και η ενίσχυση τού πυρός… … Dictionary of Greek
αζίνα — η 1. σπινθήρας από ανθρακιά, σπίθα 2. σχίζα πεύκου, δαδί, προσάναμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άζα. ΣΥΝΘ. αζινοβολώ, αζινολογώ] … Dictionary of Greek
αναλαμπή — η [αναλάμπω] 1. αιφνίδια και σύντομη λάμψη φωτός ή γυαλιστερού αντικειμένου, λαμπύρισμα 2. σπινθήρας, σπίθα ή φλόγα φωτιάς 3. αιφνίδια και σύντομη επαναλειτουργία μιας χαμένης σωματικής, ψυχικής ή πνευματικής ιδιότητας, φωτεινό διάλειμμα 4.… … Dictionary of Greek
επαστράπτω — ἐπαστράπτω (Α) 1. αστράφτω πάνω σε κάτι ή απλώς αστράφτω («ἐνίοις ἐπήστραψε δεξιόν», Πλούτ., «σπινθῆρας ἐπαστράπτουσα», Νόνν.) 2. λάμπω … Dictionary of Greek