-
21 сломать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сломанный, βρ: -мал, -а, -о.1. βλ. ломать.2. συντρίβω, σπάζω•сломать сопротивление противника σπάζω την αντίσταση του εχθρού.
εκφρ.голову – σπάζω το κεφάλι (σκέφτομαι πολύ)•сломать зубы – τα βρίσκω μπαστούνια ή σκούρα•сломать ряды – χαλνώ τη στοίχιση, ζύγιση ή τη σύνταξη (τμήματος)•. сломать себе шею ή голову σπάζω τα μούτρα μου, σακατεύομαι, καταστρέφομαι• απότυχα ίνω παταγωδώς•чрт ногу -ет – βλ. ίδια έκφραση στη λ. сломить: язык -ешь είναι πάρα πολύ δυσκολοπρόφερτη (λέξη, φράση).1. βλ. ломаться.2. σπάζω, καταβάλλομαι σωματικά ή η θικά. -
22 колоть
колоть Iнесов1. (иголкой и т. п.) τσιμπώ, κεντώ, κεντρίζω·2. безл:в боку́ колет μέ σουβλίζει τό πλευρό·3. перен (язвить, попрекать) πειράζω, τσιγκλάω.колоть IIнесов (раскалывать) σχίζω, σπάζω, θρυμματίζω:\колоть дрова σχίζω ξύλα \колоть сахар σπάζω τή ζάχαρη· \колоть орехи σπάζω τά καρύδια.колоть IIIсов и несов (раскалываться) σπάζω (άμετ.) (о сахаре)/ σχίζομαι (о дровах). -
23 выбить
-бью, -бьешь, προστκ. выбей ρ.σ.μ.1. σπάζω, θραύω•выбить стекло σπάζω το τζάμι•
выбить дверь σπάζω την πόρτα•
выбить зуб σπάζω το δόντι.
|| εκβάλλω, βγάζω, εκδιώκω•выбить врага из окопов βγάζω τον εχθρό από τα χαρακώματα.
2. ξεσκονίζω χτυπώντας•выбить ковер ξεσκονίζω το χαλί με χτυπήματα.
3. καταστρέφω, χαλνώ•рожь -та градом η βρίζα χάλασε από το χαλάζι,
4. βαθουλώνω, κάνω λακκούβα χτυπώντας• κόβω, βγάζω ανάγλυφο (κέρματα, μετάλλια κ.τ.τ.).5. πλατύνω, εκλεπτύνω σφυρηλατώντας,εκφρ.выбить дорогу – ανοίγω δρόμο (με τη συχνή διάβαση οχημάτων).1. διεξέρχομαι,βγαίνω διασχίζοντας, διασχίζω. || απαλλάσσομαι•выбить из нищеты βγαίνω από τη φτώχεια•
выбить из долгов ξεχρεώνομαι.
2. βγαίνω, εξέρχομαι στην επιφάνεια, αναφαίνομαι (για νερό, φωτιά, φύτρες κ.τ.τ.).εξέχω•волосы -лись из-под шляпы τα μαλλιά βγήκαν κάτω από το καπέλλο.
εκφρ.выбить в люди – βγαίνω στην κοινωνία (αποκτώ κοινωνική πείρα). выбить на дорогу ευδοκιώ, προκόβω στην κοινωνία•выбить из графика ή расписания – παραβιάζω το δρομολόγιο•выбить из сил – αποκάμνω, κατεξαντλούμαι. -
24 выломать
ρ.σ.μ. σπάζω, θραύω, τσακίζω, βγάζω σπάζοντας• διαρυγνύω•выломать дверь σπάζω την πόρτα•
выломать руку σπάζω το χέρι.
σπάζω, θραύομαι, τσακίζομαι. -
25 колоть
колоть 1коли, колешь, μτχ. ενστ. колющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот, -а, -оρ.δ. μ.1. κεντρίζω, νύσσω, σουβλίζω, μπήγω τι αιχμηρό, τρυπώ•колоть штыком τρυπώ με τη λόγχη•
- ет (απρόσ.) в боку μου περνά πόνος σουβλερός στο πλευρό.
|| μαχαιρώνω, φονεύω, σκοτώνω• σφάζω•колоть барана σφάζω το πρόβατο.
2. μτφ. θίγω, πειράζω, πληγώνω. || με πικραίνει, με τρώει (σκέψη, ιδέα, αίσθημα κ.τ.τ.).εκφρ.колоть глаза кому – μέμφομαι, κατηγορώ κάποιον ντροπιάζω• προσβάλλω το αίσθημα κάποιου•правда глаза -ет – παρμ. η αλήθεια είναι πικρή ή είναι μαλώτρα• (темно) хоть глаз коли τρισκόταδο, έρεβος.κεντρώ, -ίζω, σουβλίζω•ёж -ется ο σκαντζόχοίρος κεντρίζει (με τ αγκάθια).
колоть 2колю, колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот,• -а, -оρ.δ.μ.σχίζω• κόβω• σπάζω, θραύω• κομματιάζω•колоть дрова σχίζω ξύλα•
колоть орехи σπάζω καρύδια•
колоть лёд σπάζω τον πάγο.
σπάζω, σχίζομαι εύκολα, είμαι εύθραυστος. -
26 отколоть
отколоть 1-колю, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отколотый, βρ: -лот, -а, -оρ.σ.μ.1. αποκόπτω, κόβω, σπάζω, θραύω αποσπώ•отколоть кусочек сахару σπάζω ένα κομματάκι ζάχαρη•
отколоть щепку от полена βγάζω μια σχίζα από το κούτσουρο•
отколоть глыбу льда σπάζω ένα μεγάλο κομμάτι πάγο.
|| μτφ. αποχωρίζω, ξεμοναχιάζω, ξεκόβω καταδιώκοντας•отколоть оленя от стада ξεμοναχιάζω το ελάφι από το κοπάδι.
|| μτφ. αποσπώ• αποστερώ.2. (απλ.) εκφράζομαι άστοχα, άκαιρα, άτοπα•отколоть словцо λέγω άστοχη λεξούλα•
отколоть шутку λέγω άκαιρο (άτοπο) αστείο.
|| χορεύω επιδέξια.αποσπώμαι, σπάζω, αποκόπτομαι. || μτφ. ξεκόβω, απομονώνομαι•-от товарищей ξεκόβω από τους συντρόφους.
отколоть 2-олю, -олешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отколотый, βρ: -лот, -а, -оρ.σ.μ.ξεκαρφιτσώνω•отколоть бант ξεκαρφιτσώνω το φιόγκο•
отколоть булавку βγάζω την παραμάνα (καρφίτσα).
ξεκαρφιτσώνομαι. -
27 перебить
-бью, -бьшь, προστκ. перебей ρ, σ.μ.1. σκοτώνω όλους ή πολλούς.2. θραύω, σπάζω όλα ή πολλά.3. χωρίζω στα δυό συντρίβω με χτύπημα ή βολή. || θραύω, σπάζω•-ногу σπάζω το πόδι.
4. διακόπτω•перебить собеседника διακόπτω το συνομιλητή.
|| κόβω, χαλνώ•перебить аппетита κόβω την όρεξη.
5. περιαδράχνω• προλαβαίνω.6. ξεπερνώ, υπερνικώ καλύπτω, σκεπάζω.7. καρφώνω αλλού, σε άλλο μέρος•перебить гвоздь καρφώνω το καρφί αλλού.
8. χτυπώ, τινάζω φουσκώνω (για πούπουλα, μαλλιά).9. επενδύω, ντύνω• καλύπτω εκ νέου.εκφρ.перебить цену – παλ. χτυπώ την τιμή (πουλώ σε χαμηλότερη τιμή).1. θραύομαι, σπάζω•вся посуда -лась όλα τα πιατικά έσπασαν.
2. τα βγάζω πέρα με δυσκολία. -
28 проломить
-ломлю, -ломишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проломленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ. διατρυπώ, σπάζω•проломить лёд σπάζω τον πάγο•
череп σπάζω το κρανίο•
проломить дыру в крышу ανοίγω τρύπα στη στέγη.
θραύομαι, σπάζω•мост -лся η γέφυρα έσπασε (από το βάρος).
-
29 прорвать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прорванный, βρ: -ван, -а, -о.1. σχίζω, ξεσχίζω•прорвать чулок ξεσχίζω την κάλτσα.
2. διατρυπώ, κάνω τρύπα, ανοίγω οπή. || σπάζω, κάνω ρήγμα•прорвать линию обороны противника σπάζω τη γραμμή της άμυνας του εχθρού•
прорвать блокоду σπάζω τον κλοιό.
3. αναζωογονούμαι, αναζωπυρούμαι, φορτσάρω, παίρνω φόρτσα.1. σχίζομαι, ξεσχίζομαι.2. σπάζω, παθαίνω διάρυξη•плотина -лась το φράγμα έσπασε.
|| ανοίγω•-лся нарыв έσπασε το απόστημα.
3. ανοίγω δρόμο, υπερπηδώ, ξεπερνώ εμπόδιο. || προχωρώ σπάζοντας.4. εμφανίζομαι ξαφνικά. -
30 прорвать
прорвать, прорывать 1) (дыру) διαρρήχνω, τρυπώ 2) (преграду) σπάζω \прорваться 1) (разорваться ) σχίζομαι 2) (о нарыве ) σπάζω 3) (куда-л.) διαρρηγνύομαι* * *= прорывать1) ( дыру) διαρρήχνω, τρυπώ2) ( преграду) σπάζω -
31 биться
битьсянесов1. κτυπιέμαι, χτυπιέμαι, δέρνομαι μέ κάποιον/ μάχομαι, ἀγωνίζομαι, παλεύω (сражаться);2. (трепетать) τρέμω, πάλλομαι (о сердце, пульсе)/ χτυπιέμαι, σφαδάζω, σπαρταρώ (барахтаться):рыба бьется τό ψάρι σπαρταρά;3. (ломать голову над чем-л.} πολεμώ, βάζω τά δυνατά μου, βασανίζομαι, σπάζω τό κεφάλι μου νά...:\биться над разрешением задачи σπάζω τό κεφάλι μου νά λύσω τό πρόβλημα;4. (о посуде) σπάζω,, εἶμαι ἐΰθραυστος, θραύομαι, θρυμματίζομαι; -ν; \биться как Рь'ба об лед =ί πνέω τά λοίσθια, ἔχω φθάσει στά ἔσχατα. -
32 ломать
ломатьнесов1. σπάνω, σπάζω, τσακίζω, θραύω / γκρεμίζω, κατεδαφίζω (дом, стену)·2. перен συντρίβω, σπάζω:\ломать» характер ἀλλάζω τόν χαρακτήρα· \ломать свою жизнь καταστρέφω τήν ζωή μου· ◊ \ломать» себе голову σπάζω τό κεφάλι μου, σπα-ζοκεφαλιάζω. -
33 разрывать
разрывать Iнесов1. (ξε)σχίζω, κομματιάζω, καταξεσχίζω/ ξηλώνω (по шву)/ σπάζω (о веревке и т. п.):\разрывать письмо σχίζω τό γράμμα·2. перен διακόπτω, ξεκόβω, σπάζω:\разрывать отношения διακόπτω τίς σχέσεις· \разрывать цепи рабства σπάζω τίς ἀλυσίδες τής σκλαβιάς.разрывать IIнесов1. (землю и т. п.) σκάβω, σκάπτω, ἀνασκάπτω·2. перен ἀνακατώνω. -
34 break
[breik] 1. past tense - broke; verb1) (to divide into two or more parts (by force).) σπάζω, κομματιάζω2) ((usually with off/away) to separate (a part) from the whole (by force).) χωρίζω, ανοίγω3) (to make or become unusable.) χαλώ4) (to go against, or not act according to (the law etc): He broke his appointment at the last minute.) αθετώ, παραβιάζω5) (to do better than (a sporting etc record).) καταρρίπτω, σπάζω6) (to interrupt: She broke her journey in London.) διακόπτω7) (to put an end to: He broke the silence.) σπάζω8) (to make or become known: They gently broke the news of his death to his wife.) ανακοινώνω9) ((of a boy's voice) to fall in pitch.) χοντραίνω, «βαθαίνω»10) (to soften the effect of (a fall, the force of the wind etc).) ανακόπτω, κοπάζω11) (to begin: The storm broke before they reached shelter.) ξεσπώ2. noun1) (a pause: a break in the conversation.) παύση, διακοπή, διάλειμμα2) (a change: a break in the weather.) αλλαγή3) (an opening.) άνοιγμα4) (a chance or piece of (good or bad) luck: This is your big break.) ευκαιρία•3. noun((usually in plural) something likely to break.) εύθραυστο αντικείμενο- breakage- breaker
- breakdown
- break-in
- breakneck
- breakout
- breakthrough
- breakwater
- break away
- break down
- break into
- break in
- break loose
- break off
- break out
- break out in
- break the ice
- break up
- make a break for it -
35 бить
бью, бьешь, προστ.бей παθ. μτχ. παρελθ. χρ. битый, βρ: бит, -а, -о, επιρ. μτχ. παλ. бия, ρ.δ.1. χτυπώ, πλήττω•бить молотком χτυπώ με το σφυρί.
2. (γιά φως, ήχο, μυρουδιά) προσπέφτω, προσβάλλω•лампа бьет в глаза η λάμπα (το φως) χτυπά στα μάτια.
3. δέρνω•не бейте детей μη χτυπάτε τα παιδιά.
4. καταφέρω νικηφόρα χτυπήματα•бить врага χτυπώ τον εχθρό.
5. θανατώνω, φονεύω, σκοτώνω.6. πυροβολώ, βάλλω, ρίχνω•бить из орудий βάλλω με τα πυροβόλα (το πυροβολικό).
7. σπάζω, συντρίβω, θραύω, θρυμματίζω, κάνω θρύψαλα•стекло σπάζω το τζάμι.
8. κρούω, βαρώ, σημαίνω•бить тревогу ή набат βαρώ συναγερμό•
бить в колокол χτυπώ την καμπάνα, καμπανίζω.
9. ηχώ, βγάζω, παράγω ήχους•часы бьют полночь το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα•
звонок бьет третий раз το κουδούνι χτυπά τρίτη φορά.
10. ξεπηδώ, ξεπετάγομαι, βγαίνω με ορμή•бить ключом αναβλύζω.
|| μτφ. κοχλάζω.11. ταράσσω, -ζω, προκαλώ ρίγος, τρεμούλα•его бьет лихорадка τον ταράζει ο πυρετός.
12. τσοκανίζω, κόβω•бить монету κόβω κέρματα.
εκφρ.бить карту ή ставку – (χαρτπ.) νικώ το χαρτί, κερδίζω•бить поклоны – παλ. κάνω μετάνοιες•бить наверняка – ενεργώ αλάθητα, σωστά, βαρώ στο ψητό•бить в глаза – κάνω μεγάλη εντύπωση•жизнь бьет ключом – βράζει η ζωή, οργασμός•- в цель – χτυπώ (βρίσκω) ακριβώς το στόχο, βαρώ στο ψητό•бить мимо цели – αστοχώ•бить в одну точку – συγκεντρώνω όλα τα πυρά σ’ ένα στόχο (σκοπό), όλα τα σφυριά βαρούν σ’ ένα μέρος•на что – βάζω για στόχο, βάζω στο μάτι, έχω για σκοπό•бить по карману – ζημιώνω, βλάπτω (οικονομικά).1. μάχομαι•биться с неприятелем μάχομαι κατά του εχθρού.
2. αλληλοχτυπιέμαι, αλληλοδερνομαι•биться на кулаки γροθοκοπιέμαι.
3. προσκρούω, χτυπώ (αμ.), χτυπιέμαι•птица хочет вылететь и бьется о стекло το πουλάκι θέλει να πετάξει έξω και χτυπά στο τζάμι•
биться головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.
4. χτυπιέμαι, σφαδάζω, σπαρταρώ•женщина билась в истерике η γυναίκα χτυπιόνταν πάνω στην υστερική κρίση.
5. πονοκεφαλώ•биться над размышлениями вопроса πονοκεφαλώ να λύσω το ζήτημα.
6. πάλλω•сердце бьется η καρδιά χτυπά.
7. σπάζω, θραύομαι.εκφρ.бьётся, как рыба об лед – σπαρταρά σαν το ψάρι στον πάγο (μάταια προσπαθεί να πετύχει τι καλύτερο)•биться об заклад – παλ. στοιχηματίζω. -
36 взломать
ρ.σ.μ.1. σπάζω, θραύω, ανοίγω με σπάσιμο•вор -ал дверь ο κλέφτης έσπασε την πόρτα.
|| χαλνώ, ξεκαρφώνω, σπάζω•взломать пол χαλνώ το πάτωμα.
2. (στρατ.) κάνω ρήγμα•наши войска -ли оборону противника τα στρατεύματα μας έσπασαν την άμυνα του εχθοου.
σπάζω, θραύομαι (για πάγο). -
37 заломить
-омлю, -омишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заломленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.1. σπάζω, τσακίζω•заломить ветку σπάζω το κλαδάκι.
2. ζητώ ακριβά (υψηλή τιμή),3. αρχίζω να σπάζω.εκφρ.заломить руки – λυγίζω τα χέρια πίσω•шапку – βάζω το καπέλο στραβά ή πίσω. -
38 изломать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изломанный, βρ: -ман, -а, -о.1. σπάζω, θραύω, τσακίζω θλω•изломать пилку σπάζω τον πάσσαλο.
|| χαλνώ, παραβιάζω (κανονικότητα, στίχο, σειρά Η.τ.τ.).2. συντρίβω, κάνω κομμάτια, σακατεύω. || βασανίζω, κατατρύχω (για κούραση, ασθένεια κ.τ.τ.).3. μτφ. διαστρέφω, χαλνώ σακατεύω•изломать характер χαλνώ το χαρακτήρα.
θραύομαι, σπάζω κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
39 отстукать
ρ.σ.1. χτυπώ, κροτώ, παράγω ρυθμικό κρότο.2. (απλ.) δακτυλογραφώ, χτυπώ στη γραφομηχανή τηλεγραφώ, χτυπώ τηλεγράφημα.3. κουράζω βαδίζοντας. || σπάζω•отстукать ручку у кувшина σπάζω τη λαβή από το λαγήνι..отстукивать ρ.δ. βλ. отстукать.
δακτυλογραφούμαι, χτυπιέμαι στη δακτυλογραφο-μηχανή. || κουράζομαι βαδίζοντας. || σπάζω. -
40 переколотить
-лочу, -лотишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переколоченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.1. μετακαρφώνω καρφώνω αλλιώς ή αλλού.2. σπάζω, θραύω (όλα, πολλά)•переколотить все стёкла σπάζω όλα τα γυαλιά.
3. (απλ.) ξυλοκοπώ (όλους, πολλούς).θραύομαι, σπάζω•много посуды -лось πολλά πιατικά έσπασαν.
См. также в других словарях:
σπάζω — και σπάω και σπάνω έσπασα, σπάστηκα, σπασμένος 1. μτβ. και αμτβ., τσακίζω, θραύω: Πέταξε το ποτήρι στον τοίχο και το έσπασε. – Έσπασαν τα αβγά. 2. μτφ., «Σπάζω το ρεκόρ», ξεπερνάω την επίδοση που έχει επιτευχθεί σε κάποιο αγώνισμα· «Σπάζω το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπάζω — 1 → δες σπάω 2 έσπασα, σπασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: σπάζω : λιγότερο εύχρηστος τύπος σε σχέση με το σπάω. Στη λογοτεχνική γλώσσα απαντάται και ο τύπος σπω (Σπούσαν πίσω της αφάνες φως [Ελύτης, σελ. 77]) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σπάζω — και σπάνω και σπάω Ν 1. κομματιάζω κάτι χτυπώντας το ή ρίχνοντας το κάτω (α. «σπάω πέτρες με τη βαριά» β. «γλίστρησα κι έσπασα το ποτήρι») 2. προξενώ ζημιά ή καταστροφή σε κάτι (α. «με τη μεταφορά έσπασαν το τραπέζι» β. «ο αέρας έσπασε τα… … Dictionary of Greek
θραύω — (ΑΜ θραύω) αποχωρίζω βίαια τα μόρια ενός σκληρού σώματος, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω, τσακίζω αρχ. 1. εξασθενώ, αδυνατίζω, καταβάλλω 2. λυπάμαι για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός τ., τού οποίου το φωνήεν α είναι δυσερμήνευτο.… … Dictionary of Greek
περικλώ — άω, Α 1. λυγίζω κάτι συστρέφοντάς το και τό σπάζω («τοὺς βραχίονας καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς ἀγκῶνας περιέκλων», ΠΔ) 2. σπάζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («τῷ κράνει περικλᾱν τὸ ξίφος», Πλούτ.) 3. (ιδίως για τον άνεμο που στρέφει τις φλόγες εδώ κι εκεί)… … Dictionary of Greek
άγνυμι — ἄγνυμι (Α) 1. θραύω, συντρίβω, σπάζω 2. (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι ολόγυρα 3. φρ. «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», ποταμός με ελικοειδές ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fάγ νυ μι, η ρίζα συγγενής προς το τοχαρικό wāk (= σπάζω,… … Dictionary of Greek
κατάγνυμι — (AM, Α και καταγνύω και κατάσσω και κατεάσσω) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεαγώς, υία και υῑα, ός σπασμένος, κομματιασμένος, συντριμμένος μσν. οδηγώ προς τα κάτω, κατεβάζω αρχ. 1. σπάζω σε κομμάτια, κατασυντρίβω, κατακομματιάζω («δόρατα… … Dictionary of Greek
καταθλώ — (I) καταθλῶ, άω (Α) 1. κατασυντρίβω, σπάζω σε πολλά κομμάτια 2. ευνουχίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θλῶ «σπάζω»]. (II) καταθλῶ, έω (Α) 1. καταβάλλω, νικώ κάποιον 2. εξουσιάζω 3. ασκώ, γυμνάζω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) οἱ κατηθληκότες (για… … Dictionary of Greek
κατακλώ — κατακλῶ, άω (Α) 1. σπάζω απότομα κάτι («τὰ δόρατα κατέκλων», Ηρόδ.) 2. καταθλίβω, κατασυντρίβω («ἔμοιγε κατεκλάσθη... ἧτορ», Ομ. Οδ.) 3. καθιστώ κάποιον μαλθακό 4. παθ. κατακλῶμαι, άομαι α) καταβάλλομαι από τον πυρετό («ὄμματα κατακεκλασμένα»,… … Dictionary of Greek
καταρρήγνυμι — και καταρρηγνύω (Α) 1. καταρρίπτω, καταστρέφω («καταρρήξω μέλαθρα καὶ δόμους ἐπεμβαλῶ», Ευρ.) 2. καταξεσκίζω, κατακομματιάζω («κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας» έσκισαν τα ιμάτια, Ηρόδ.) 3. επιφέρω ρήγματα («αὕτη πόλεις ὄλλυσιν,... ἥδε συμμάχου δορὸς… … Dictionary of Greek
κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… … Dictionary of Greek