-
1 σόφ'
σόφι, σόςthy: masc /neut dat pl (epic) -
2 σοφίζω
2 [voice] Pass., become or be clever or skilled in a thing, c. gen. rei, ναυτιλίης σεσοφισμένος skilled in seamanship, Hes.Op. 649;Μοίσαι σεσοφισμέναι Ibyc.Oxy.1790.23
; so ἐν τοῖς ὀνόμασι ς. X.Cyn. 13.6: abs., to become or be wise, freq. in LXX, Ec.7.24(23), al.;βέλτερος ἀλκήεντος ἔφυ σεσοφισμένος ἀνήρ Ps.-Phoc.130
.3 [voice] Med., teach oneself, learn, ἐσοφίσατο ὅτι.. he became aware that.., LXX 1 Ki.3.8.II [voice] Med. [full] σοφίζομαι, with [tense] aor. [voice] Med. and [tense] pf. [voice] Pass. (v. infr.), practise an art, Thgn.19, IG12.678; play subtle tricks, deal subtly, E.IA 744, D.18.227, etc.; οὐδὲν σοφιζόμεσθα τοῖσι δαίμοσι we use no subtleties in dealing with the gods, E.Ba. 200; to be scientific, speculate,περὶ τὸ ὄνομα Pl.R. 509d
, cf. Plt. 299b, Muson.Fr.3p.12H., etc.; σοφιζόμενος φάναι to say rationalistically, Pl.Phdr. 229c; καίπερ οὕτω τούτου σεσοφισμένου though he has dealt thus craftily, D.29.28; σοφίσασθαι πρός τι to use fraud for an end, Plb.6.58.12; οἱ ἰητροὶ σοφιζόμενοι ἔστιν οἳ ἁμαρτάνουσι when they deal in subtleties, Hp.Fract. 1; οἱ μυθικῶς σοφ. Arist.Metaph. 1000a18, cf. HA 582a35, D.35.56; σ. πρὸς τὸν νόμον evade it, Plu.Dem.27.2 c. acc. rei, devise cleverly or skilfully, Hdt.2.66, 8.27, cf. 1.80;καινὰς ἰδέας σοφίζεσθαι Ar.Nu. 547
;χαρίεντα καὶ σοφά Id.Av. 1401
; ἀλλότρια ς. meddle with other men's craft, Id.Eq. 299; with internal acc., ἀνόητα ς. exercise one's skill without νοῦς, Pl.Hp.Ma. 283a, cf. X.Mem.1.2.46;ὅσα.. σοφίζονται πρὸς τὸν δῆμον Arist.Pol. 1297a14
; ἀλλ' αὐτὸ τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι this is the very thing one must gain by craft, S.Ph.77; οἶνον ἀπὸ τῶν φοινίκων ς. make spurious wine, Philostr.VA2.6;πορφύραν παρὰ τῆς κόχλου Id.Her.19.15
:—[voice] Pass., σεσοφισμένοι μῦθοι craftily devised, 2 Ep.Pet.1.16.3 c. acc. pers., deceive,τὸν Τίτον J.BJ4.2.3
;μή με σοφίζου AP12.25
(Stat. Flacc.);τὸν δῆμον Hdn.7.10.7
; alsoσ. τὴν αἴσθησιν Aret.SD 1.15
.4 ' counter' by a device,σοφίζεται τὴν βίαν τοῦ μηχανήματος J.BJ3.7.20
. -
3 σόφισμα
A acquired skill, method, in medicine, Hp.Loc.Hom.41.II clever device, ingenious contrivance, Pi.O.13.17 (pl.);σ. μηχανᾶσθαι Hdt.3.85
; σ. καὶ μηχαναί ib. 152;ἀριθμὸν ἔξοχον σοφισμάτων A.Pr. 459
; οὐκ ἔχω σ. ὅτῳ.. πημονῆς ἀπαλλαγῶ ib. 470; μὴ.. κἀκχέω τὸ πᾶν ς. S.Ph.14; τὸ Θεσσαλὸν ς. a trick in fighting, v. Θεσσαλός; πολλαῖσι μορφαῖς οἱ θεοὶ σοφισμάτων σφάλλουσιν ἡμᾶς E.Fr. 972; τέχναι.. καὶ ς. Ar.Pl. 160;τὸ γὰρ σ. δημοτικόν Id.Nu. 205
;πρὸς μὲν Σωκράτη.. τὸ σ. μοι οὐδέν Pl. Smp. 214a
;τὸ σ. τὸ τοῦ δρεπάνου Id.La. 183d
.2 in less good sense, sly trick, artifice,δίκην δοῦναι σ. κακῶν E.Ba. 489
, cf. Hec. 258; ἐφ' ἡμᾶς ταὐτὰ παρόντα ς. Th.6.77, cf. D.35.2; stage-trick, claptrap, Ar.Ra.17, 872, 1104; of tricks in government, Arist.Pol. 1297a35, 1308a2; in cookery, X.Hier.1.23 (pl.).3 captious argument, quibble, sophism, Pl.R. 496a, D.25.18, Epicur.Nat.28.9, etc.; περὶ σοφισμάτων, title of work by Chrysippus;σ. τῆς ῥητορικῆς Longin.17.2
; opp. a true logical argument ([etym.] φιλοσόφημα, ἐπιχείρημα), Arist.Top. 162a16:— Ar. calls a person σόφισμ' ὅλον, Av. 431, cf.Ath.1.11b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σόφισμα
-
4 σοφισματικός
A sophistical, of a person, Gell.18.13 (v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σοφισματικός
-
5 σοφισμάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σοφισμάτιον
-
6 σοφισματώδης
σοφ-ισμᾰτώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σοφισματώδης
-
7 σοφισμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σοφισμός
-
8 σοφός
Grammatical information: adj.Meaning: `clever, skillful, able, shrewd, wise' (Hes. Fr. 193).Compounds: As 1st member a. o. in Σοφο-κλῆς; very often as 2nd member, e. g. φιλό-σοφος `friend of a σοφόν, who loves τὸ σοφόν, την σοφίαν, eager for knowledge, friend of the sciences, philosopher' (Heracleit., Att.) with φιλοσοφ-ία f. `(scientific) study, education, philosophy' (Att.; on the meaning Heyde Philosophia naturalis 7 [1961] 144 ff.), - έω `to be eager for knowledge, to study' (IA.); on ἐπί-σσοφος n. of a yearly changing official (Thera) s. ψέφει.Derivatives: σοφ-ία, Ion. - ίη f. `skilfulness, virtuosity, knowledge, cleverness, shrewdness, wisdom' (since O 412). Denom. verbs. 1. σοφίζομαι, also w. prefix, esp. κατα- `to practice a form of art, to think up, to concoct' (since Hes. Op. 649), - ίζω `to make smart, to instruct' (LXX, christ. lit.); from it σόφ-ισμα n. `(clever, cunning) concoction' (Pi., IA.), with - ισμάτιον, - ισματώδης, - ισματικός; - ισις f. (sch.); - ιστής m. "concoctor", `artist, learned man, teacher, sophist' (Pi., IA.) with - ίστρια, - ιστικός, - ιστήριον, - ιστεύω, - ιστεία. 2. σοφόω = σοφίζω (LXX). -- On σοφός and σοφία s. Snell Ausdrücke 1ff, B. Gladigow Sophia und Kosmos. Unters. zur Frühgesch. von σοφός und σοφίη (Spudasmata 1).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unexplained. Unsuccesful attempts at interpretation from IE Bq (a. o. Brugmann IF 16, 499 ff. w. lit.). Cf. Σίσυφος, also σάφα and ψέφει. - A word with this meaning is often substratum loan.Page in Frisk: 2,754-755Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σοφός
-
9 σοφουργος
-
10 σοφός
σοφός, ή, όν (s. two prec. entries; Pind., Hdt.et al.; LXX, TestSol, Test12Patr; JosAs 13:11; ApcSed 14:8 p. 136, 14 Ja; Ep-Arist, Philo, Joseph., apolog. exc. Mel.) prim. a clever pers. who knows how to do someth. or construct someth., such as buildings, poems (so esp. Pind.; many philosophers published their thoughts in verse), speeches.① pert. to knowing how to do someth. in a skillful manner, clever, skillful, experienced (Pind., N. 7, 17 [25] of mariners; τεχνίτης Iren. 1, 8, 1 [Harv. I 68, 1]) ς. ἀρχιτέκτων 1 Cor 3:10 (Is 3:3; cp. Il. 15, 412 σοφία τέκτονος; Eur., Alc. 348 σοφὴ χεὶρ τεκτόνων; Maximus Tyr. 6, 4d ὁ τέκτων ς.; Philo, Somn. 2, 8). Cp. 6:5. σοφὸς ἐν διακρίσει λόγων skillful in the interpretation of discourse 1 Cl 48:5 (ς. ἐν as Maximus Tyr. 24, 6b).② pert. to understanding that results in wise attitudes and conduct, wiseⓐ of humansα. wise, learned, having intelligence and education above the average, perh. related to philosophy (Pind. et al.; Jos., Bell. 6, 313; Just., D. 5, 6; Tat., 33, 4; Ath. 29, 1; w. πεπαιδευμένος and φρόνιμος Orig., C. Cels. 3, 48, 8): ὁ σοφός beside ὁ ἰσχυρός and ὁ πλούσιος 1 Cl 13:1 (Jer 9:22); 38:2. Opp. ἀνόητος Ro 1:14. Those who are wise acc. to worldly standards, the σοφὸς κατὰ σάρκα 1 Cor 1:26 (cp. ὁ τοῦ κόσμου ς. Hippol., Ref. 4, 43, 1), stand in contrast to God and God’s wisdom, which remains hidden for them Ro 1:22 (Just., D. 2, 6 ᾤμην σοφὸ γεγονέναι; Oenomaus in Eus., PE 5, 34, 10 οἰομένους εἶναι σοφούς); 1 Cor 1:19 (Is 29:14), 20, 27; 3:19 (cp. Job 5:13), 20 (Ps 93:11); IEph 18:1. W. συνετός (Jos., Ant. 11, 57; 58; Just., D. 123, 4) Mt 11:25; Lk 10:21 (s. WNestle, Vom Mythos zum Logos ’42, 13–17; GKilpatrick, JTS 48, ’47, 63f).β. wise in that the wisdom is divine in nature and origin (opp. ἄσοφος) Eph 5:15. (Opp. μωρός) 1 Cor 3:18ab. W. ἐπιστήμων (Philo, Migr. Abr. 58) Js 3:13; B 6:10. σοφὸς εἰς τὸ ἀγαθόν (opp. ἀκέραιος εἰς τὸ κακόν) Ro 16:19. Jesus intends to send out προφήτας καὶ σοφοὺς κ. γραμματεῖς Mt 23:34.ⓑ of God. In the abs. sense God is called σοφός (Sir 1:8; cp. 4 Macc 1:12; SibOr 5, 360.—Ael. Aristid. 46 p. 409 D.: σοφώτατον εἶναι θεόν.—Orig., C. Cels. 3, 70, 9) μόνος σοφὸς θεός (Ps.-Phoc. 54 εἷς θεὸς σοφ.; Herm. Wr. 14, 3; s. GRudberg, ConNeot 7, ’42, 12) Ro 16:27; 1 Ti 1:17 v.l.; Jd 25 v.l.; cp. 1 Cor 1:25. ὁ σοφὸς ἐν τῷ κτίζειν 1 Cl 60:1 (w. συνετὸς ἐν τῷ κτλ.). σοφὴ βουλή God’s wise counsel Dg 8:10. (On 2aβ and b cp. Sb 6307 [III B.C.] of Petosiris the astrologer: ἐν θεοῖς κείμενος, μετὰ σοφῶν σοφός.)—B. 1213. DELG. M-M. EDNT. TW. Sv.
См. также в других словарях:
σόφ' — σόφι , σός thy masc/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… … Dictionary of Greek
φρονώ — φρονῶ, έω, ΝΜΑ έχω τη γνώμη, νομίζω, πιστεύω (α. «δεν φρονούμε τα ίδια» β. «φρονώ ότι η Καρχηδών πρέπει να καταστραφεί», παροιμ. φρ. γ. «ἄλλα φρονεόντων καὶ ἄλλα λεγόντων», Ηρόδ.) αρχ. 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διανοούμαι («ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς… … Dictionary of Greek
φύση — η / φύσις, εως, ΝΜΑ 1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν τό επιτρέπει η φύση τής χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση τού πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ. δ. «ἡ φύσις… … Dictionary of Greek
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek