Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σοβάς

См. также в других словарях:

  • σοβάς — σοβάς, ο και σουβάς, ο (λ. τουρκ.), ασβεστοκονίαμα: Οι Τούρκοι σκέπασαν με σοβά τις αγιογραφίες του ναού της Αγίας Σοφίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοβάς — insolent fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβάς — (I) άδος, ἡ, Α 1. (για βάκχες και εταίρες) αυθάδης, αναιδής 2. είδος χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβῶ + κατάλ. άς, άδος]. (II) και σουβάς, ὁ, Ν (οικοδ.) (κν. ονομ.) το επίχρισμα τοίχου, αλλ. αμμοκονίαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. siva] …   Dictionary of Greek

  • σόβας — σόβᾱς , σόβη the solid part of a horse s tail fem acc pl σόβᾱς , σόβη the solid part of a horse s tail fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβά — σοβάς insolent fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβάδα — σοβάς insolent fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβάδας — σοβάς insolent fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβάδες — σοβάς insolent fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβάδι — σοβάς insolent fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμμοκονία — η (Α ἀμμοκονία) ο σοβάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + κονία] …   Dictionary of Greek

  • αμμοκονίαμα — Τεχνητό συσσωμάτωμα, κατασκευασμένο με κόκκους άμμου, που συγκρατούνται με κάποιο συνθετικό υλικό, όπως το τσιμέντο ή ο ασβέστης. Το α. χρησιμοποιείται με τη μορφή πολτού για τη σύνδεση και συγκράτηση τούβλων, για την κατασκευή λιθοδομών ή και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»