-
21 ἄν-υδρος
ἄν-υδρος ( ὕδωρ, vgl. ἄϋδρος), wasserlos, wasserarm, trocken, Her. öfter ἡ ἄνυδρος, die Wüste, 3, 4; σμύρνη Eur. Ion. 89. Von Todten, ἄϑαπτος, ἄνυδρος Eur. Troad. 1084, entweder ungewaschen oder besser ohne Libation, worauf sich Hesych. Gl. ἀνύδρονος, ἄταφος, οὐ λελουμένος, οὐδὲ τῶν νομιζομένων τυχών bezieht.
-
22 ἐμ-πλάσσω
-
23 αλιγειτων
-
24 ανυδρος
-
25 εμπλασσω
атт. ἐμπλάττω замазывать, обмазывать(τινὰ ἐν σμύρνῃ Her.)
ἐ. τὸν κηρὸν εἴς τι Arst. — замазывать что-л. воском -
26 καταλειπτος
-
27 παραλυω
тж. med.1) отвязывать, снимать(τὰ πηδάλια τῶν νεῶν Her.; τὸν θώρακα Plut.)
2) (тайком) развязывать, распечатывать, в смысле обкрадывать(τὰ σακκία τῶν χρημάτων Diod.)
3) спускать (с привязи)(κύνα Xen.)
4) отделять, разлучать(τινὰ δάμαρτος Eur.)
5) отнимать, отбиратьΣμύρνη σφέων παρελύθη ὑπ΄ Ἰώνων Her. — Смирна была у них (эолян) отнята ионийцами
6) освобождать(τινὰ τῆς στρατεΐης Her.)
7) лишать(τινὰ τῆς στρατηγίης Her.)
τινὰ τῆς ὀργῆς π. Thuc. — унять чей-л. гнев;ἑαυτὸν τοῦ ζῆν π. Plut. — лишить себя жизни8) спасать(ψυχάν τινος Eur.)
9) отстранять, отвращать(Ἑλλάδος πόνους Eur.)
10) ослаблять, расслаблять(τὸ σῶμα τροφῆς ἀποχῇ Plut.)
ἥ δύναμις τῆς πόλεως παρελύθη Lys. — сила города (Афин) была надломлена;παραλελυμένος NT. = παραλυτικός -
28 ποντοτινακτος
-
29 σμυρνα
ион. σμύρνη ἥ (= μύρρα) смирна или мирра ( ароматическая камедь аравийского мирта) Her., Eur., Arph. -
30 Σμυρνα
эп.-ион. Σμύρνη ἥ Смирна1) главный город Ионии, на берегу Смирнейского залива Hom., Her.2) дочь кипрского царя Кинира Pind. -
31 Σμυρνών
-
32 Σμυρνῶν
-
33 Σμύρναν
Σμύρναof Smyrna: fem acc sgΣμύρνᾱν, Σμύρνηfem acc sg (doric aeolic) -
34 Σμύρνης
Σμύρναof Smyrna: fem gen sg (attic epic ionic)Σμύρνηfem gen sg (attic epic ionic) -
35 Σμύρνησι
-
36 Σμύρνῃσι
-
37 смирна
-ы θ.η σμύρνη (ρητίνη). -
38 διαπάσσω
A sprinkle,- πάσας τοῦ ψήγματος ἐς τὰς τρίχας Hdt.6.125
;σμύρνῃ δ. τὴν ὁδόν Eub.128
;δασύποδας ἁλσὶ δ. Alc.Com. 17
;μέλανι διαπεπασμένον χρῶμα Arist.HA 526a12
; πυρρὰ διαπεπασμένα with red spots, ib. 527b30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπάσσω
-
39 κατάλειπτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάλειπτος
-
40 ξηροσμύρνη
ξηρο-σμύρνη, ἡ,A dry myrrh, Alex.Trall.12 fin.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξηροσμύρνη
См. также в других словарях:
Σμύρνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σμύρνη — I (Izmir τουρκικά). Πόλη (946.294 κάτ.) της δυτικής Τουρκίας στα παράλια του Αιγαίου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (12263 τ. χλμ., 2.316.843 κάτ.). Βρίσκεται μεταξύ του ομώνυμου κόλπου (του Ερμαίου των αρχαίων) στις εκβολές του Κεμέρ Τσαγί,… … Dictionary of Greek
Σμύρνῃ — Σμύρνα of Smyrna fem dat sg (attic epic ionic) Σμύρνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σμύρνη — η πόλη της Μ. Ασίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σμύρνη — σμύρνα myrrh fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμύρνῃ — σμύρνα myrrh fem dat sg (attic epic ionic) σμύρνα myrrh fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέα Σμύρνη — Sp Nèa Smirnė Ap Νέα Σμύρνη/Nea Smyrni L Atika, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέα Σμύρνη — Πολή (73.986 κάτ.) της νομαρχίας Αθηνών του νομού Αττικής. Η Ν.Σ., προσφυγικός αρχικά οικισμός, αναπτύχθηκε γοργά σε πολυάνθρωπο δήμο, με ωραίες οικοδομές και αξιόλογη πολιτιστική κίνηση … Dictionary of Greek
Κοραής, Αδαμάντιος — (Σμύρνη 1748 – Παρίσι 1833). Λόγιος και Διδάσκαλος του Γένους. Γόνος εύπορης οικογένειας καταγόμενης από τη Χίο, ο Κ. ανατράφηκε στη Σμύρνη και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή, η οποία όμως τότε δεν προσέφερε παρά «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν,… … Dictionary of Greek
Σμύρνηι — Σμύρνῃ , Σμύρνα of Smyrna fem dat sg (attic epic ionic) Σμύρνῃ , Σμύρνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Απάρτης, Αθανάσιος — (Σμύρνη 1899 – Αθήνα 1972). Γλύπτης. Έλαβε την καλλιτεχνική του εκπαίδευση στο Παρίσι όπου, από το 1921 έως το 1927, μαθήτευσε στη σχολή Grande Chaumière με δάσκαλο τον Γάλλο γλύπτη Μπουρντέλ. Κατά την παραμονή του στη Γαλλία διακρίθηκε για την… … Dictionary of Greek