-
1 ξηρο-σμύρνη
ξηρο-σμύρνη, ἡ, trockne Myrrhe, Diosc.
-
2 σμύρνα
σμύρνα, ἡ. ion. σμύρνη, wie μύῤῥα, Myrrha, das balsamische Gummi der arabischen Myrte, das zum Einbalsamiren der Leichen gebraucht ward; Soph. frg. 340; σμύρνης αἰϑερίας καπ νόν, Eur. Troad. 1064; ἐξεϑυμία σμύρνης ἱδρῶτα, Ion 1175; σμύρνῃ κατάλειπτος, Ar. Equ. 1329; Her. 2, 40. 86. 7, 181; Theophr. u. A.; Creuz. comm. I p. 38.
-
3 παρα-λύω
παρα-λύω (s. λύω), 1) daneben, dabei, an od. von der Seite lösen; τὰ πηδάλια παρέλυσε τῶν νεῶν, Her. 3, 136; τὰ πλάγια τῶν γέῤῥων παραλύσαντες, Pol. 8, 6, 9, öfter; πεντήρεις παραλελυμέναι τοὺς ταρσο ύς, beraubt, 8, 6, 2; τὸν ϑώρακα παραλύων, Plut. Anton. 76, der auch das med. braucht, τὴν ῥαφὴν ἐκ τοῦ δεξιοῦ παραλυσάμενος ὤμου, Cleomen. 37; – entfernen, παρέλυσε δ' ἂν Ἑλλάδος ἀλγεινοὺς πόνους, Eur. Andr. 304, vgl. Alc. 931; u. pass., Σμύρνη παρελύϑη σφέων ὑπὸ Ἰώνων, wurde abgelös't, getrennt, Her. 1, 149; – c. gen., Einen wovon losmachen, erlösen, befreien, παραλύει δυςφρόνων, Pind. Ol. 2, 52; Μαρδό νιον παραλύει τῆς στρατηγίης, entbindet ihn von seinen Feldherrnamt, entläßt ihn, Her. 6, 94; τῶν μοι παίδων ἕνα παράλυσον τῆς στρατηΐης, befreie ihn vom Kriegsdienst, 7, 38, vgl. 5, 75; ἐπειρᾶτο τοὺς Ἀϑηναίους τῆς ἐπ' αὐτὸν ὀργῆς παξυνάρχοντα, 8, 54; τρυφῆς ἤδη παραλυτέον, Plat. Legg. IX, 793 e; Folgde; παρέλυσε τοὺς ἐν Μακεδονίᾳ τῶν βασιλικῶν ὀφειλημάτων, Pol. 26, 5, 3; τῆς στρατείας παραλυϑῆναι, 12, 5, 2. – 2) von Schlagflüssen und von der Gicht, die Glieder an der einen Seite des Körpers lähmen, Med. – Pass., Arist. eth. 1, 13; übh. erschlaffen, an Kraft u. Schnelligkeit verlieren, von Kameelen, Her. 3, 105; vgl. σωματικῇ δυνάμει παραλελυμένος, Pol. 11, 24, 5; οἱονεὶ παραλελυ μένοι καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς, 20, 10, 9; ὡς ᾔσϑετο τραυμάτων πλήϑει παραλυόμενον ἑαυτόν, Plut. Pyrrh. 28, öfter, wie a. Sp. – 3) heimlich, Verbotenes aufmachen, erbrechen, σακκία τῶν χρημάτων D. Sic. 13, 106, u. a. Sp.
-
4 κατ-άλειπτος
κατ-άλειπτος, besalbt, σμύρνῃ, μύρῳ, Ar. Equ. 1332 Pax 862.
-
5 ἄν-υδρος
ἄν-υδρος ( ὕδωρ, vgl. ἄϋδρος), wasserlos, wasserarm, trocken, Her. öfter ἡ ἄνυδρος, die Wüste, 3, 4; σμύρνη Eur. Ion. 89. Von Todten, ἄϑαπτος, ἄνυδρος Eur. Troad. 1084, entweder ungewaschen oder besser ohne Libation, worauf sich Hesych. Gl. ἀνύδρονος, ἄταφος, οὐ λελουμένος, οὐδὲ τῶν νομιζομένων τυχών bezieht.
-
6 ἐμ-πλάσσω
-
7 ξηροσμύρνη
ξηρο-σμύρνη, ἡ, trockne Myrrhe -
8 παραλύω
παρα-λύω, (1) daneben, dabei, an od. von der Seite lösen; πεντήρεις παραλελυμέναι τοὺς ταρσο ύς, beraubt; entfernen; pass., Σμύρνη παρελύϑη σφέων ὑπὸ Ἰώνων, wurde abgelöst, getrennt; c. gen., einen wovon losmachen, erlösen, befreien; Μαρδό νιον παραλύει τῆς στρατηγίης, entbindet ihn von seinen Feldherrnamt, entläßt ihn; τῶν μοι παίδων ἕνα παράλυσον τῆς στρατηΐης, befreie ihn vom Kriegsdienst; (2) von Schlagflüssen und von der Gicht, die Glieder an der einen Seite des Körpers lähmen; übh. erschlaffen, an Kraft u. Schnelligkeit verlieren, von Kamelen; (3) heimlich, Verbotenes aufmachen, erbrechen
См. также в других словарях:
Σμύρνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σμύρνη — I (Izmir τουρκικά). Πόλη (946.294 κάτ.) της δυτικής Τουρκίας στα παράλια του Αιγαίου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (12263 τ. χλμ., 2.316.843 κάτ.). Βρίσκεται μεταξύ του ομώνυμου κόλπου (του Ερμαίου των αρχαίων) στις εκβολές του Κεμέρ Τσαγί,… … Dictionary of Greek
Σμύρνῃ — Σμύρνα of Smyrna fem dat sg (attic epic ionic) Σμύρνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σμύρνη — η πόλη της Μ. Ασίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σμύρνη — σμύρνα myrrh fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμύρνῃ — σμύρνα myrrh fem dat sg (attic epic ionic) σμύρνα myrrh fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέα Σμύρνη — Sp Nèa Smirnė Ap Νέα Σμύρνη/Nea Smyrni L Atika, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέα Σμύρνη — Πολή (73.986 κάτ.) της νομαρχίας Αθηνών του νομού Αττικής. Η Ν.Σ., προσφυγικός αρχικά οικισμός, αναπτύχθηκε γοργά σε πολυάνθρωπο δήμο, με ωραίες οικοδομές και αξιόλογη πολιτιστική κίνηση … Dictionary of Greek
Κοραής, Αδαμάντιος — (Σμύρνη 1748 – Παρίσι 1833). Λόγιος και Διδάσκαλος του Γένους. Γόνος εύπορης οικογένειας καταγόμενης από τη Χίο, ο Κ. ανατράφηκε στη Σμύρνη και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή, η οποία όμως τότε δεν προσέφερε παρά «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν,… … Dictionary of Greek
Σμύρνηι — Σμύρνῃ , Σμύρνα of Smyrna fem dat sg (attic epic ionic) Σμύρνῃ , Σμύρνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Απάρτης, Αθανάσιος — (Σμύρνη 1899 – Αθήνα 1972). Γλύπτης. Έλαβε την καλλιτεχνική του εκπαίδευση στο Παρίσι όπου, από το 1921 έως το 1927, μαθήτευσε στη σχολή Grande Chaumière με δάσκαλο τον Γάλλο γλύπτη Μπουρντέλ. Κατά την παραμονή του στη Γαλλία διακρίθηκε για την… … Dictionary of Greek