Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκᾰφ-εῖον

См. также в других словарях:

  • καρφεία — καρφεῑα, τὰ (Α) 1. ώριμος καρπός 2. κομμάτια ξύλου που σχίζονται ή κόβονται από πελέκηση μεγαλύτερου τεμαχίου ξύλου, οι παρασχίδες, τα πελεκούδια («καρφεῑα κέδρου», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + κατάλ. εῖον (πρβλ. ιερατ είον, σκαφ είον)] …   Dictionary of Greek

  • σκαφείο — το / σκαφεῑον, ΝΑ εργαλείο για σκάψιμο, σκαπάνη, αξίνα αρχ. 1. κοίλο σφαιρικό κάτοπτρο με το οποίο άναβαν το ιερό πυρ οι Εστιάδες παρθένες από τις ηλιακές ακτίνες («ἀνάπτοντας ἀπὸ τοῡ ἡλίου φλόγα καθαρὰν... ἐξάπτουσι δὲ μάλιστα τοῑς σκαφείοις»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»