-
1 σκάνδιξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκάνδιξ
-
2 σκάνδιξ
σκάνδιξ, -ῑκοςGrammatical information: f.Meaning: `wild chervil, Scandix pecten Veneris' (Ar., And., Thphr., Dsc.).Other forms: Also σκάνδυξ (v.l. Dsc. 2, 138).Derivatives: - ικὼδης `σ.-like' (Thphr.), - ικο-πώλης `chervil-seller', nickname of Euripides (Ar.[?] in H.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)Etymology: Formation like ῥάδιξ, πέρδιξ and other words belonging to the plant- and animal world (Chantraine Form. 382); further unclear. Hypothetic attempt at explanation by Grošelj Živa Ant. 7, 227f. -- Clearly a Pre-Greek word; Furnée 367. Cf. on κασκάνδιξ.Page in Frisk: 2,718Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκάνδιξ
-
3 σκάνδιξ
σκάνδῑξ, σκάνδιξwild chervil: fem nom /voc sg -
4 σκανδίκων
σκανδί̱κων, σκάνδιξwild chervil: fem gen pl -
5 σκάνδικα
σκάνδῑκα, σκάνδιξwild chervil: fem acc sg -
6 σκάνδικας
σκάνδῑκας, σκάνδιξwild chervil: fem acc pl -
7 σκάνδικες
σκάνδῑκες, σκάνδιξwild chervil: fem nom /voc pl -
8 σκάνδικι
σκάνδῑκι, σκάνδιξwild chervil: fem dat sg -
9 σκάνδικος
σκάνδῑκος, σκάνδιξwild chervil: fem gen sg -
10 διασκανδικίζω
διασκανδῑκίζω, prop.A feed on chervil ([etym.] σκάνδιξ), Telecl.38: hence Com. for διευριπιδίζω, to come Euripides over one (his mother was said to be a λαχανόπωλις), Ar.Eq.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασκανδικίζω
-
11 κασκαλίζεται
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κασκαλίζεται
-
12 κασκάνδιξ
Grammatical information: ?Meaning: ἡ γηθυλλίς (kind of onion) H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Prob. to σκάνδιξ, -ῑκος `chervil', σκάνδυξ, -ῡκος (v.l. Dsc. 2, 138) with reduplication (and dissimilation?), Brugmann Grundr.2 1, 856, Schwyzer 260). The word is of course Pre-Greek (a-voc., suffixes).Page in Frisk: 1,798Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κασκάνδιξ
-
13 ῥάδαμνος
Grammatical information: m.Meaning: `branch, twig, shoot' (LXX, Suid., H.).Other forms: also ῥόδαμνος H. and ῥάδαμον καυλόν, βλαστόν (coni. Nic. Al. 92) with ῥαδαμεῖ βλαστάνει H.Derivatives: ῥαδαμνώδης (sch.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: With ῥάδαμνος cf. θάμνος, ῥάμνος (with ν-suffix; s. vv.), also σφέν-δαμνος, στάμνος a.o.; with ῥάδιξ cf. σπάδιξ, σκάνδιξ a.o. (Chantraine Form. 191 a. 215 f. resp. 382). With ῥάδιξ agrees formally Lat. rādīx `root', if from IE *u̯rād-; semant. closer is Lat. rāmus `branch, twig', which may stand for *u̯rād-mo-; beside it with short vowel ῥάδ-αμνος wich cannot continue IE *u̯rǝd- = *u̯r̥h₂d- (which would give a long α); cf. ῥίζα w. lit. One compares also ῥαδινός a.o. (s.v.).. -- After Alessio Studi etr. 18, 413 a. o. (s. Belardi Doxa 3, 218; rejecting) Mediterranean. Mann Lang. 17,20 and 28, 37 reminds of Alb. rrânzë `root'. Cf. ῥά̄διξ -ῑκος m. `branch, twig' (Nik.), `palm leave' (D. S.). -- (Aeol.) ὀρόδαμνος points to Ϝροδ. The word is no doubt Pre-Greek.Page in Frisk: 2,637-638Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥάδαμνος
См. также в других словарях:
σκάνδιξ — και σκάνδυξ, ο / σκάνδιξ, ικος και σκάνδυξ, υκος, ἡ, ΝΑ βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκιαδανθή τής τάξης σκιαδοφόρα, με 12 περίπου γένη, από τα οποία 4 είναι… … Dictionary of Greek
σκάνδιξ — σκάνδῑξ , σκάνδιξ wild chervil fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανδίκι — και σαντίκι, το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού σκάνδιξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδιξ «καυκαλήθρα» (< λατ. scandix)] … Dictionary of Greek
σκαντζίκι — και σκαντσίκι, το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού σκάνδιξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκάνδιξ, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *σκανδίκιον] … Dictionary of Greek
ευσκάνδιξ — εὐσκάνδιξ, ικος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει άφθονους σκάνδικες, άφθονα μυρώνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκάνδιξ «φραγκομαϊντανός, μυρώνι»] … Dictionary of Greek
μυρόνι — το βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού σκάνδιξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον ή < μυρρίς] … Dictionary of Greek
σκάνδυξ — ο / σκάνδυξ, υκος, ἡ, ΝΑ βλ. σκάνδιξ … Dictionary of Greek
σκανδικοπώλης — ὁ, Α πωλητής αγριολάχανων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδιξ, ικος + πώλης*] … Dictionary of Greek
σκανδικώδης — ῶδες, Α [σκάνδιξ, ικος] όμοιος με άγριο λάχανο ή αυτός που έχει τις ιδιότητες τού παραπάνω φυτού … Dictionary of Greek
χτενόχορτο — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού σκάνδιξ, αλλ. καυκαλήθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. ονομ. τού φυτού, η οποία οφείλεται στη μορφή του] … Dictionary of Greek
αγριοκάντζικα — Κοινή ονομασία του φυτού σκάνδιξ η κτεις (scandix pectenveneris), της οικογένειας των σκιαδοφόρων. Μονοετής πόα, με βλαστό 10 40 εκ., χνουδωτή, γραμμωτή κατά μήκος, με διακλαδώσεις συνήθως απλωτές και ρίζα πασσαλώδη. Τα άνθη της είναι άσπρα σε… … Dictionary of Greek