-
1 γαγγαλίζεται
γαγγαλίζωpres ind mp 3rd sg -
2 κασκαλίζεται
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κασκαλίζεται
См. также в других словарях:
γαγγαλίζεται — γαγγαλίζω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)