-
1 κάσκανα
κάσκαναneut nom /voc /acc pl -
2 κασκαλίζεται
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κασκαλίζεται
См. также в других словарях:
κάσκανα — neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)