Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σκύβαλον

См. также в других словарях:

  • σκύβαλον — dung neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυβάλοις — σκύβαλον dung neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυβάλοισι — σκύβαλον dung neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυβάλου — σκύβαλον dung neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυβάλων — σκύβαλον dung neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυβάλῳ — σκύβαλον dung neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύβαλα — σκύβαλον dung neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύβαλο — το / σκύβαλον, ΝΜΑ 1. απόβλημα, απομεινάρι, σκουπίδι («τέφρης λοιπὸν ἔτι σκύβαλον», Φιλιππ.) 2. μτφ. άνθρωπος χωρίς καμιά αξία, χαμηλού ποιού, τιποτένιος (α. «αυτός έχει καταντήσει σκύβαλο» β. «ἄνδρα πολύκλαυτον ναυτιλίης σκύβαλον», Ηγήσιππ.)… …   Dictionary of Greek

  • σκυβαλίζω — και σκυβλίζω Α [σκύβαλον] 1. θεωρώ κάτι ως σκύβαλο, απορρίπτω με περιφρόνηση 2. βεβηλώνω, ατιμάζω, μιαίνω …   Dictionary of Greek

  • σκυβαλεύω — Α [σκύβαλον] σκυβλίζω* …   Dictionary of Greek

  • σκυβαλικός — ή, όν, Α 1. ο άξιος σκυβαλισμού, περιφρονητέος, αξιοκαταφρόνητος 2. (κυριολ. και μτφ.) ακάθαρτος, ρυπαρός, βρόμικος («ἀργυρίοισι σκυβαλικοῑσι πεισθείς» που πείσθηκε με χρήματα, με δωροδοκία, Τιμοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύβαλον «απόβλημα» + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»