-
1 χόρτου
χόρτοςenclosed place: masc gen sg -
2 χόρτου
травытравеΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χόρτου
-
3 сенокос
-
4 сенной
сенной 1επ.χορτάρινος• του χόρτου•сенной запах μυρουδιά χόρτου.
|| για χόρτο•сенной сарай ο αχυρώνας•
сенной пресс χορτοπιεστική μηχανή.
сенной 2επ. κ. παλ. сенный του κατωφλίου, της εισόδου• του προθάλαμου.εκφρ.сеннойая девушка – παλ. υπηρέτρια, δούλα. -
5 φορυτός
φορυτός, ὁ, ein Gemisch von allerlei werthlosen Dingen, Kehricht, Auswurf, vgl. B. A. 71; übh. was der Wind fortführt, Spreu, Reisig u. vgl.; ἐσωζόμην παρὰ τὴν ἔπαλξιν ἐν φορυτῷ κατακείμενος Ar. Ach. 72, wo es der Schol. φρύγανα, ἄχυρα καὶ ἀπὸ γῆς ἀειρόμενος ὑπὸ ἀνέμου χόρτος erkl.; man packte irdenes Geschirr darin ein, Ach. 891, wo der Schol. aber neben δέσμη χόρτου συρφετώδους, φρυγανώδης ἀκαϑαρσία auch erkl. ψιαϑῶδες πλέγμα, ἐν ᾡ τοὺς στάχυας ἐμβάλλουσιν; – βρωμάτων φορυτός, ein Gemengsel von Speisen, eine Menge von allerlei Speisen durch einander, Alciphr. 3, 7.
-
6 μανδάκης
μανδάκης, ὁ, nach Eust. 818, 23 = δεσμὸς χόρτου, thracisch, Garbenband, id. 1162, 32; τὸν ἵππ ον καίειν ἐμπλέκοντα μανδάκῃ, Hippiatr., was auch μανδακηδὸν καίειν heißt, ibd.
-
7 ἀγκαλίς
-
8 αγκαλις
-
9 κοντος
ὅ1) шест, багор, жердь(περιμήκης Hom.; χόρτου ἀγκαλὴς κοντῷ περικειμένη Plut.)
κοντοῖς πρῷραν ἔχειν Eur. — упираться баграми в носовую часть корабля2) древко копья, тж. копье, рогатина -
10 χορτος
ὅ1) огороженое место, загон, скотный двор(αὐλῆς χόρτοι Hom.)
2) поляна, луг, тж. пастбище(χόρτοι εὔδενδροι Eur.)
χόρτοι λέοντος Pind. — поляна (Немейского) льваχόρτου ἀγκαλίς Plut. — охапка травы;
χ. κοῦφος Xen. — сено;χόρτον ἔχει ἐπὴ τοῦ κέρατος погов. Plut. — у него на рогах сено, т.е. он очень вспыльчив ( у бодливых быков рога обматывались сеном)4) корм, еда Hes., Eur.παρέχειν τινὴ χόρτον ἰχθῦς Her. — кормить кого-л. рыбой;
σῖτος καὴ χ. τοῖς ὑποζυγίοισι Her. — продовольствие (для людей) и корм для вьючных животных;ἵπποις χόρτον ἐμβαλεῖν Xen. — задать лошадям корму -
11 сенопогрузчик
ο φορτωτής χόρτου/σανού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сенопогрузчик
-
12 омет
ометм ἡ θημωνιά (χόρτου). -
13 покос
покосм1. (действие) τό θέρισμα χόρτου, τό κόσσισμα·2. (место) τό λειβάδι, ὁ λειμών. -
14 сенокос
сенокосм τό θέρισμα τοδ χόρτου/ ἡ ἐποχή τής χορτοκοπίας (время покоса). -
15 травяной
травян||ойприл χορτώδης, ἀπό χόρτο, ποώδης:\травянойой запах ἡ μυρωδιά τοῦ χόρτου· \травянойые растения τά ποώδη φυτά· \травянойые вши зоол. οἱ φυτόψειρες, αί φυτόφθειρες. -
16 mower
noun (a machine for cutting grass.) μηχανή κουρέματος χόρτου -
17 χόρτος
-ου + ὁ N 2 8-1-15-25-2=51 Gn 1,11.12.29.30; 2,5grass, herb Prv 19,12; grass, hay (as fodder) Ps 105(106),20; hay, stubble (for MT עמיר) Jer 9,21, cpr. Is 10,17; 32,13 (for MT מירשׁ thorns)λάχανα χόρτου vegetables of hay for MT בשׂע ירק green grass Gn 9,3Cf. HARL 1986a, 91.97.110.139; PARADISE 1986, 192; RÖSEL 1994 195(Gn 9,3); SCHNEBEL 1925, 211-218; →NIDNTT -
18 былинка
-и θ.ξηρόχορτο, στέλεχος χόρτου. -
19 валок
-
20 папуша
-и θ.δέμα, μπάλα καπνού ή χόρτου.
См. также в других словарях:
χόρτου — χόρτος enclosed place masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίκος — Μονοετής ή διετής χνουδωτή πόα της οικογένειας των ψυχανθών, με βλαστό έρποντα ή αναρριχώμενο που φτάνει σε μήκος το 1 μ. Έχει φύλλα σύνθετα, από 5 έως 7 ζεύγη, και ελλειψοειδή ή προμήκη φυλλάρια· μετά το τελευταίο ζεύγος φυλλαρίων καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
σανός — Κομμένο και αποξηραμένο χόρτο που χρησιμοποιείται ως βασική τροφή των ζώων κατά τη χειμερινή περίοδο. Η κοπή του χόρτου, με τα χέρια ή με χορτοκοπτικές μηχανές, αρχίζει όταν έχει εξαφανιστεί η δροσιά. Το χόρτο, καθώς θερίζεται, πέφτει και… … Dictionary of Greek
σόργο — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά διάφορα καλλιεργούμενα είδη του γένους σόργον (οικογένεια Γραμινίδες, υποοικογένεια ανδροπωγωνίων, μονοκοτυλήδονα)· κατ’ άλλους πρόκειται για ποικιλίες του αρχικού είδους σ. το κοινόν. Τα καλλιεργούμενα είδη είναι… … Dictionary of Greek
былие травное — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} фразеол. 1) греч. βοτάνη χόρτου (ἡ βοτάνη, корм, трава;… … Словарь церковнославянского языка
αίρα — (I) η (Α αἶρα) (Ν και είρα, ήρα, αέρα, γαίρα) ζιζάνιο τών σιτηρών νεοελλ. ο καρπός τής αίρας, μεθυστικός και δηλητηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με το σανσκριτ. erakā, είδος χόρτου, οπότε και οι δύο λέξεις αποτελούν… … Dictionary of Greek
αιματικός — ή, ό (Α αἱματικός, ή, όν) [αἷμα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αίμα («αιματική κυκλοφορία») αρχ. 1. (για ζώα) αυτός που έχει αίμα, έναιμος* (αντίθ. άναιμος*) 2. τὸ αἱματικὸν ουσ. όνομα κάποιου χόρτου … Dictionary of Greek
αλωπέκουρος — (alopecurus). Γένος ποωδών, μονοετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών. Στο γένος αυτό ανήκουν χρήσιμα για βόσκηση φυτά, αλλά και ενοχλητικά ζιζάνια. Έχουν στρογγυλή και επιμήκη ταξιανθία που μοιάζει… … Dictionary of Greek
βολβός — Μικρός υπόγειος βλαστός, που αποτελείται από πολλά παχιά, αποχρωματισμένα φύλλα, σαν πλατιά λέπια ή σαν χιτώνες, έτσι ώστε το ένα καλύπτει το άλλο, σε ομόκεντρη κυκλική ή σπειροειδή διάταξη. Στο κέντρο του β. και πάνω από τον δισκοειδή βλαστητικό … Dictionary of Greek
γεράκι — Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γ. βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής, ενώ το ράμφος τους είναι κοντό, ισχυρό… … Dictionary of Greek