-
1 σκυλακαινα
-
2 σκυλάκαινα
σκυλάκαινα, ἡ, poet. fem. von σκύλαξ, Hündinn, Nossis 9 (IX, 604).
-
3 σκυλάκαινα
σκυλάκαιναfem nom /voc sg -
4 σκυλάκαινα
σκυλάκαινα, ἡ, Hündin -
5 σκυλάκαινα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκυλάκαινα
-
6 οἰκο-φύλαξ
οἰκο-φύλαξ, ακος, ὁ, der Hauswächter, -schirmer; Ζεύς, Aesch. Suppl. 26; σκυλάκαινα, Nossis 9 (IX, 604).
-
7 σκυλάκη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκυλάκη
См. также в других словарях:
σκυλάκαινα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλάκαινα — ἡ, Α βλ. σκύλαξ … Dictionary of Greek
σκύλαξ — Ονομαστός γεωγράφος και θαλασσοπόρος από τα Καρύανδα της Καρίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν Καρυανδεύς. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος τον έστειλε (521 485 π.Χ.) να εξερευνήσει τις ασιατικές ακτές, μαζί με άλλους εξερευνητές. Αυτοί αποπειράθηκαν τον… … Dictionary of Greek