-
1 σκυλάκαινα
σκυλάκαιναfem nom /voc sg -
2 σκυλάκαινα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκυλάκαινα
-
3 σκυλάκη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκυλάκη
См. также в других словарях:
σκυλάκαινα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλάκαινα — ἡ, Α βλ. σκύλαξ … Dictionary of Greek
σκύλαξ — Ονομαστός γεωγράφος και θαλασσοπόρος από τα Καρύανδα της Καρίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν Καρυανδεύς. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος τον έστειλε (521 485 π.Χ.) να εξερευνήσει τις ασιατικές ακτές, μαζί με άλλους εξερευνητές. Αυτοί αποπειράθηκαν τον… … Dictionary of Greek